Γεννήθηκα στη Σιέρα Λεόνε, στη Φρίταουν. Ο πατέρας μου ήταν μορφωμένος, είχε πάει στο πανεπιστήμιο εκεί και ήταν υπεύθυνος σε μια φάρμα αγροτικών προϊόντων, η μητέρα μου δεν είχε πάει στο σχολείο. Ήμασταν τέσσερα αδέλφια, εγώ και η αδελφή μου από την ίδια μάνα. Όταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω πολλά πράγματα, αλλά βίωσα τον ρατσισμό από παιδί και η ζωή μου έγινε πολύ δύσκολη, λόγω των καταστάσεων που είχαν δημιουργήσει η Άγγλοι. Έμαθα να μάχομαι από κοριτσάκι.
• Το Φρίταουν είχε γίνει αποικία του Βρετανικού Στέμματος από την εποχή του προ-προπάππου μου και η χώρα είχε γίνει βρετανικό προτεκτοράτο. Στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα οι Άγγλοι ελευθέρωσαν τους δούλους της Τζαμάικας, τους έφεραν στη Φρίταουν και αγόρασαν το 80% της γης, δίνοντάς τους δικαιώματα και αγγλικά ονόματα, εξού και το επώνυμό μου, Μακόλεϊ. Αυτοί ήταν οι Κρεολοί, οι οποίοι φέρονταν στους ντόπιους όπως φέρονταν σε αυτούς τα πρώην αφεντικά τους: καταπιεστικά, μετατρέποντας τους κατοίκους της Σιέρα Λεόνε σε δούλους.
Οι Κρεολοί ήταν μορφωμένοι άνθρωποι, αλλά φέρθηκαν με τον χειρότερο τρόπο στους κατοίκους της Σιέρα Λεόνε. Η μαμά μου ήταν ντόπια, ανήκε στην κατώτερη τάξη, και ο πατέρας μου έκανε μαζί της εμένα και την αδελφή μου χωρίς να την παντρευτεί. Δεν γινόταν να παντρευτεί μια ντόπια, έτσι παντρεύτηκε μια Κρεολή και έκανε με αυτήν τα άλλα δύο μου αδέλφια. Όταν μεγάλωνα ο ρατσισμός των Κρεολών απέναντι στους ντόπιους ήταν χειρότερος από των λευκών, κι εγώ, που είχα μια μητέρα ντόπια που δεν ήταν μορφωμένη, ήμουν δεύτερης κατηγορίας, κατώτερη.
Εκεί άρχισα πρώτη φορά να πολεμάω για τα δικαιώματά μου. Ο κόσμος ήξερε ότι με λένε Μακόλεϊ και ότι είμαι Κρεολή, αλλά οι Κρεολοί δεν με δέχονταν, λόγω της μαμάς μου. Οι Κρεολοί ήταν οι πιο πλούσιοι, είχαν τα πιο ωραία σπίτια στην πόλη, ήταν η ελίτ και δεν δέχονταν κανέναν με αίμα ντόπιου. Τώρα, τα παιδιά που είναι μιγάδες σπουδάζουν και γενικώς έχουν αλλάξει τα πράγματα, ευτυχώς, γιατί εγώ τον ρατσισμό τον βιώνω από τότε που άνοιξα τα μάτια μου. Για τους Κρεολούς ήμουν η ντόπια και για τους ντόπιους η Κρεολή με το αγγλικό όνομα.
Με ενοχλεί που κάθε κυβέρνηση που βγαίνει έχει τον δικό της νόμο. Κάνουμε τόσους αγώνες και ακυρώνονται σε μία μέρα, όλες οι κυβερνήσεις μάς μπερδεύουν. Δεν υπάρχει κάτι σταθερό που να ισχύει όταν έρχεται ο μετανάστης στην Ελλάδα, φτάνεις στο σημείο να μην ξέρεις τι λέει ο νόμος γιατί ο καθένας που ανεβαίνει στην εξουσία καταργεί και κάτι.
• Όταν με γέννησε η μάνα μου μού έδωσε αφρικανικό όνομα Άμινα Ντα, αλλά ο πατέρας μου με πήρε από εκείνη, όπως και την αδελφή μου ‒μεγαλώσαμε μαζί του‒, και μου άλλαξε το όνομα, το έκανε Λορέτα Μακόλεϊ. Είναι κάτι που με πονάει ακόμα, αλλά δεν το άλλαξα, γιατί όταν έφυγα ήταν δύσκολο να πάρω άδεια παραμονής ‒ φαντάσου να ζητούσα να αλλάξω και το όνομα! Δεν παντρεύτηκα και ποτέ για να πάρω το όνομα του άνδρα μου.
