ΟΤΑΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΝ καιρό είχα παρακολουθήσει το Social Dilemma του Τζεφ Ορλόφσκι στο Νetflix, δεν είχα αντέξει μέχρι τέλους. Αυτό το υβριδικό ντοκιμαντέρ για την ανεξέλεγκτη ισχύ των κοινωνικών δικτύων έμοιαζε τόσο στρατευμένο στην υπόθεση της καταγγελίας των μέσων, που ανέδιδε οσμή «αποστάτη»: κάποιος βρέθηκε μέσα και ψηλά στον μηχανισμό του Big Tech κι έπειτα, για κάποιους λόγους, άλλαξε στάση και στη συνέχεια μετατράπηκε στον μεγαλύτερο εχθρό του παλιού σπιτιού.
Επειδή στο συγκεκριμένο η αναπαράσταση της χειραγώγησης του χρήστη είχε μια μυθοπλαστική απλοϊκότητα, παρουσιάζοντας ας πούμε τους τεχνικούς και τους μάνατζερ των δικτύων ως συμμορία κακοποιών, μου φάνηκε εμπαθής και τραβηγμένη προσέγγιση στο πνεύμα της θεωρίας περί γενικευμένης χειραγώγησης των προτιμήσεων.
Μήνες αργότερα έκανα κάποιες δεύτερες σκέψεις για το θέμα. Σκεφτόμουν πως για τη δημόσια και πολιτική αξιολόγηση του φαινομένου δεν αρκεί να επικεντρωθεί κανείς στην ψυχολογία πρώην συνεργατών με τη μνησικακία του αποστάτη, ούτε στις κραυγαλέες θεωρίες συνωμοσίας που σίγουρα συνοδεύουν έναν λαϊκίστικο αντικαπιταλισμό. Με τη συνδρομή της εμπειρίας από την πανδημία πιστεύω ότι χρειάζεται να αναγνωρίσουμε απλώς την πραγματικότητα.
Οι πρόσφατες καταγγελίες από τη μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος και πρώην στέλεχος του Facebook Φράνσις Χάουγκεν συναντούν, εν μέρει, όσα παρουσίασε, με ωμό τρόπο, ο Ορλόφσκι. Φυσικά πολλά από αυτά συζητιούνται σοβαρά από χρόνια, σχεδόν από την αρχή της ύπαρξης των δικτύων.
Εδώ παρεμβάλλονται, επίσης, ένας δισταγμός και μια αμφιθυμία, ιδίως όταν μετέχει κανείς ενεργά στην κοινότητα των κοινωνικών δικτύων. Πώς μπορείς να θέτεις ερωτήματα, να κρίνεις, να στρέφεσαι και εναντίον κάποιων διαδικασιών, όντας μέρος τους, και μάλιστα με καθημερινή παρουσία; Δεν είναι υποκρισία, αχαριστία, «σχιζοειδής» και αλλόκοτη αντίδραση; Μπορεί κανείς να είναι «προνομιούχος» κάτοικος του Facebook (και χωρίς παράπονα επί προσωπικού) και την ίδια στιγμή να θεωρεί ότι αυτός ο κόσμος και οι πρακτικές του παρουσιάζουν σοβαρούς κινδύνους;
Νομίζω όμως πως η μετατόπιση της κουβέντας στα προσωπικά δικαιώματα λόγου και κρίσης γελοιοποιεί τη συζήτηση. Διότι εδώ δεν μιλάμε για κάποιον αναχωρητισμό ή για άρνηση του σύγχρονου κόσμου. Κάποιος που εναντιώνεται ρητά στο σύγχρονο τεχνολογικό παράδειγμα (και υπάρχουν τέτοιες φιλοσοφικές και προσωπικές θέσεις που πάνε προς τα κει) πράγματι είναι ευάλωτος στην κριτική –και στη διακωμώδηση ακόμα– από τη στιγμή που συνεχίζει να απολαμβάνει τις δυνατότητες που προσφέρουν αυτά τα μέσα.
