Αγουλινίτσα και Μουριά,
οι χαμένες λίμνες του Πύργου
"Τελικά με θρέψανε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος (Ντουάνα), ο Λάδωνας, ο Αλφειός. Κάπου κοντά στ' Άσπρα Σπίτια και το Μπέλεσι τα ποτάμια σμίγουν, γίνονται Αλφειός που κυλάει έξω από τα Ολύμπια και παρακάτω χύνεται στη θάλασσα, κοντά στην Αγουλινίτσα - το χωριό που γεννήθηκα - το σπίτι που γεννήθηκα - η κυρία Ρούσα Βενέτα Σινοπούλου - ο καθηγητής κ. Γιώργης Σινόπουλος - τα κουνούπια της Αγουλινίτσας - το κρασί και το λάδι της Αγουλινίτσας - τα ψάρια και τα χέλια από τη λίμνη της Αγουλινίτσας - τώρα την ξέραναν, πάει κι αυτή".
Τάκης Σινόπουλος
Το 1967 ξεκίνησε η αποξήρανση των λιμνών Αγουλινίτσας και Μουριάς που ολοκληρώθηκε το 1970.
Η Αγουλινίτσα πριν την αποξήρανση
Η έκταση της λίμνης εμφανίζεται, στη χαρτογραφική αποτύπωση του 1905, πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες αεροφωτογραφίες και χαρτογραφικές αποτυπώσεις που μελετήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας μελέτης. Η λίμνη Αγουλινίτσα είναι ενιαία, καταλαμβάνει όλο τον λιμνιαίο χώρο και δεν διαχωρίζεται σε κεντρική λίμνη και περιφερειακές μικρότερες λιμναίες λεκάνες ("λούμπες"). Υπάρχει επικοινωνία με τον Αλφειό ποταμό και με τη λίμνη Καϊάφα. ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει με τη θάλασσα.
Στις επόμενες αποτυπώσεις των δεκαετιών '40 και '50 η λίμνη εμφανίζεται με διαφορετική μορφή· υπάρχει μία κεντρική λίμνη στη Β-Δ περιοχή η οποία συνδέεται με πολλές μικρότερες λεκάνες στα Ν-Α στην περιοχή των "μπογαζιών" (νησάκια της λιμνοθάλασσας) προς Καϊάφα.
Την αλιευτική περιοχή, στις δεκαετίες πριν την αποξήρανση της λίμνης, την αποτελούσαν το ιχθυοτροφείο και η ζώνη ελεύθερης αλιείας. Το ιχθυοτροφείο επεκτεινόταν σε όλη την περιοχή της Αγουλινίτσας, στο τμήμα του Αλφειού ποταμού από την Αλφειούσα μέχρι τις εκβολές του και στην προστατευτική ζώνη προς τη θάλασσα. Το Ν-Α όριο του ιχθυοτροφείου εθεωρείτο η σιδηροδρομική γραμμή που διασταυρωνόταν με τον αύλακα ένωσης της λίμνης Αγουλινίτσας με τη λίμνη Καϊάφα. Οι κύριες εγκαταστάσεις του ιχθυοτροφείου καταλάμβαναν την κεντρική λίμνη, το λεγόμενο "κανάλι", ενώ η ζώνη ελεύθερης αλιείας εστιαζόταν κυρίως στην περιοχή των μπογαζιών, δηλαδή στη Ν-Α περιοχή.
Στην Αγουλινίτσα, όπως και στην Κάρλα, την κύρια αλιευτική μέθοδο αποτελούσε η παγίδευση των ψαριών με ειδικές κατασκευές από καλαμωτές. Οι αλιευτικές όμως διατάξεις, όπως και οι αλιευτικές πρακτικές της Αγουλινίτσας διέφεραν πολύ από αυτές της Κάρλας. Οι αλιευτικές πρακτικές της Αγουλινίτσας -κινητοί φράχτες, κατασκευασμένοι από καλάμια και πασσάλους σε συνδυασμό με ειδικές παγίδες και διόδους τους εσοδευτικού αύλακα που άνοιγαν και έκλειναν κατά τη διάρκεια του χρόνου για να παγιδεύονται τα ψάρια- ήταν παραλλαγή τεχνικής προσαρμοσμένης στις ειδικές απαιτήσεις του χώρου, η οποία συναντάται συχνά στη Μεσόγειο αλλά και στη Βαλκανική.