• Έφυγα από την πατρίδα μου επειδή είχαμε δικτατορία. Πέθαινε ο κόσμος και δεν ενδιαφερόταν κανείς, είτε ήσουν νέος είτε γέρος, έτσι και αρρώσταινες, πέθαινες χωρίς καμία βοήθεια, δεν υπήρχε ασθενοφόρο, δεν υπήρχε τίποτα. Όχι ότι έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα σήμερα. Πέρναγες στον δρόμο, έβλεπες κόσμο μαζεμένο σε ένα σπίτι κι αυτό σήμαινε ότι περίμεναν να πεθάνει ένας συγγενής τους. Η ανιψιά μου πέθανε στα χέρια μου γιατί δεν είχαμε πού να την πάμε, δεν υπήρχε γιατρός και δεν ήξερε κανείς τι να κάνει, μη βλέπεις τώρα που έχει γεμίσει η Αφρική ΜΚΟ.
• Όταν ήρθα στην Ελλάδα ήμουν δεκαοκτώ χρονών. Δεν τη διάλεξα την Ελλάδα, όλοι στην Αφρική έχουν όνειρο να πάνε στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Αμερική ‒ το δικό μου ήταν να πάω στην Αμερική. Δούλευα όμως σε κάποια εταιρεία με ανθρώπους πολλών εθνικοτήτων, Άγγλους, Ρώσους, Ιταλούς, και αυτοί που έρχονταν πιο κοντά μας και μας μιλούσαν ήταν οι Έλληνες. Μόνοι αυτοί μας έδιναν σημασία. Σύναψα φιλία μαζί τους και όταν ετοιμάζονταν να φύγουν για την Ελλάδα τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν να έρθω κι εγώ στην Ελλάδα, κι έτσι έγινε. Το 1982, που ήρθα, δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα εκατό χρόνια να πάρω την άδεια παραμονής και την ελληνική υπηκοότητα και ότι δεν θα μπορούσα να φύγω, γιατί, αν έφευγα χωρίς άδεια παραμονής, δεν θα με άφηναν να ξαναγυρίσω. Έμεινα κολλημένη στην Ελλάδα μέχρι να γίνω πενήντα πέντε χρονών.
• Δεν ήξερα ούτε μία λέξη ελληνικά όταν ήρθα, δούλεψα όμως μέσα σε σπίτια, κάτι που μου έκανε καλό. Με βοήθησε να ενταχθώ στην ελληνική κοινωνία, να τη μάθω, να μάθω περισσότερα για τους Έλληνες. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ, γιατί αυτό ήταν ένα μάθημα, έμαθα σε τι κοινωνία ζω και τώρα είμαι Ελληνίδα. Χωρίς «σαν», Ελληνίδα κανονική, με όλα τα χαρτιά.
Ένας άλλος λόγος που άρχισα να δουλεύω στα σπίτια ως οικιακή βοηθός ήταν για να κρυφτώ από την αστυνομία. Φοβόμουν να κυκλοφορήσω στον δρόμο, γιατί τότε είχαν διώξει μια κοπέλα από εμάς, μαζί με το παιδί της, και μόλις έφτασαν στη Σιέρα Λεόνε το παιδί πέθανε γιατί δεν μπορούσε να ζήσει σε εκείνες τις συνθήκες. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Δεν είχε σημασία αν ήσουν γυναίκα ή άντρας και για ποιον λόγο είχες φύγει, σε πέταγαν. Τώρα, μετά απ’ όσα έχουν κάνει οι γυναικείες οργανώσεις, σέβονται λίγο περισσότερο τη γυναίκα. Τότε, αν σε έπιαναν, σε έστελναν πίσω με αεροπλάνο, πλήρωναν ένα σωρό λεφτά για να σε διώξουν.
• Τη δεκαετία του ’80 που ήρθα είχε λίγους Αφρικανούς η Αθήνα. Θυμάμαι, περνούσα στον δρόμο και άκουγα από τα μπαλκόνια να φωνάζουν «Μαριγώωω, έλα να δεις μια μαύρη που περνάει!». Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ρατσισμός, οι άνθρωποι δεν είχαν δει πολλούς μαύρους και ήθελαν να έρθουν κοντά σου, να σε περιεργαστούν. Όχι με κακό τρόπο, καταλάβαινες ότι σε συμπαθούν. Υπήρχε κόσμος που μου έλεγε «έχω σπίτι, μην πας να νοικιάσεις αλλού, έλα να μείνεις στο δικό μου».
