Στο πολύ πρόσφατο Η Ζωή Συνεχίζεται, ο Χοακίν Φίνιξ μάς κάλυψε για τη σεζόν όσον αφορά την ενηλικίωση μέσα από την POV αφήγηση του πεφωτισμένου θείου. Στην ιστορία του Μάικ Μιλς υπήρχε τουλάχιστον η πρωτοτυπία στην αισθητική απόδοση, την ατμόσφαιρα και τις οικογενειακές δυναμικές.
Το Tender Bar βασίζεται στο αυτοβιογραφικό χρονικό της ανατροφής του βραβευμένου με Πούλιτζερ δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζέι Αρ Μέρινγκερ, για τον οποίο μάλιστα διαβάσαμε τις προάλλες πως επελέγη να γράψει πλαγίως την αυτοβιογραφία του καταδικασθέντα για πολλαπλούς βιασμούς, πορνοστάρ Ρον Τζέρεμι.
Ο μικρός αναγκάζεται να μετακομίσει στο πατρικό της οικογένειας, μαζί με τον παππού, τη γιαγιά και τον θείο Τσάρλι, που διατηρεί το μπαρ Ντίκενς, μια απρόσμενη κοιτίδα πολιτισμού που δεν περιορίζεται στον τίτλο, αλλά κρύβει πολλά πολύτιμα αναγνώσματα ανάμεσα στα ποτά – έναν θησαυρό μυθιστορημάτων για το εκπαιδευμένο μάτι.
Η μητέρα του τον μεγαλώνει μόνη της, αφού ο πατέρας, γνωστός και ως «η Φωνή» στο τοπικό δίκτυο των παραγωγών, τον συντροφεύει μόνο μέσα από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές, αφού εμφανίζεται σπανίως ή με ντροπιαστική καθυστέρηση, εκτός από τη διατροφή που μονίμως χρωστά, και στα διάσπαρτα ραντεβού του με τον γιο του, σαν φαντομάς που καταζητείται, συνήθως πιωμένος, με λυμένο το ζωνάρι για καυγά κι ένα ύφος συνοικιακού ροκ σταρ.
Πάντως, αν πάρουμε σοβαρά υπόψιν μας πως στο πρώτο τέταρτο ακούγεται καθαρά από το ραδιόφωνο το Love will Find a Way των Pablo Cruise, που κυκλοφόρησε και έγινε επιτυχία το 1978, ενώ η ταινία εκτυλίσσεται σαφώς το 1973, τότε οι οιωνοί δεν είναι καλοί.
Η απουσία προτύπου υποκαθίσταται από την αγωγή ανδρικής ευγένειας που παρέχει ο Τσάρλι στον ανιψιό και περιλαμβάνει συμβουλές για τα αυτοκίνητα, τα λεφτά και τα κορίτσια, μαζί με τη συνειδητοποίηση πως, κάτω από την τάση για τζόγο και τις χαμένες ευκαιρίες μιας ζωής, ο σοφός πλην loser μπαρίστα με τα ανομολόγητα απωθημένα για κάτι καλύτερο στη ζωή κρύβει φιλολογικό ταλέντο και ανιχνεύει τις δυνατότητες και τη δίψα του μικρού για ακαδημαϊκή γνώση και επαγγελματική διάκριση.
Βασικά ο Τζέι Αρ (σε μια από τις μόνιμα αστείες επωδούς του έργου, δεν έχει απάντηση σε όποιον τον ρωτάει για τα αρχικά του ονόματός του, που απλώς παραπέμπουν, χωρίς φαντασία, στο junior) ψάχνει την ταυτότητά του, ελλείψει οποιασδήποτε ταύτισης με τον πατέρα, παρά τις φιλότιμες και υπομονετικές του προσπάθειες για προσέγγιση, ενώ το όνειρο της μητέρας του να φοιτήσει σε ένα από τα μεγάλα πανεπιστήμια, εν προκειμένω στο Yale, δεν είναι παρά ένα βήμα για τη γνωριμία του με τη μεγάλη περιπέτεια εκεί έξω και την καταγραφή της μέσω της ιδιότητας του συγγραφέα.
Ως Τσάρλι, ο Μπεν Άφλεκ τσιμπάει άνετα το περίβλημα του ρόλου και δεν χρειάζεται να κοπιάσει για να γίνει πειστικός. Αντίθετα, ο Τάι Σέρινταν παίζει με μονότονη εγκράτεια τον νεόφυτο που σιωπά και αφουγκράζεται χαμογελώντας τα πάντα γύρω του, μέχρι να ξεσπάσει και να μεγαλώσει εκ των περιστάσεων.
Αν υπάρχει κάτι αξιοπρόσεκτο στο Τρυφερό Μπαρ, που διαφέρει από τα συνηθισμένα στέκια μέθης και πολυλογίας, είναι η έξυπνη αποφυγή της υπερδραματοποίησης της απόρριψης: ο σκηνοθέτης Τζορτζ Κλούνεϊ δεν μετατρέπει τις χυλόπιτες (που βασικά είναι μία και ενδιαφέρουσα) και τις επαγγελματικές αποτυχίες στην πρώτη του δοκιμή στους New York Times, σε θεαματικές σκηνές ζωής και θανάτου. Αντ’ αυτού, τις συνδέει με την επόμενη φάση, που υποδέχεται τον Τζέι Αρ στην αμηχανία της πεζής πραγματικότητας.
Πολύ θα ήθελε να βιώνει μια κινηματογραφική στιγμή ή, πιο ταιριαστά, τη συγκίνηση ενός ήρωα από τις σελίδες αγαπημένου του βιβλίου, αλλά δυστυχώς προσγειώνεται σε έναν ακόμη στενό διάδρομο, μέχρι φυσικά το βροντερό φινάλε, όπου όλα τα κλισέ καταπλακώνουν τον σε βαθμό αδιαφορίας, διακριτικό χειρισμό του υλικού της ζωής του Μέρινγκερ.
Δεν είναι σίγουρο πόσες ποιητικές άδειες και δραματουργικές ελευθερίες από τον συγγραφέα πήρε ο Κλούνεϊ στο Tender Bar για να το φέρει στα liberal μέτρα του. Πάντως, αν πάρουμε σοβαρά υπόψιν μας πως στο πρώτο τέταρτο ακούγεται καθαρά από το ραδιόφωνο το Love will Find a Way των Pablo Cruise, που κυκλοφόρησε και έγινε επιτυχία το 1978, ενώ η ταινία εκτυλίσσεται σαφώς το 1973, τότε οι οιωνοί δεν είναι καλοί.
Με δεδομένο πως και το πολύ πρόσφατο Licorice Pizza του Πολ Τόμας Άντερσον, επίσης γνώστη και λάτρη της εποχής, που την έχει μάλιστα γευτεί ελλιπέστερα από πρώτο χέρι, λαμβάνει χώρα ακριβώς το ίδιο έτος, είναι σίγουρο πως η ελκυστική και φιλόξενη δεκαετία του '70 δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε ταινία που θέλει να χωρέσει σύγχρονα σχόλια σε μεγάλους γιακάδες, καμπάνες παντελόνια, μυώδη αμάξια και τσίλικο soundtrack.
Το «Tender Bar» προβάλλεται στη streaming πλατφόρμα του Prime Video.