«ENAΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ», έλεγε ο Φιτζέραλντ, «πρέπει να γράφει για τους νέους της δικής του γενιάς, τους κριτικούς της επόμενης και τους ακαδημαϊκούς δασκάλους του μέλλοντος».
Ογδόντα και κάτι χρόνια από το θάνατό του, τι απήχηση μπορεί να έχει άραγε το μυθιστόρημά του «Τρυφερή είναι η νύχτα» (1937) σε κάποιον νέο, ή λιγότερο νέο, που το διαβάζει για πρώτη φορά; Πιθανότατα η ματιά του να μην είναι απολύτως παρθένα. Κριτικοί και ακαδημαϊκοί έχουν από καιρό αποφανθεί πως ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους Αμερικανούς συγγραφείς του περασμένου αιώνα, ενώ η ζωή και το έργο του σπάνια εξετάζονται χωριστά.
Ας υποθέσουμε, εν τούτοις, ότι ο σημερινός αναγνώστης ξεχνάει ό,τι έχει ακούσει ή διαβάσει για το μυθικό ζεύγος Φράνσις και Ζέλντα. Ότι δεν αναζητάει τις αυτοβιογραφικές καταβολές του βιβλίου κι αδιαφορεί για το ποιοι ήταν οι πραγματικοί παραθεριστές της Γαλλικής Ριβιέρας που ενσάρκωσαν τη «χαμένη γενιά» της ευημερίας, στα χρόνια του μεσοπολέμου. Ας υποθέσουμε ότι αρκείται στην ιστορία που αφηγείται ο Φιτζέραλντ, πρόθυμος ν’ ανακαλύψει τι εξερεύνησε εκείνος λογοτεχνικά.
Θα βρεθεί λοιπόν μπροστά στο σπαραξικάρδιο χρονικό ενός γάμου, μέσα από την εξιστόρηση της θεραπείας μιας ψυχασθενούς και, ταυτόχρονα, μπροστά στο χρονικό της αυτοκαταστροφικής πορείας ενός πολλά υποσχόμενου κάποτε επιστήμονα, μέσα από την απομυθοποίηση του αστραφτερού, ματαιόδοξου και τόσο δυστυχισμένου τελικά κόσμου των πλουσίων.
Σε μια εποχή όπου -αλίμονο- οτιδήποτε ανάλαφρο εξακολουθεί να εκθειάζεται κι όπου το χρήμα, ως αξία, εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα, το υπόγειο βάσανο, ο σαρκασμός και η ειρωνεία που απλώνονται στο μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ λειτουργούν παραδόξως ανακουφιστικά.
Στο «Τρυφερή είναι η νύχτα» (μετ. Μ. Μακρόπουλος, Μεταίχμιο) ο Φιτζέραλντ καταγράφει εμμέσως, μέσα από τα βλέμματα τρίτων, τη σταδιακή φθορά της σχέσης του ψυχίατρου Ντικ Ντάιβερ και της χαρισματικής σχιζοφρενούς συζύγου του Νικόλ, χωρίς να τηρεί χρονολογικές συμβάσεις. Ξεκινάει τη μυθιστορηματική του σύνθεση μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας και ανεμελιάς, συνεχίζει μ’ ένα τεράστιο φλας μπακ και επιστρέφει στο παρόν με ισχυρές δόσεις απελπισίας.
Όμορφοι, ευκατάστατοι και ευφυείς, οι Ντάιβερ και τα δυο τους παιδιά, ξεκαλοκαιριάζουν μεταξύ ιταλικών συνόρων και Μασσαλίας. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει, τα γαλλικά παράλια είναι της μόδας και ένας συρφετός από αργόσχολους κοσμικούς συναγωνίζονται μεταξύ τους στην επίδειξη υλικής ευδαιμονίας.
Ωστόσο, μια υποψία πλανιέται στον αέρα: πίσω από την ειδυλλιακή εικόνα των Ντάιβερ κρύβεται κάποιο μυστικό. Και παράλληλα, ανθίζει ένα φλερτ: ο Ντικ είναι έτοιμος να παραδοθεί στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, μιας νεαρής ηθοποιού που έχει μόλις ξεκινήσει την καριέρα της στο Χόλιγουντ.
Κατά την αποκαλυπτική αναδρομή στο παρελθόν, ο αναγνώστης μαθαίνει όλα όσα έχουν προηγηθεί: για την αιμομικτική σχέση της Νικόλ με τον πατέρα της που την έχει οδηγήσει σε ελβετική κλινική, για το πώς ο γάμος της με τον Ντάιβερ έγινε δεκτός με ανακούφιση από την οικογένειά της –αν δεν υπήρχε ο Ντικ κάποιος άλλος γιατρός θα έπρεπε ν' «αγοραστεί»–, για το πέρασμα του ζευγαριού από την συνωμοτική ευτυχία στην αποξένωση, τη μοναξιά και την προδοσία.
Εκπρόσωπος ενός απερχόμενου κόσμου γεμάτου ιδανικά, ο Ντικ Ντάιβερ απομυθοποιεί σταδιακά τον απαστράπτοντα εσμό που τον περιβάλλει. Και καθώς η Νικόλ είναι έτοιμη ν’ απαγκιστρωθεί από αυτόν, επειδή ουσιαστικά δεν τον έχει ανάγκη πια, ο ίδιος βυθίζεται όλο και περισσότερο στο αλκοόλ.
Αυτός που κάποια στιγμή, παρασυρμένος από τον ίλιγγο, ονειρευόταν «πάρτι με καβγάδες και ξελογιάσματα», πάρτι «με ανθρώπους που θα γυρίσουν σπίτι τους με πληγωμένα αισθήματα», εγκαταλείπει ηττημένος τη γιορτή. Επιστρέφει από την Ευρώπη στην Αμερική αλλά είναι ανήμπορος να ολοκληρώσει τη φοβερή πραγματεία που ονειρευόταν από νέος. Η μεγαλύτερή του ιατρική επιτυχία, η γιατρειά της Νικόλ, ήταν μοιραίο να προκαλέσει και το δικό του τέλος…
Σε μια εποχή όπου –αλίμονο– οτιδήποτε ανάλαφρο εξακολουθεί να εκθειάζεται κι όπου το χρήμα, ως αξία, εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα, το υπόγειο βάσανο, ο σαρκασμός και η ειρωνεία που απλώνονται στο μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ λειτουργούν παραδόξως ανακουφιστικά. Πίσω από τις τρυφερές μας νύχτες μπορεί να κρύβεται μεγάλος πόνος, άλλο αν κανείς δεν θέλει να το παραδεχτεί ανοιχτά.
Η λογοτεχνία, όμως, και η ουσία της ζωής πάνε πάντοτε μαζί.