Είχα πάει σε μια γειτονιά να βρω σπίτι γιατί ήθελα τα Σαββατοκύριακα να έχω έναν δικό μου χώρο να βλέπω τις φίλες μου, και μόλις βγήκα από το διαμέρισμα που ήθελα να νοικιάσω, μου είπε μια κυρία από πάνω :«Μην πας εκεί, έχω δικό μου να σου δώσω, πιο φθηνό». Δεν υπήρχε κανένας φόβος για τους ξένους. Τώρα γίνεται το αντίθετο. Αν πάρω τηλέφωνο και με ακούσουν να μιλάω με ξένη προφορά, κλείνουν το τηλέφωνο. Ήταν καλύτερη τότε η Αθήνα, έβρισκες πιο εύκολα δουλειά και δεν υπήρχε τόση επιθετικότητα. Έχουν αλλάξει οι Έλληνες.
• Έχω υποστεί ρατσισμό στην Ελλάδα, αλλά οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές. Όπως παντού, υπάρχει κι εδώ κόσμος που είναι εθνικιστές, οι οποίοι κάποιες φορές μου λένε στον δρόμο «άντε φύγε από δω, να πας στην πατρίδα σου», κι εγώ τους απαντάω, γιατί μιλάω ελληνικά και ξέρω τι να τους πω. Έχω κάνει πολλές φορές καβγάδες μέσα σε λεωφορεία, έχω εναντιωθεί, με ρωτάνε «τι θέλετε εδώ; Πήρατε τις δουλειές μας» ‒ ποια δουλειά σού έχω πάρει, ξέρεις τι δουλειά κάνω; Ωστόσο, είναι ασφαλής πόλη η Αθήνα, ζω σε μια περιοχή όπου δεν φοβήθηκα ποτέ.
Η μόνη περίοδος που φοβήθηκα ήταν τότε που η Χρυσή Αυγή έβγαινε στους δρόμους και σκότωνε μετανάστες ‒ όλοι οι μετανάστες φοβόμασταν. Με την Κωνσταντίνα Κούνεβα ήμασταν και είμαστε φίλες και μετά την επίθεση εναντίον της άρχισα να σκέφτομαι ότι κινδυνεύω επειδή κι εγώ κάνω ακτιβισμό. Ο πιο μεγάλος μου φόβος πάντα ήταν μη με πιάσουν χωρίς άδεια παραμονής και με διώξουν. Δεκαετίες ολόκληρες είχα κουραστεί να κάνω αιτήσεις για άδεια ή για ανανέωση της άδειας ‒ έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές έπρεπε να το κάνω, και κάθε φορά έβαζαν και πιο μεγάλα εμπόδια. Τώρα μπορεί να γελάω, αλλά δεν ξέρεις τι έχω περάσει μέχρι να πάρω την ελληνική υπηκοότητα. Και την πήρα τώρα, μετά από τριάντα εννιά χρόνια.
• Την Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής την έφτιαξα από το αίμα μου. Από τότε που ήρθα και για δεκαεπτά χρόνια ήμουν χωρίς χαρτιά, μέχρι το 1998 που νομιμοποίησαν τους μετανάστες. Το 2004, μετά από έντεκα χρόνια που δούλευα σε ένα σπίτι, φρόντιζα έναν άνθρωπο, αυτός πέθανε και έμεινα άνεργη. Για να ανανεώσω την άδεια παραμονής έπρεπε να έχω σύμβαση εργοδότη και χωρίς άδεια παραμονής, δεν μπορούσα να βρω δουλειά.
Έτσι, μετά από είκοσι δύο χρόνια στην Ελλάδα έχασα την άδεια παραμονής και με έκαναν να αισθάνομαι παράνομη, λες και ήμουν εγκληματίας. Είχα αγανακτήσει, δεν ήταν δυνατό να ζω μια ζωή κλεισμένη σε ένα σπίτι λες και είχα κάνει έγκλημα, είπα «πρέπει να βγω στον δρόμο να δω τι γίνεται εδώ πέρα», για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι δεν πάει άλλο, δεν έχω κάνει τίποτα παράνομο να κρυφτώ. Κάτι συμβαίνει από τους αποπάνω για να μην έχουμε άδεια παραμονής. Βγήκε η ακτιβίστρια από μέσα μου, όπως τότε που ήμουν παιδάκι, και νίκησα τον φόβο.