Ας αφήσουμε, επίσης, στην άκρη το θέμα των fake news, της παραπληροφόρησης και των εκστρατειών μίσους, που είναι πλευρές που ενδιαφέρουν κυρίως το πολιτικά ενεργό κομμάτι του πληθυσμού και τη στενή δημοσιογραφική σφαίρα. Η μεγαλύτερη εξουσία των social media και του Facebook κατά κύριο λόγο είναι κάτι άλλο: ότι για εκατομμύρια κοινωνικά ενεργούς ανθρώπους η αποσύνδεση έχει γίνει αδιανόητη.
Προφανώς δεν μιλούμε γι’ αυτό. Αναφερόμαστε σ’ εκείνα που έχουν πια επιβεβαιωθεί από την έρευνα, όχι από θεωρητικές αφαιρέσεις ή προκατασκευασμένες ριζοσπαστικές αρνήσεις.
Για παράδειγμα, η περίφημη αλγοριθμική «ενίσχυση» με την οποία οι μηχανές αναζητούν όλο και πιο προσωποποιημένο περιεχόμενο και συγχρόνως την άνοδο του επιπέδου των εντάσεων είναι θέμα υπαρξιακό και σχεδόν οντολογικό: καθορίζει το πώς παράγεται και πως κατανέμεται η διαθέσιμη «κοινωνική πραγματικότητα» στους χρήστες των δικτύων.
Με τη σειρά τους –μην το ξεχνάμε αυτό– αυτοί οι χρήστες είναι πλέον ένας μεγάλος αριθμός πολιτών στις παραγωγικές ηλικίες, πάει να πει ψηφοφόροι, εργαζόμενοι, κομμάτι της βάσης των πολιτικών κομμάτων και ο «λαός» στον οποίο αναφέρεται το Σύνταγμα.
Ας αφήσουμε, επίσης, στην άκρη το θέμα των fake news, της παραπληροφόρησης και των εκστρατειών μίσους, που είναι πλευρές που ενδιαφέρουν κυρίως το πολιτικά ενεργό κομμάτι του πληθυσμού και τη στενή δημοσιογραφική σφαίρα. Η μεγαλύτερη εξουσία των social media και του Facebook κατά κύριο λόγο είναι κάτι άλλο: ότι για εκατομμύρια κοινωνικά ενεργούς ανθρώπους η αποσύνδεση έχει γίνει αδιανόητη. Και πιστεύω ότι αυτό φάνηκε –παρά τη διάθεση για αστεϊσμούς, αυτοσαρκασμό και επίδειξη τάχα αδιαφορίας‒ στα επεισόδια βλάβης και βίαιης αποκοπής που είδαμε πριν από μέρες.
Υποθέτω ότι υπήρξε αληθινός πανικός, αν και μετριασμένος, από την κρυφή πεποίθηση/ελπίδα ότι η αποκατάσταση της βλάβης ήταν θέμα ωρών. Τι θα γινόταν όμως αν η βλάβη μετατρεπόταν σε εξαφάνιση, σε κατάργηση δικτύων και πλατφορμών; Αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα. Αν η αποσύνδεση μοιάζει αδιανόητη, πολύ δύσκολη φαίνεται πια να είναι και μια ελεγχόμενη ή συνετή χρήση που μπορεί να κρατήσει ισορροπίες, μετριάζοντας και την εξουσία των αλγορίθμων.
Αν, για παράδειγμα, θέλει κάποιος ή κάποια να είναι παρών/-ούσα στον χώρο του πολιτισμού, να παρέμβει πολιτικά σε οποιοδήποτε επίπεδο ή να ασκήσει εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν μπορεί να προσπεράσει, να αδιαφορήσει, να σνομπάρει το πεδίο.