Επίσης, μία σημαντική διαφορά από την αλιευτική περιοχή της Κάρλας ήταν η εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας με τη μορφή οργανωμένου ιχθυοτροφείου, όπου εφαρμοζόταν η εκτατική καλλιέργεια: Η εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας γινόταν χωρίς άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον και περιοριζόταν στο άνοιγμα και στο κλείσιμο του αύλακα επικοινωνίας με τη θάλασσα.
Από τη χαρτογραφική αποτύπωση του 1905, φαίνεται ότι η κύρια γεωργική καλλιέργεια στις αρχές του αιώνα στην περιοχή Αγουλινίτσας ήταν τα αμπέλια. Κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και μέχρι τα παραλίμνια έλη. οι καλλιεργημένες αυτέ εκτάσεις διαμόρφωναν μια στενή σχετικά ζώνη η οποία διευρυνόταν μπροστά από κάθε οικισμό.
Στις επόμενες δεκαετίες οι γεωργικές καλλιέργειες επεκτάθηκαν στα δύο άκρα της λίμνης. Με κάποια εγγειοβελτιωτικά έργα πριν την αποξήρανση, που είχαν ως συνέπεια την αποστράγγιση της περιοχής μεταξύ Επιταλίου και Αλφειού μέχρι τις εκβολές του, καθώς και στην περιοχή Σαμικού, στο Ζέλτση, διαμορφώθηκαν στην παραλίμνια περιοχή δύο σημαντικοί πόλοι γεωργικής χρήσης με επεκτατική τάση. Οι δύο αυτές γεωργικές περιοχές ήταν ακόμη και στη δεκαετία του '50 αμπελώνες. Οπωροφόρα δέντρα υπήρχαν εκτός λιμναίας περιοχής ανάμεσα στο Ανεμοχώρι και το σημερινό οικισμό του Κάτω Σαμικού. [...]
Μετά την αποξήρανση
Η λίμνη αποξηράνθηκε το 1969 για να αποδοθεί, όπως και η Κάρλα, στη γεωργική χρήση. [...] Ο σκοπός ήταν η αποξήρανση της Αγουλινίτσας εντός του όλου έργου της έγγειας βελτίωσης της πεδιάδας του Αλφειού. [...]
Τα νερά του αποστραγγιστικού/αρδευτικού δικτύου μεταξύ Αλφειού και λίμνης Καϊάφα είναι τα μόνα που υπάρχουν σήμερα στο πρώην λιμναίο χώρο της Αγουλινίτσας και στα οποία ασκείται ακόμη σήμερα κάποια δραστηριότητα ελεύθερης αλιείας. Η κατασκευή του έγινε σταδιακά στην περίοδο 1967 και 1976. Από μορφολογική άποψη, το δίκτυο αυτό έχει ορθογωνική χάραξη και κατατέμνει το χώρο της πρώην λίμνης σε κανονικά μέρη με εκτάσεις 100-200 στρ. περίπου.
Η Αγουλινίτσα, όπως και η Κάρλα, δεν καλλιεργήθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την αποξήρανση, αλλά αφού βελτιώθηκαν τα εδάφη της. Σήμερα καλλιεργείται με βαμβάκι και καλαμπόκι. Οι εκτάσεις των αγροτεμαχίων, βάσει της διοικητικής διάταξης, εντός της αποξηραμένης λιμνοθάλασσας, κυμαίνονται μεταξύ 13 και 480 στρ.· στην πλειονότητά τους όμως είναι από 165 μέχρι 185 στρ. Οι γεωργικές εκτάσεις, βάσει των διατάξεων της ΖΟΕ, ανήκουν σε ζώνες υψηλής γεωργικής παραγωγικότητας και διαφοροποιούνται ως προς τη χρήση κατοικίας και ως προς το κατώτατο όριο κατάτμησης του εδάφους.
