Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΕΙΛΑΚΗΣ ετοιμάζεται για τον Οθέλλο του Σαίξπηρ, μια παράσταση την οποία συνσκηνοθετεί με τον Μανώλη Δούνια, και δεν κρύβει τη χαρά του για την επιστροφή στη δουλειά, την υποχώρηση της πανδημίας αλλά και για την ελπίδα του ότι μετά από αυτά που ήρθαν στο φως σε μια πολύ δύσκολη περίοδο και αφορούσαν την κακοποιητική συμπεριφορά στο θέατρο θα οδηγηθούμε σε ένα μέλλον πιο φωτεινό.
«Πιστεύω πως είχαμε μάθει να θεωρούμε την κακοποιητική συμπεριφορά ίδιον του δασκάλου, ξαφνικά νομίζαμε ότι ο δάσκαλος είχε δικαίωμα να είναι κακοποιητικός» λέει. «Και στη γενιά μου οι δάσκαλοι ήταν σκηνοθέτες, και μάλιστα πρόσωπα που με την αυθεντία τους εκδικούνταν τη νεότητα. Δεκαοκτάχρονα παιδιά έκλαιγαν και φοβόντουσαν, γιατί νόμιζαν ότι έτσι γίνεται η δουλειά».
— Νομίζω ότι τις πιο πολλές από αυτές τις συμπεριφορές τις γνώριζε ο κόσμος του θεάτρου, μέχρι ένα σημείο τουλάχιστον.
Ναι, το πλήθος των συμπεριφορών ήταν γνωστό, απλώς δεν ξέραμε ότι μερικές από αυτές έφταναν σε τόσο σκοτεινό σημείο. Νομίζω, πάντως, ότι αυτός που είναι σήμερα τριάντα χρονών μια τέτοια συμπεριφορά πιο δύσκολα την ανέχεται. Η δική μου η γενιά είχε μάθει και από τον πατέρα μας που έλεγε: «Ο γιος μου ήταν κακός; Καλά κάνατε και τον δείρατε, δάσκαλε». Υπήρχε πάντα μια φάση τιμωρίας που ως γενιά τη θεωρούσαμε φυσιολογική.
Από την άλλη μεριά, μια σχολή, για παράδειγμα, πρέπει να έχει τους κανόνες της, γιατί υπάρχουν και παιδιά που δεν αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται σε τάξη ενηλίκων, ότι είναι παρόντα σε μια εκπαίδευση που πληρώνουν, νομίζουν ότι είναι ακόμα στο σχολείο. Το λέω λόγω της εμπειρίας μου απ' όταν δοκίμασα να είμαι κι εγώ δάσκαλος σε μια δραματική σχολή. Επειδή πρέπει να τους αντιμετωπίσεις ως μελλοντικούς συναδέλφους σου πρέπει να τους εμφυσήσεις ακόμα και το καθήκον της φυσικής παρουσίας.
Ποτέ δεν έχουμε γίνει φίλοι με τον ξένο, ούτε καν με τον ξένο μέσα μας. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ούτε εμείς τη διαφορετικότητά μας, τον λόγο που δεν μας αποδέχονται, οπότε, αν δεν αποδεχτείς ο ίδιος ότι είσαι διαφορετικός, δεν μπορείς να αποδεχτείς ούτε τους άλλους.
— Έχει να κάνει και με το ότι είναι πολύ λίγο υποψιασμένοι για το περιεχόμενο της δουλειάς;
Ναι, μπορεί να συμβαίνει κι αυτό. Γι' αυτό, ακόμα και με συναδέλφους, λίγο μπορεί να συζητήσεις για το περιεχόμενο της δουλειάς, για το τι σημαίνει, μιλάμε για πιο απλά θέματα, για τον μόχθο της δουλειάς μας. Και νομίζω ότι σε αυτή την πραγματικότητα πρέπει να επιστρέψουμε, για να ξεφύγουμε από την ανάγκη να είμαστε βίαιοι ώστε να ορίσουμε την εξουσία μας, με τα γνωστά πλέον αποτελέσματα, να κατανοήσουμε ότι η δουλειά μας έχει αληθινό μόχθο και στο λάθος της όπως και στο σωστό, τότε θα γίνουμε πιο φωτεινοί. Να αφήσουμε ένα αποτύπωμα ηθικής – δεν το λέω μόνο σε σχέση με τη δουλειά μας αλλά και με την παρουσία μας ως ανθρώπων.
— Πιστεύεις ότι είναι ένα διαρκές παιχνίδι εξουσίας;
Νομίζω, και διαχείρισης του θυμού μας. Και θέλει μια παιδεία το να διαχειριστείς αυτή την πίεση. Τον θυμό, όταν γεννιέται από την πανδημία, από την οικονομική κατάσταση, από τους γύρω σου, τότε πρέπει να τον τιθασεύσεις. Δεν εννοώ ότι ο καθένας από εμάς δεν έχει μια «μαύρη λίστα» ανθρώπων. Μπορεί και να έχει. Περιμένεις, όμως, την κατάλληλη στιγμή για να τους απαντήσεις, κι αυτό δεν έχει να κάνει με την εκδίκηση, ίσα-ίσα καλό είναι να ξέρουν τις απόψεις σου όσον αφορά την κακοποιητική συμπεριφορά, για παράδειγμα – και για να δικαιώσεις την αντίθετη.