Μια φίλη μου μού είπε να πάω σε μια κοπέλα από την Αλβανία, μετανάστρια κι αυτή, που ήταν ακτιβίστρια, και μόλις της είπα, κλαίγοντας, τα προβλήματά μου, μου απάντησε: «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, μπορώ όμως να σου συστήσω γυναικείες οργανώσεις για να μιλήσεις γι’ αυτά». Με πήγε η κοπέλα τέσσερις-πέντε φορές σε ομάδες γυναικών, αλλά εγώ είχα φύγει από μια χώρα που είχε δικτατορία και ήξερα ότι αν μιλήσεις θα σε σκοτώσουν, έτσι φοβόμουν, δεν μιλούσα. Η κατάσταση όμως δυσκόλευε όλο και πιο πολύ και σκέφτηκα: «Λορέτα, αν δεν μιλήσεις, θα σε στείλουν στην πατρίδα σου, διάλεξε».
• Έτσι, άρχισα να μιλάω και να είμαι πιο ενεργή, να πηγαίνω σε διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού κι ας μην είχα χαρτιά, και όσο συμμετείχα στις γυναικείες οργανώσεις και έβλεπα τις γυναίκες να καμαρώνουν, έπαιρνα πιο πολύ θάρρος. Μια βραδιά που γύριζα από μια διαδήλωση στο σπίτι μου σκέφτηκα: «Γιατί να μην έχουμε κι εμείς μια γυναικεία οργάνωση Αφρικανών γυναικών εδώ για να παλέψουμε για τα δικά μας δικαιώματα;». Κάλεσα γυναίκες από την Αφρική για να πούμε τα προβλήματά μας, γιατί, αφού δεν ήμασταν οργανωμένες, δεν ξέραμε ούτε εμείς οι ίδιες τι δυσκολίες περνούσε η καθεμία, πόσο μάλλον ο υπόλοιπος κόσμος.
Στην πρώτη μας συνάντηση τους είπα για το δικό μου πρόβλημα, γιατί νόμιζα ότι είναι το πιο σοβαρό, και μετά άρχισαν να μιλάνε με τη σειρά και να αναφέρουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, π.χ. για τα παιδιά που γεννιούνται εδώ και είναι πολίτες β’ κατηγορίας, που γίνεται η ζωή τους κόλαση γιατί δεν δικαιούνται την ελληνική υπηκοότητα, και το αποτέλεσμα ήταν στο τέλος της βραδιάς να ξεχάσω εντελώς τη δική μου άδεια παραμονής. Την επόμενη εβδομάδα κάλεσα τις γυναίκες από τις άλλες οργανώσεις, τους είπα «θέλουμε να κάνουμε καμπάνια “Όχι ρατσισμός από την κούνια” για τη δεύτερη γενιά, τα παιδιά μας» και μας βοήθησαν να ιδρυθεί το 2005 η οργάνωσή μας των Ενωμένων Γυναικών Αφρικής. Έτσι μίλησαν πρώτη φορά γι’ αυτό στη Βουλή και με αγώνες φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση.
• Η οργάνωση είναι ακόμη δραστήρια, αλλά με τον κορωνοϊό έχουμε μείνει πίσω. Τώρα ενημερώνουμε τις γυναίκες για τον κορωνοϊό, τι πρέπει να προσέχουν, τους λέμε ότι πρέπει να κάνουν εμβόλιο. Συναντιόμαστε στο Ζoom και δεν έχουμε σταθερά μέλη, πριν από τον κορωνοϊό είχαμε 130. Υπάρχουν γυναίκες που είναι πρόσφυγες και συνεργαζόμαστε με άλλες οργανώσεις για να τους δώσουμε φαγητό, να πάρουμε πράγματα για τα παιδιά τους.
Πριν από τον κορωνοϊό κάναμε φεστιβάλ και εκδηλώσεις, αλλά τώρα δεν μπορούμε. Σε όποιες γυναίκες μας τηλεφωνούν και μας λένε τα προβλήματά δίνουμε πληροφορίες, πού να πάνε να ζητήσουν βοήθεια. Όλα αυτά που κάνουμε είναι εθελοντικά, χωρίς στήριξη από κανέναν φορέα, δεν είμαστε οπλισμένες να αντιμετωπίσουμε κάποιο πρόβλημα, δίνουμε συμβουλές και βοηθάμε όσο μπορούμε, μέχρι εκεί που φτάνει η δύναμή μας. Τα τελευταία χρόνια φεύγουν συνεχώς Αφρικανοί από την Αθήνα και πάνε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά έρχονται άλλοι και τα μέλη στην οργάνωσή μας ανανεώνονται συνεχώς. Οι πιο πολλοί Αφρικανοί θέλουν να πάνε σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, πλέον είμαστε λίγοι αυτοί που μένουμε μόνιμα εδώ.