Θεωρητικά, υπάρχουν πάντα δυνατότητες για αριστοκρατική μόνωση και η επιλογή της αισθητικής απόστασης με όχημα την κλασική μεταφυσική ιδέα του εγώ που αποφασίζει να «απέχει» από τους τρόπους ζωής των «πολλών». Αυτό το εγώ που πλοηγεί σταθερά τη βούλησή του κόντρα σε θεούς, δαίμονες και σειρήνες είναι μία από τις πιο αδύναμες κατασκευές της δυτικής μεταφυσικής φαντασίας: μπορεί μόνο να υπάρξει κάποιες στιγμές, για σύντομα διαστήματα και για κάποιους, λίγους ανθρώπους. Το εγώ κολυμπάει στην επιθυμία των άλλων και δεν μπορεί να χορεύει μόνο και αύταρκες σε κάποιο δικό του περιθώριο.
Στο μεγάλο επίπεδο και κάδρο, λοιπόν, δεν έχει νόημα να σκέφτεται κάποιος με βάση το προσωπικό του βίωμα αν, λόγου χάρη, η ύπαρξή του εμπλουτίστηκε ή φτώχυνε, αν τελικά έχασε ή κέρδισε στα κοινωνικά δίκτυα, αν έγινε περισσότερο καταθλιπτικός ή αν ανακάλυψε εκφραστικές και επικοινωνιακές ποιότητες που τις είχε στερηθεί στην προ-δικτυακή ζωή του. Άλλωστε, για τους κάτω των τριάντα δεν υπάρχει σύγκριση του πριν και του μετά, μιας «φυσικής» και μιας «ψηφιακής» ύπαρξης.
Όπως, λοιπόν, συζητάμε την πανδημία με διπλή οπτική, και από την πλευρά των προσωπικών στάσεων και με το βλέμμα στους θεσμούς, στις οργανωμένες εκφράσεις και στο Κράτος, με αντίστοιχο τρόπο χρειάζεται να μιλούμε για τα δίκτυα και την ισχύ τους. Έτσι, το γεγονός ότι αυτό το άρθρο θα αναρτηθεί στη σελίδα μου στο Facebook και θα περάσει από τη γνωστή «αξιολογική κλίμακα» των likes δεν σημαίνει κάτι για το ίδιο το επιχείρημα. Σημαίνει μόνο ότι κάποιος που έχει μια στήλη με κείμενα γνώμης ή διαθέτει και ορισμένες άλλες ιδιότητες στο πανεπιστήμιο και αλλού είναι πολύ δύσκολο να απέχει από αυτόν τον χώρο δημοσιότητας.
Από κει και πέρα, το πρόβλημα των κοινωνικών δικτύων δεν είναι ένα κακό πρόσωπο ή μια διευθυντική ομάδα κερδοσκόπων, ούτε καν ότι έχει δημιουργηθεί μια τεράστια αγορά πληροφορίας και επιθυμίας. Είναι περισσότερο ζήτημα κοινωνικής εξουσίας και τεχνολογικής κατάχρησης. Είναι μια ψηφιακή απορρύθμιση αντίστοιχη με τις άλλες απορρυθμίσεις των ψυχικών και κοινωνικών μας κόσμων. Αυτά θα μπορούσαν να ελεγχθούν αποτελεσματικότερα, να έχουν ένα σοβαρό φορολογικό τίμημα (για τους επιχειρηματίες του τεχνοκαπιταλισμού) ή να «δεθούν» με καλύτερες ρυθμίσεις και πολύ πιο αυστηρά πρωτόκολλα.
Δεν θέλω, όμως, να προβάλω εδώ τη γνωστή μεταρρυθμιστική αισιοδοξία που όσο απαραίτητη και αν είναι, μου φαίνεται σαν άτονη διευθέτηση και ξώφαλτσος χειρισμός. Υπάρχει κάτι λειψό στην παράθεση χρήσιμων και καλών ιδεών όπως αυτές που συναντά κανείς στα αιτήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των αρχών προστασίας του καταναλωτή κ.λπ.