Καλλισθένη Αβδελίδη
Η εξέλιξη του χώρου και των χρήσεων γης στις περιοχές των αποξηραμένων λιμνών Κάρλας και Αγουλινίτσας in Λιμνών αποξηράνσεις: μελέτη αειφορίας και πολιτιστικής ιστορίας - Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (2002)
Η Αγουλινίτσα, Τα Χέλια, Η Λίμνη, Τα Έθιμα που Χάθηκαν.
Χρήστος Πλέσσας
Η Aγουλινίτσα είναι τοπωνύμιο, πού ’μεινε απολίθωμα από τη λίμνη της και το όνομα το πήρε από το πλήθος των χελιών, που ετρέφοντο σ’ αυτή. Το χέλι (έγχελυς), προέρχεται από δυο στοιχεία. Το έχις, δηλαδή ερπετό και από μια άλλου τύπου λέξη άγνωστη στην Ελληνική λημματογραφία, που ίσως να σημαίνει κάτι σαν γλυστερό. Ανήκει στο γένος Ανγκουΐλα, το οποίον ανακάλυψε ένας Ιταλός γιατρός βοτανολόγος, ο Ανγκοϊλλάρα (1510-1570) και το ονόμασε "άνγκουλις".
Η ιστορία των χελιών ανάγεται απ’ την εποχή του καταποντισμού της Ατλαντίδος, πριν 9.000 χρόνια περίπου, αφ’ ότου έζησε ο Σόλων (639-559 π.Χ.) και ο Πλάτων έγραψε τον Κριτία και τον Τίμαιο. "Πολλών ουν γεγονότων και μεγάλων κατακλυσμών εν ταις ενακισχιλίοις έτεσι" (Κριτίας 111Β΄) και "η τε Ατλαντίς νήσος ωσαύτως κατά της θαλάσσης δύσα ηφανίσθη" (Τίμαιος 25Δ΄). Αναφέρομαι στους διαλόγους του Πλάτωνος, διότι στα γλυκά νερά της Ατλαντίδος ζούσαν τα χέλια κι’ όταν βυθίστηκε και σκεπάστηκε από το αλμυρό νερό της θάλασσας, αυτά έφυγαν προς αναζήτηση γλυκών νερών. Μπήκαν στη Μεσόγειο και δια των ποταμών, των παραποτάμων και των ρυακιών έφτασαν στις λίμνες. Εκεί στα γλυκά νερά έμπαιναν μόνο τα θηλυκά, που έβρισκαν καταφύγιο στις ρίζες των καλαμιώνων και βούρλων. Πρέπει να περάσουν 4-5 χρόνια να γίνουν κανονικά χέλια, οπότε αρχίζουν να σκέπτονται το ταξίδι της επιστροφής στη θάλασσα των Σαργασών, που προσομοιάζει στον πυθμένα μ’ αυτήν της Ατλαντίδας, εκεί που ήταν η πατρίδα τους, για να γονιμοποιηθούν και ν’ αρχίσει ξανά ο κύκλος του ταξιδιού τους.
Τα χέλια στη λίμνη Αγουλινίτσας, πριν αποξηρανθεί από την επταετία, αποτελούσαν κίνητρο για μιας ιδιάζουσας μορφής ασχολίας των κατοίκων, που έπαιρνε εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Κατ’ αρχήν η εκμετάλλευσή τους ανάγκασε την πολιτεία να δημιουργήσει το διβαρόσπιτο και να βγάζει στη δημοπρασία την εκμετάλλευση της λίμνης. Στο σημείο του διβαρόσπιτου, όπου το στενότερο τμήμα μεταξύ λίμνης και θάλασσας, άνοιγαν ένα μεγάλο χαντάκι, το λεγόμενο "μπούκα". Εκεί συνενούντο το γλυκό με το αλμυρό νερό κι’ έβρισκαν διαφυγή τα χέλια προς τη θάλασσα.