— Αυτήν τη στιγμή, που έχουν ανοίξει τα θέατρα, τι σκέφτεσαι;
Είναι αισιόδοξο που είμαστε σήμερα σε αυτήν τη φάση που έχουν ανοίξει τα θέατρα, που ξέρεις ότι υπάρχει κόσμος που ποθεί να βρεθεί εκεί όπου τα πράγματα συμβαίνουν, που θα πάρει τον φίλο και τη φίλη του, θα σταθούν σε μια ουρά και θα κόψουν εισιτήριο για να δουν κάτι που τους αρέσει και περιμένουν να ξανασυμβεί, το θέατρο.
Νομίζω ότι το θέατρο είναι μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρώπου σε σχέση με το τι είναι συμβάν στη ζωή του. Το ότι βρίσκεται μαζί με κάποιους άλλους, κάπου, ακούγοντας κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν και ξανασυμβαίνει συνιστά διάρρηξη του χωροχρόνου και δεν θα αλλάξει ποτέ, είτε είναι υψηλή τέχνη είτε χαμηλή, είτε Παπαϊωάννου είτε Σεφερλής, είναι κάτι που συμβαίνει σε πολύ κόσμο κι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Για μένα είναι ένας έρωτας που γεννιέται μέσα στο σύμπαν. Και για εμάς τους ηθοποιούς, για μένα, είναι ένας προσωπικός δρόμος ανάγκης που δεν έχει να κάνει με τον αν είσαι πολύ καλός, άριστος, πρωταγωνιστής, σκηνοθέτης, αυτές είναι άλλου είδους κατασκευές. Αυτές οι διαβαθμίσεις, μετά τα σαράντα, σταματάνε, και εμένα τουλάχιστον με ενδιαφέρει να είμαι εκεί.
— Πάμε τώρα σε αυτό το δύσκολο θέμα με το οποίο καταπιάνεσαι.
Αυτό το έργο δεν το διάλεξα μόνος μου, είναι μια επιλογή κατόπιν συνεργασίας με τον Γιάννη Μπέζο που έχουμε κάνει από το 2018, σε ένα ρεπερτόριο που σχεδιάζαμε να κάνουμε και δεν έγινε ποτέ. Έμεινε όμως η ιδέα να ξαναβρεθούμε με τον Γιάννη και να μιλήσουμε για τις βασικές μας αρχές. Και για έναν άνθρωπο των βασικών αρχών, τον Οθέλλο, και για τον τρόπο με τον οποίον διαβάλλεται από τη δυτική σκέψη.
Για μένα και για τον Μανώλη τον Δούνια, με τον οποίο συνσκηνοθετούμε, ο Οθέλλος δεν ήταν ένας άνθρωπος που πιάστηκε κορόιδο αλλά ένας άνθρωπος έτοιμος να πιαστεί κορόιδο. Ένας άνθρωπος που θα ήθελε πάρα πολύ, εκτός από μεγάλος στρατηγός, να είναι και ένας Ευρωπαίος που τον αποδέχεται το σύστημα το οποίο προστατεύει, η πόλη του, η Βενετία.
— Ποια είναι η μάχη του Οθέλλου κατά τη γνώμη σου;
Η διαρκής μάχη με τα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει και με τα πράγματα τα οποία ποθούσε να είναι. Ποθούσε να είναι ένα ισότιμο μέλος της κοινωνίας των λευκών, της κοινωνίας των Βενετών και όχι μόνο ένα εκτελεστικό όργανο που σκοτώνει, μια μηχανή θανάτου που τους γλιτώνει από τους Οθωμάνους, και να έχει το δικαίωμα να παντρευτεί αυτήν που αγαπάει. Και να μην μπορεί να του το αφαιρέσει κανένας δόγης και καμία κοινωνική συνθήκη εξαιτίας του χρώματός του. Συζητάμε, λοιπόν, για τον ρατσισμό το 1603.
— Το οποίο επανέρχεται διαρκώς στην επικαιρότητα, η έννοια του ξένου και της φιλίας που μπορεί να αναπτύξουμε με αυτόν.
Αυτό δεν το έχουμε καταφέρει ποτέ, ούτε μετά από αιώνες. Ποτέ δεν έχουμε γίνει φίλοι με τον ξένο, ούτε καν με τον ξένο μέσα μας. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ούτε εμείς τη διαφορετικότητά μας, τον λόγο που δεν μας αποδέχονται, οπότε, αν δεν αποδεχτείς ο ίδιος ότι είσαι διαφορετικός, δεν μπορείς να αποδεχτείς ούτε τους άλλους. Και συχνά δεν την έχουμε αυτή την επίγνωση. Γι' αυτό έχουμε μια λάθος εκτίμηση του εαυτού μας, γι' αυτό δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το ξένο ως συνθήκη σε μια επικοινωνία. Όταν το αποδεχόμαστε, μπορούμε να βρούμε κι άλλους ανθρώπους για να συμπορευτούμε.