Δεν θα λείψουν, πιστεύω, οι τεχνολογίες της ρύθμισης και ο περιορισμός των πιο ακραίων δυναμικών, έστω στο συμβολικό επίπεδο. Η αφελής αναρχοκαπιταλιστική ιδεολογία που είχε συνδεθεί με την αρχική ορμή των κοινωνικών δικτύων έχει υποχωρήσει ή από καιρό έχει γίνει ρητορική κοινωνικής και εταιρικής υπευθυνότητας. Είναι βέβαιο πως τα επιτελεία του Facebook θα εμφανιστούν ως τεχνο-σοσιαλδημοκράτες οπαδοί των παγκόσμιων ρυθμίσεων, έστω κι αν ο αλγόριθμος ευνοεί τους πολέμους ταυτότητας και τους ναρκισσιστικούς εθισμούς που επιτείνουν τους κοινωνικούς κατακερματισμούς.
Ας παραδεχτούμε, λοιπόν, ότι οι πολιτικές, οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο πεδίο των κοινωνικών δικτύων δεν μπορούν να καταργήσουν τον ανθρωπολογικό κίνδυνο. Ένας τέτοιος κίνδυνος αναδύεται, άλλωστε, από την ίδια την υπόσχεση των κοινωνικών δικτύων: μια δημοκρατία των άπειρων εγώ που κερδίζουν μέρα και νύχτα τη δανεική τους αθανασία, υφαίνοντας έναν κόσμο από τον οποίο δεν μπορούν να φανταστούν οποιαδήποτε έξοδο παρά ως έκπτωση και υποβιβασμό, περιθωριοποίηση και προσωπική αποτυχία.
Τουλάχιστον ας έχουμε επίγνωση πως ζούμε στη σκιά ενός ανθρωπολογικού κινδύνου και ότι αλλάζει ανεπίστροφα η ύφανση του αισθητού κόσμου. Ακούγεται κάπως τρομακτικό οντολογικά, όμως αυτό φαίνεται να συντελείται στη σκηνή στην οποία κινούμαστε. Δεν συμβαίνουν μόνο οι ανώδυνες αναρτήσεις μας, τα σχόλια, οι επιθέσεις των εκάστοτε «εχθρών» μας ή οι αγάπες και οι τρυφερές χαρές των φίλων μας. Πέρα και έξω από την αισθητική ή την καθημερινή ηθική των «ποσταρισμάτων» και των ενημερώσεων παράγονται νέες μορφές ζωής και αισθητηριακής εμπειρίας.
Όπως έχουν γράψει πολλοί και σημαντικοί άνθρωποι, το θεμελιώδες εδώ είναι ο χρόνος και οι χρήσεις του. Η εξουσία πάνω στον χρόνο των ανθρώπων, η αγορά διαθεσιμότητας και την ίδια στιγμή η αδυναμία των ατόμων –όσο «ισχυρών» κι αν είναι– να προφυλάξουν έναν πυρήνα ενδόμυχης ζωής: αυτά δείχνουν το πρόβλημα και την ίδια στιγμή πιστοποιούν και την εξαιρετικά άβολη και αβέβαιη λύση του.
Ορθολογικότητα δεν είναι πια να προσποιείται κανείς πως με κάποιες λογικές μετατροπές μπορεί να παραμεριστούν οι παθολογίες των δικτύων, ούτε, πολύ περισσότερο, πως τα σκοτάδια τους δεν υπάρχουν, αφού στο βασίλειο των δικτύων όλα τα υποκείμενα και οι κόσμοι αυτοπραγματώνονται σε ένα παιχνίδι χωρίς νοητό κέντρο.
Πιο ορθολογική είναι τώρα η συνείδηση των ανθρωπολογικών κινδύνων και η προσπάθεια, η πολιτική και πνευματική, να αναπτυχθεί μια νέα κριτική σκέψη εξίσου ξένη προς τον εξωραϊσμό της διακυβέρνησης των αλγορίθμων και τον εστέτ καταστροφισμό που παραιτείται εκ των προτέρων, με την ικανοποίηση πως έχει συμβεί ήδη η προαναγγελθείσα καταστροφή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.