Το έργο ξεκινάει με γκρο πλαν της Έλενας Ακρίτα να λέει: «Είμαι η Λογική». Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται για ένα απλό γκρο πλαν αλλά για την απόπειρα να φαντάζει το κεφάλι της σαν πλανητικό σώμα ή θεϊκή μορφή που πλανάται στο σύμπαν, κάτι που προκύπτει από το φόντο γύρω της, που θα μπορούσε να θεωρηθεί αστρική σκόνη ή διαστημική κινηματογραφική λήψη του ουράνιου στερεώματος.
Η συμμετοχή της κ. Ακρίτα στο καλλιτεχνικό αυτό πρότζεκτ είχε εξαρχής κεντρίσει την περιέργεια, επειδή, προτού αναβληθεί λόγω Covid το ανέβασμά του στην Εναλλακτική, είχε διαρρεύσει η πληροφορία ότι τα ΦΥΤΑ σχεδίαζαν να την παρουσιάσουν στη σκηνή ως ένα μεγαλειώδες ολόγραμμά της που θα δέσποζε στον χώρο και θα κέρδιζε με το σπαθί του μια μπαρόκ-μη-μπαρόκ διάσταση.
Τώρα όμως που η κωμωδία με ένα «ήλθον, είδον, ενίκησα» κατακτά την οθόνη σε λιγότερο από ένα λεπτό από την έναρξη του έργου, ο θεατής σχηματίζει την εντύπωση ότι η «τρολιά» δεν θα έχει τέλος σ’ αυτή την παραγωγή και τρίβει τα χέρια του προκαταβολικά από την ευχαρίστηση.
Ωστόσο, υπάρχει και κάτι που του φρενάρει την απόλαυση: τα λόγια, τα οποία παραμένουν μέχρι το τέλος του έργου προβληματικά και βάζουν τρικλοποδιά σε κάθε έξαψη και προσδοκία. Η αιτία είναι ότι το λιμπρέτο είναι γραμμένο σαν κοινό, πρόχειρο κείμενο, του επιπέδου μιας απλής δημοσίευσης σε προσωπικό μπλογκ, άνευ ειδικής επεξεργασίας, χάρη στην οποία θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει ότι το κείμενο θα συνδεόταν τονικά με τη μουσική για την οποία γράφτηκε και ότι αυτό θα του συμβεί διασώζοντας τις λέξεις του από διαστρέμματα και στραμπουλήγματα.
Είναι κρίμα να έχεις την ελευθερία (και τη χρηματοδότηση) να ασχοληθείς με ένα θέμα τόσο ευαίσθητο, τόσο καίριο πολιτικά και τόσο συγκινητικό, για το οποίο ως δημιουργική ομάδα έχεις εξαρχής αποδεχτεί ότι θα το εντάξεις στη φόρμα μιας εξαιρετικής παλαιάς και άκρως υποβλητικής δραματικής μουσικής, και τελικά το αποτέλεσμα να μην πετυχαίνει τον στόχο του να συγκινήσει πραγματικά το κοινό.
Πέραν αυτών των δυσλειτουργιών, το λιμπρέτο είναι παραγεμισμένο και με ανοικονόμητες ξυλώδεις εκφράσεις – εκείνα τα τρομερά λεκτικά κλισέ του queer ακτιβιστικού λόγου που είναι δύσμοιρα έρμαια αγγλισμών δίχως έλεος. Κι έτσι, ακόμη κι αν καταφέρεις να συγκεντρώσεις την προσοχή σου για να ακούσεις τα λόγια, εξακολουθείς να αναρωτιέσαι γιατί πρέπει να κοπιάζεις τόσο πολύ για να το πετύχεις και ποιο είναι το νόημα τού να «καλουπώνονται» όλα αυτά στη μουσική του Μοντεβέρντι. Κατ’ επέκταση, αναρωτιέσαι και γιατί οι δημιουργοί, εφόσον ήθελαν να δουλέψουν με αυτό το λιμπρέτο, δεν έγραψαν πρωτότυπη μουσική για το σύνολό του, η οποία δεν θα τους το ροκάνιζε.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ζητημάτων είναι ότι, στα σημεία όπου η μουσική «αποτραβιέται» προς όφελος του στίχου, ακούς το λιμπρέτο και ανατριχιάζεις. Ενώ στα σημεία όπου η μουσική θριαμβεύει επί του στίχου, σου περνά από το μυαλό η ιδέα ότι το λιμπρέτο είναι γραμμένο σε κάποια ξένη γλώσσα, την οποία αναγνωρίζεις ως οικεία με έναν τρόπο, αλλά, επειδή δεν τη μιλάς, δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
Ωστόσο, τα σημεία όπου ακούς μεν τα λόγια, αλλά δεν τα παρακολουθείς, είναι εκείνα που σου αποκαλύπτουν πόσο πραγματικά καλοί είναι οι μουσικοί και οι τραγουδιστές – αλάνθαστοι τελειοθήρες, προικισμένοι και ταλαντούχοι - αιχμάλωτοι.
Το χάσμα μεταξύ της μουσικής και του λιμπρέτου μικραίνει ή και κλείνει κατά σημεία, όπως είναι ας πούμε το «επαναστατικό ιντερλούδιο», όπου τα λόγια πατούν σε πρωτότυπες συνθέσεις για την περίπτωση και έχουν περισσότερη συγγένεια με την οπερέτα απ’ ό,τι με την όπερα.