• Είναι πολύ δύσκολο να πάρεις ελληνική υπηκοότητα, και την παίρνουν κυρίως τα παιδιά που είναι γεννημένα στην Ελλάδα, οι μεγάλοι που έχουν πάρει είναι ελάχιστοι, σταγόνες στον ωκεανό. Είναι δύσκολο να είσαι μετανάστης, αλλά, αν είσαι γυναίκα, είναι ακόμα πιο δύσκολο. Τώρα που μιλάμε υπάρχει νόμος που λέει ότι για να γίνεις καθαρίστρια στον δήμο πρέπει να έχεις ελληνική ιθαγένεια, αλλιώς δεν σε προσλαμβάνουν. Και να έχεις χαρτιά, άδεια παραμονής, πρέπει να έχεις και ελληνική ιθαγένεια για να προσληφθείς. Φαντάσου, πόσο δύσκολο είναι να βρεις δουλειά χωρίς χαρτιά. Νόμιμη δουλειά.
Οι μετανάστριες συνήθως καθαρίζουν, είναι οικιακές βοηθοί, καθαρίζουν τα λεωφορεία, γενικά στη καθαριότητα δουλεύουν, δύσκολα θα βρουν άλλη δουλειά. Το πιο μεγάλο πρόβλημα του μετανάστη είναι η ανεργία, είναι πολλές οι μετανάστριες που δεν έχουν δουλειά ‒ γιατί δεν τους δίνουν άδεια παραμονής και χωρίς χαρτιά είναι αδύνατο να δουλέψεις και να μάθεις την ελληνική γλώσσα. Ένας φαύλος κύκλος.
• Από την άλλη, είναι πιο εύκολο να βρεις δουλειά αν δεν έχεις χαρτιά, μόλις πάρεις άδεια παραμονής και αρχίσεις να μιλάς ελληνικά, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα, γιατί πρέπει να σου κολλήσουν ένσημα. Κι αν πάρεις και υπηκοότητα, τότε είναι ακόμα πιο δύσκολα.
• Στην οργάνωσή μας έχουν έρθει πολλές γυναίκες που έχουν γίνει θύματα, γιατί όταν δεν έχεις άδεια παραμονής, μπορεί οποιοσδήποτε να σε εκμεταλλευτεί. Η παρανομία γεννάει παρανομία. Ξέρεις πόσοι είναι οι βιασμοί που οι γυναίκες δεν καταγγέλλουν επειδή είναι χωρίς χαρτιά και φοβούνται μην απελαθούν; Μια γυναίκα την ξυλοκόπησε ο φίλος της και όταν της είπαμε να πάμε στην αστυνομία, εξαφανίστηκε. Φοβήθηκε μην τη διώξουν. Στην οργάνωση έρχονται πολλές γυναίκες που έχουν υποστεί βία, ρατσισμό, βιασμό, αλλά δεν μιλάνε γιατί, αν τις στείλουν πίσω, είναι αδύνατο να ξανάρθουν στην Ελλάδα.
• Από το κράτος δεν είχαμε καμία βοήθεια ως οργάνωση. Ήταν πάντα δικά μας τα προβλήματα που έπρεπε να λύσουμε, αλλά όποιος ξέρει τι σημαίνει πόνος, νιώθει, κάνει ό,τι μπορεί να βοηθήσει και χωρίς υποστήριξη. Δεν έχω πάρει ποτέ λεφτά για την οργάνωση, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ να τα παρατήσω, συνεχίζω. Ο σκοπός μου είναι να αλλάξω την κοινωνία, να μην είμαστε για πάντα σε αυτή την κατάσταση. Υπάρχουν οργανώσεις που δεν κάνουν τίποτε αν δεν έχουν λεφτά.