Ο Οθέλλος, λοιπόν, είναι ένας άνθρωπος που θα ήθελε να είναι ο τεράστιος παραμυθάς που είναι όλη η Κεντρική Ευρώπη – και είναι, γιατί έτσι γοήτευσε τη Δυσδαιμόνα. Ωστόσο, δεν τον αποδέχτηκαν ποτέ λόγω του σκούρου του χρώματος. Αυτή η αραβική φυλή, οι Μαυριτανοί, έμειναν απλώς ως οι φοβεροί πολεμιστές που γλίτωναν τη Βενετία, αλλά δεν έγιναν ποτέ πλήρως αποδεκτοί.
— Και ο Ιάγος;
Το 1603 ο Σαίξπηρ αναρωτιέται γιατί ένας άνθρωπος καθ' έξιν κακός, όπως ο Ιάγος, μπορεί να κινεί τα νήματα. Μεταξύ Αναγέννησης και Διαφωτισμού ο Σαίξπηρ έβλεπε ένα είδος ανθρώπου που ερχόταν και θα βασίλευε στην Ευρώπη, τον Ιάγο, τον άνθρωπο που με τη διαβολή δημιουργεί νέες καταστάσεις και μπορεί να κυβερνήσει. Αυτό συνέβη, το απέδειξαν οι μετέπειτα πόλεμοι και οι ανακατατάξεις στις αυτοκρατορίες.
Από τη μια έχουμε το «απόλυτο κακό», το «να καταστρέψω τον άλλον», τον Ιάγο, και από την άλλη το απόλυτο καλό, όχι ως προς τη χριστιανική ηθική αλλά ως προς την αθωότητα, που είναι ο Οθέλλος. Βλέπουμε, λοιπόν, τη διαδικασία στην οποία μπαίνει ένα άνθρωπος που φτάνει στην Ευρώπη, τον αρχαίο άνθρωπο, που είναι ο πολεμιστής, ο ξένος, να τον διαβάλλει η ίδια η κατάσταση, το σύστημα, και να τον μετατρέπει σε λευκό. Εικαστικά μεταφέρουμε αυτό το χρώμα που «λιώνει», όπως αυτός το επιθυμεί, καθώς μετατρέπεται σε κάποιον άλλον, σε έναν λευκό, σε έναν δειλό.
Στη δική μας παράσταση, λοιπόν, στο τέλος, είναι λευκός ο Οθέλλος, δεν είναι ξένος, είναι μέρος της Βενετίας. Έχει δολοπλοκήσει, έχει σκοτώσει, είναι παρών σε όλα τα αιματοβαμμένα περιστατικά που συμβαίνουν μέχρι να φτάσει κι αυτός στον φόνο.
Έχουμε δημιουργήσει αυτή την αίσθηση μέσα στο θεατρικό παιχνίδι, ότι ο άνθρωπος που είναι ξένος θέλει να γίνει ένας άλλος, ο λευκός. Είναι ένας Μάικλ Τζάκσον, αν τολμήσω να κάνω αυτήν τη μεταφορά, ο σπουδαιότερος μαύρος καλλιτέχνης που ήθελε να είναι λευκός. Γιατί για χρόνια αυτή η κουλτούρα επικρατεί, και σήμερα ακόμα. Να ενσωματώσουμε τον άλλο, να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα ως ενσωμάτωση.
Και νομίζω ότι τώρα είναι η ώρα και η εποχή όσα μαγικά έγραψε ο Σαίξπηρ πριν από 418 χρόνια να τα ξαναδούμε ως ιστορία του ανθρώπινου γένους που διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά και κάπως να τα διαμορφώσουμε ξανά. Και το θέατρο έχει τη δύναμη να μας τα δείξει, ειδικά αυτή την εποχή, πιο καθαρά από ποτέ.
Οθέλλος
Πρεμιέρα την Πέμπτη 24 Ιουνίου στο Θέατρο Βράχων και περιοδεία σε ολόκληρη την Ελλάδα και σε μεγάλα ανοιχτά θέατρα της Αττικής.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Διασκευή: Μανώλης Δούνιας
Σκηνοθεσία: Αιμίλιος Χειλάκης – Μανώλης Δούνιας
Πρωτότυπη Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Αιμίλιος Χειλάκης
Εκτέλεση σκηνικού: Κατερίνα Χάρου
Κοστούμια: Makis Tselios Atelier
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθετών: Νίκος Τσιμάρας
Διανομή
Οθέλλος: Γιάννης Μπέζος, Ιάγος: Αιμίλιος Χειλάκης, Αιμιλία: Μυρτώ Αλικάκη, Βραβάντιος: Κώστας Κορωναίος, Κάσσιος: Αλέξανδρος Βάρθης, Δυσδαιμόνα: Μάιρα Γραβάνη, Ροδρίγος: Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Μοντάνος: Κρις Ραντάνοφ, Δόγης: Μανώλης Δούνιας, Μπιάνκα: Ελευθερία Κοντογιώργη, Λουδοβίκος: Νίκος Τσιμάρας