ΟΙ ΕΠΤΑ ΩΡΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΜΕ χωρίς Facebook, Instagram, Messenger και WhatsApp ήρθαν την ώρα που το Facebook βρίσκεται στη δίνη του μεγαλύτερου σκανδάλου στην ιστορία του. Τα «Facebook files», μια διαρροή εγγράφων από ένα πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του Facebook, τη Frances Haugen, ξεκίνησαν να δημοσιεύονται στη «Wall Street Journal» στις 17 Σεπτεμβρίου και επιβεβαιώνουν πολλά από αυτά που γνωρίζαμε –ή τουλάχιστον υποπτευόμασταν– ήδη.
Το Facebook γνώριζε ότι προωθεί fake news, ειδικά σε σχέση με τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού, τη βία και το μίσος ανά τον κόσμο, αλλά δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να το εμποδίσει.
Το μόνο που ίσως προκάλεσε έκπληξη ήταν τα σχέδια που είχε για παιδιά και εφήβους. Προκειμένου να προσπεράσει το COPPA (Children’s Online Privacy Protection Rule), τη νομοθεσία των ΗΠΑ που ορίζει ότι δεν μπορείς να μαζεύεις data παιδιών κάτω των 13 ετών, το μέσο θέλησε να φτιάξει το Instagram kids, μια πλατφόρμα για παιδιά 10 με 12 ετών, ενώ εξέταζε και την ιδέα να δημιουργήσει ένα messenger app για παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 και 12 ετών.
Το Facebook, βέβαια, όπως σημειώνει και η Helen Lewis στο «Αtlantic», απ’ ό,τι φαίνεται από τα έγγραφα, μάλλον το απασχολεί περισσότερο το γεγονός ότι οι νέοι το θεωρούν βαρετό και ξεπερασμένο. Χαρακτηριστικά, ένα 11χρονο αγοράκι φέρεται να λέει «το Facebook είναι για γέρους – εκεί γύρω στα 40».
Το Facebook το απασχολεί περισσότερο το γεγονός ότι οι νέοι το θεωρούν βαρετό και ξεπερασμένο. Χαρακτηριστικά, ένα 11χρονο αγοράκι φέρεται να λέει «το Facebook είναι για γέρους - εκεί γύρω στα 40».
Τα νούμερα εν μέρει αποδεικνύουν ότι έχει δίκιο. Ενώ παγκοσμίως η νούμερο ένα ομάδα χρηστών είναι η ηλικία 25-34, τα ποσοστά στις ομάδες 18-24 και 13-17 πέφτουν σταθερά, την ίδια ώρα που τα ποσοστά του σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας όλο και αυξάνονται.
Ο δυτικός κόσμος προηγείται σε αυτή την τάση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι άνω των 45 αποτελούν πλέον το 35,2% των χρηστών της πλατφόρμας.
Πολλά από τα ποστ και τα tweets της επόμενης ημέρας, πάντως, έβγαζαν μια αμηχανία – σαν όλοι να προσπαθούσαμε να πείσουμε το κοινό μας ότι μπορούμε ακόμα να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας. («Καλέ, τι ωραία που περάσαμε/Πόσο ανάγκη είχαμε αυτήν τη γλυκιά ησυχία»).
Οι άνω των 35 πεθυμήσαμε τον αναλογικό κόσμο – το εξιδανικευμένο παρελθόν που το κεφάλι μας δεν θύμιζε κυψέλη, οι μπουκαμβίλιες άνθιζαν στον ήλιο, διαβάζαμε τα βιβλία ολόκληρα και το κινητό ήταν κάτι που χρησιμοποιούσαμε για να στέλνουμε sms («Έχουν πέσει τα WhatsApp groups μου και δεν μπορώ να μιλήσω με τα παιδιά», μου είπε ο Θ. τη Δευτέρα το βράδυ. «Ίσως πρέπει να τους στείλω sms», πρόσθεσε και εγώ απάντησα σαρκαστικά «χο χο χο χο»). Στην πραγματικότητα, η ψυχή του Facebook ακόμα και στη χώρα μας είναι άνθρωποι άνω των 40.
Η θεωρία μου είναι πως ένας σίγουρος τρόπος να διακρίνεις κάποιον που περνά κρίση μέσης ηλικίας είναι να μετρήσεις τα στάτους του στο Facebook: τρία την ημέρα = άπλετος ελεύθερος χρόνος («μα είναι εργαλείο για τη δουλειά μου», «χμμμ»). Δέκα στάτους την ημέρα = βαθιά, ντροπιαστική κρίση μέσης ηλικίας λίγο πριν από την αγορά μιας Alfa Romeo και την εμφύτευση μαλλιών.
Πέρα από την πλάκα, βέβαια, πολλές αντιδράσεις έβγαζαν έναν βαθύ φόβο – και δικαίως. Οι επτά ώρες χωρίς τρία από τα πιο δημοφιλή social media ήταν μια σύντομη αλλά εξαιρετικά τρομακτική υπενθύμιση του τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση σε έναν ψηφιακό κόσμο: 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως χρησιμοποιούν καθημερινά Facebook, Instagram και WhatsApp.
Το ρεπορτάζ των «New York Times» το περιέγραψε εξαιρετικά γλαφυρά: ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου στο Νέο Δελχί που διαφήμιζε το φαγητό του μέσω Facebook και έπαιρνε παραγγελίες μέσω WhatsApp δεν μπόρεσε να δουλέψει, ενώ το ίδιο ακριβώς συνέβη και σε έναν gamer στο Κλίβελαντ που πληρωνόταν μέσω του Facebook gaming.
Το Facebook και το WhatsApp είναι εξαιρετικά δημοφιλή στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική, σε κάποιες χώρες μάλιστα αποτελούν το βασικό σύστημα επικοινωνίας.
Είναι μάλλον αργά πια για να σταματήσει η ψηφιακή παγκοσμιοποίηση. Το μόνο σίγουρο είναι πως το Facebook, αν και μόλις 17 ετών, περνάει ήδη τη δική του κρίση μέσης ηλικίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.