• Είμαι περήφανη γιατί κατάφερα και νίκησα τον φόβο. Άφησα στην άκρη τα δικά μου προβλήματα και πήγα σε όλες τις πόλεις τις Ελλάδας για να βοηθήσω τις άλλες γυναίκες. Έχω διαδηλώσει σε κάθε πόλη, έχω μιλήσει για τον ρατσισμό που έχουμε υποστεί, γιατί η κοινωνία δεν το γνώριζε αυτό, είμαι πάρα πολύ περήφανη που με την καμπάνια «Όχι ρατσισμός από την κούνια» τα παιδιά οργανώθηκαν, διεκδίκησαν την ελληνική υπηκοότητα, το πρόβλημα έφτασε στη Βουλή και έκαναν νόμο γι’ αυτά τα παιδιά.
• Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να είχα την ελληνική υπηκοότητα όταν ήμουν νέα. Θα ήθελα να είχα μεγαλύτερη ελευθερία, που δεν είχα ποτέ στη ζωή μου, παρόλο που μέσα μου αισθανόμουν πάντα ελεύθερη. Μακάρι να μπορούσα να γίνω πάλι η έφηβη που ήμουν όταν ήρθα στην Ελλάδα και να είχα πάρει τότε την υπηκοότητα. Τώρα που την πήρα δεν άλλαξε τίποτα για μένα. Είναι λίγο σαν όνειρο ακόμα, αλλά δεν έγινε και καμία αλλαγή στη ζωή μου. Έτσι κι αλλιώς ήμουν Ελληνίδα και χωρίς χαρτιά, εσύ επιλέγεις τι είσαι. Είχα ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία εδώ και χρόνια.
• Έχω έναν γιο που άφησα πίσω όταν έφυγα, σήμερα ζει στην Γκάμπια. Έστειλα το παιδί μου εκεί γιατί δεν μπορούσα να το φέρω στην Ελλάδα, ήμουν παράνομη και δεν γινόταν να το πάρω μαζί μου. Κάθε μέρα που έχω ζήσει αυτό το παιδί μού έδινε κουράγιο, ευχόμουν να μπορούσα να το φέρω να πάει εδώ σχολείο και να σπουδάσει. Έχω πολλά χρόνια να το δω και αυτό που φοβάμαι πιο πολύ αυτήν τη στιγμή είναι μήπως πεθάνω και δεν προλάβω να το ξαναδώ. Τώρα που μπορώ να πάω είναι πολύ δύσκολα τα οικονομικά μου, ίσα που τα βγάζω πέρα.
• Μου αρέσει πολύ να πηγαίνω σε διαδηλώσεις, πάρα πολύ, γιατί παλεύω για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε είναι για μετανάστες είτε για Έλληνες. Μου αρέσει να βγαίνω στον δρόμο, να διεκδικώ. Μου αρέσει επίσης να χορεύω και να κάνω γυμναστική. Μου αρέσει πάρα πολύ η Αθήνα, είναι η καλύτερη πόλη για να ζεις, μου αρέσει εδώ πιο πολύ από την Αγγλία, δεν θα ζούσα εκεί με τίποτα. Μου αρέσει το κλίμα της, μου αρέσουν και οι Έλληνες, δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τους ανθρώπους του υπόλοιπου κόσμου. Παντού έχει καλούς ανθρώπους και παντού έχει ρατσιστές.
• Με ενοχλεί που κάθε κυβέρνηση που βγαίνει έχει τον δικό της νόμο. Κάνουμε τόσους αγώνες και ακυρώνονται σε μία μέρα, όλες οι κυβερνήσεις μάς μπερδεύουν. Δεν υπάρχει κάτι σταθερό που να ισχύει όταν έρχεται ο μετανάστης στην Ελλάδα, φτάνεις στο σημείο να μην ξέρεις τι λέει ο νόμος γιατί ο καθένας που ανεβαίνει στην εξουσία καταργεί και κάτι.
• Ονειρεύομαι να έχω την υγεία μου, τώρα που πήρα την ελληνική υπηκοότητα να βοηθήσω όσο περισσότερες γυναίκες, μετανάστριες και πρόσφυγες, μπορώ με τη φωνή μου, γιατί αυτό είναι το όπλο που έχω ‒ τις αόρατες γυναίκες που υποφέρουν, αλλά δεν τους δίνει σημασία κανείς, γιατί είναι πολλά πράγματα που δεν μαθαίνει η κοινωνία. Οι γυναίκες που παλεύουν για τα δικαιώματά τους μου δίνουν μεγάλη δύναμη να συνεχίσω να παλεύω κι εγώ.
• Αυτό που με έχει μάθει η ζωή είναι να αγωνίζομαι. Να βγαίνω στον δρόμο και να φωνάζω για να αλλάξουν τα πράγματα. Πώς το λέει το τραγούδι; «Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία…»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.