Οι ενοικιαστές «διβαράδες» έφτιαχναν μέσα στη λίμνα "διβαροκαλύβες" σαν φελούκες πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού. Έμπηγαν κυπαρίσια στο νερό και κάρφωναν οριζόντια δοκάρια, δημιουργώντας ένα ξύλινο δάπεδο. Σκάρωναν το σκελετό της και ύστερα την έντυναν γύρω - γύρω και στη σκεπή με σαμάκι της λίμνας και λάσπη. Χωρούσε μέσα ένα κρεβάτι αριστερά, ένα δεξιά και ένα πίσω. Στη μέση έμενε χώρος ν’ ανάβουν ακόμη και φωτιά. Τις έλεγαν "πελάδες", ήσαν σκόρπιες στη λίμνη και κάθε μία είχε τ’ όνομά της, όπως Ρουμπελιά, Κολολύμπι, Λόγγος, Πλατειά Ρούγα, Παληάλωνα, Γαϊδουροπινίχτι κ.ά.
Χώριζαν τη λίμνη κατά περιοχές ανά διβαροκαλύβα και συγκρατούσαν τα χελόψαρα με καλαμωτές. Έρριχναν τους βολκούς, είδος διχτυών, που το πρωί τους έβρισκαν γεμάτους χέλια και ψάρια. Όταν έπρεπε να περιορίσουν τα χελόψαρα σε μικρότερο χώρο, μετατόπιζαν τις καλαμιές κατά χρονικά διαστήματα. Για τη μεγάλη συγκομιδή γονόντουσαν τα "μπασίματα" από τη Ρουμπελιά μέχρι την Πλατειά Ρούγα, ρίχνοντας το πρώτο, δεύτερο μέχρι και το τέταρτο «χεροβολίδι», αρχίζοντας από τ’ Αη Φιλίππου και τέλειωναν παραμονή Χριστουγέννων.
Το μπάσιμο ήταν κουραστική δουλειά, που απαιτούσε εμπειρία απ’ τους διβαράδες. Επρόκειτο για Αγουλινιτσαίους απλούς ανθρώπους, γεροδεμένους, καλοσυνάτους, με πολύ χιούμορ, τους οποίους ξέραμε με τα παρατσούκλια τους κυρίως, όπως ο Κουντουρίτης, ο Παταόρης, ο Ματζαγράς, ο Χαλντούπης, ο Μπουσογιαννάκης, ο Γρης, ο Νταχάου, η Μπαμπακιά κ.ά. Δούλευαν απ’ το πρωί (μπονόρα), ως το σούρουπο και συνέχεια μέχρι τα χαράματα. Με τα "μπατζάκια" σηκωμένα, το κασκέτο (κούκος) στραβά, με το σταλίκι και το καμάκι στον ώμο, μαζεύονταν στο φυλάκιο του Συρίνη κι’ ετοιμάζονταν για τη βάρδια τους. Μέσα στο μονόξυλο έβλεπε κανείς τη "βήκα" με νερό, βίτσες για τα χελόψαρα, ασετηλίνη, έναν κουβά κι’ ένα μουσαμά, που μύριζε λινέλαιο κι’ ένα "τράστο" με ζυμωτό ψωμί, τυρί, εληές, παστό χοιρινό, κρασί και φαΐ στο "συρφετάσι".
Μέσα στη λίμνη απαγορευόταν το ψάρεμα από ερασιτέχνες ψαράδες. Επιτρεπόταν όμως κατά τη διαδικασία της μετατόπισης των καλαμωτών, τη μεγάλη συγκομιδή, ως πιο πάνω στο μπάσιμο. Αυτές τις ώρες έβλεπε κανείς σαν πανηγύρι, πολλά μονόξυλα έξω από τις καλαμωτές να πλέουν με τη βοήθεια του "σταφυλιού", ένα κοντάρι με τρίποδο στην άκρη, να μην καρφώνει στη λάσπη, και τους χωρικούς να χτυπούν τα καμάκια στα "ρουκουτά" κι ό,τι πιάσουν.
Έτσι είχε δημιουργηθεί στην Αγουλινίτσα μια ξεχωριστή κοινωνία ανθρώπων, με τα δικά τους τα πατροπαράδοτα έθιμα, που πέρασαν τη ζωή τους δουλεύοντας σκληρά, για ν’ αφίσουν στη μνήμη μας λέξεις απολιθώματα και εικόνες ανεξίτηλες.
Σύλλογος Επιταλιωτών Αθήνας (2021)