Σε ό,τι αφορά τα εικαστικά ερεθίσματα που προσφέρει το έργο, τα πράγματα είναι σαφώς πιο βατά. Κυριαρχεί η πρόθεση διακωμώδησης των πάντων κατά τον τρόπο με τον οποίο το κάνουν συνήθως τα ΦΥΤΑ, δηλαδή χωρίς ενδοιασμούς. Αυτό προσφέρει τις πιο ευχάριστες νότες του καλλιτεχνικού εγχειρήματος, καθώς και μικρο-εκπλήξεις που συχνά ξεπηδούν από χαιρέκακες-χαριτωμένες μικρο-προσβολές συμβόλων, με ιδιαίτερη προτίμηση στα εθνικά και τουριστικά.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον ευδιάθετο κανιβαλισμό τουριστικών συμβόλων, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τα ΦΥΤΑ είναι οι μόνοι σπεσιαλίστες του είδους και θα άξιζε να τους βγάλει κάποιος το καπέλο.
Ωστόσο, το πιο καλοδουλέμενο και εμπνευσμένο στοιχείο της παράστασης είναι τα κοστούμια που δημιούργησε η σπουδαία drag πολυ-καλλιτέχνις Daglara. Με αναφορές στη space age, στο glam rock αλλά και στην disco, μεταπλάθει ταυτόχρονα όλα αυτά τα στοιχεία σε κάτι εντελώς άλλο και κυρίως σε κάτι απολύτως απροσδόκητο και εκκεντρικό. Πρόκειται για ένα μοτίβο που ξαφνιάζει ευχάριστα και φτιάχνει το κέφι. Είναι μάλλον εμπνευσμένο από το δικτυωτό μέρος μιας κεντρικής μάσκας αυτοκινήτου Audi και έχει τυπωθεί σε ύφασμα από το οποίο είναι φτιαγμένο το μπούστο και τα μανίκια των τεσσάρων βασικών κοστουμιών, τα οποία, χάρη σ’ αυτό, στέκονται άψογα και ως φουτουριστικό σχήμα μεταφοράς ενός μπαρόκ φρουφρού.
Το κοστούμι του Ορφέα, που είναι το πιο επιτηδευμένο σε διάκοσμο, στολίζεται επίσης με το σήμα της Audi καθώς και με κάτι από το σήμα της Honda, ενώ έχει τα πιο εντυπωσιακά μπαρόκ-μη-μπαρόκ μανικέτια.
Γενικότερα, όμως, το ενδυματολογικό έργο στο σύνολό του έχει συνοχή, στυλ, έπαρση και φαντασία αντάξια μιας συλλογής της haute couture. Επιπλέον, έχει δραματουργικό ρόλο, που είναι η ουσιωδέστερη κατάκτηση κάθε ενδυματολογικής δουλειάς. Και επίσης δεν λειτουργεί «ξεκάρφωτα» σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου – τουναντίον, τα στηρίζει κατά σημεία, όταν εκείνα τρεκλίζουν.
Η απόφαση της Εναλλακτικής Λυρικής Σκηνής να ανεβάσει σε queer εκδοχή τον «Ορφέα» του Μοντεβέρντι ήταν πολύ τολμηρή, ρηξικέλευθη και για τους λόγους αυτούς αξιοθαύμαστη. Επίσης, ήταν σωστή η επιλογή της να εμπιστευτεί την ιδιοφυή ιδέα που πρότειναν τα ΦΥΤΑ για μια queer μετάπλαση του μύθου του Ορφέα, ο οποίος, ως γνωστόν, κατεβαίνει στον Άδη για να αναζητήσει και να διεκδικήσει να φέρει πάλι στη ζωή την αγαπημένη του Ευρυδίκη.
Αυτό που παρακολουθεί, λοιπόν, ο θεατής είναι μια ιστορία έρωτα σε ένα υποθετικό, απώτερο μέλλον, στο οποίο ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι ανοικτά ομοφυλόφιλος και επιχειρεί να επαναφέρει στη ζωή τον άδικα σκοτωμένο σύντροφό του (ο οποίος χάθηκε με έναν τρόπο βάναυσο και εξοργιστικό, όπως ο δολοφονημένος Ζακ Κωστόπουλος).
Όμως, κατά την πορεία από τον θεωρητικό σχεδιασμό του πρότζεκτ προς την υλοποίησή του, πολλά πράγματα μάλλον πρέπει να λοξοδρόμησαν και να χάθηκαν.
Είναι κρίμα να έχεις την ελευθερία (και τη χρηματοδότηση) να ασχοληθείς με ένα θέμα τόσο ευαίσθητο, τόσο καίριο πολιτικά και τόσο συγκινητικό, για το οποίο ως δημιουργική ομάδα έχεις εξαρχής αποδεχτεί ότι θα το εντάξεις στη φόρμα μιας εξαιρετικής παλαιάς και άκρως υποβλητικής δραματικής μουσικής, και τελικά το αποτέλεσμα να μην πετυχαίνει τον στόχο του να συγκινήσει πραγματικά το κοινό.
Γιατί το κοντινότερο που νιώθει ο θεατής σε συγκίνηση είναι μια ξηροστομία, επειδή, κάθε τόσο, ενόσω βλέπει τη βιντεο-όπερα, του πέφτει το σαγόνι και μένει εκεί πεσμένο σαν παράλυτο για πολλή ώρα, με αποτέλεσμα να στεγνώνει το στόμα του.
Ωστόσο, ας διατυπωθεί και μια εικασία, η οποία ίσως αποτελεί κίνητρο για να επιδιώξει κάποιος να δείξει ενδιαφέρον γι’ αυτή την ταινία. Ο «ORFEAS2021», για τα δεδομένα της ΕΛΣ, δεν έχει προηγούμενο και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχει συνέχεια. Αυτή η απομόνωσή του σε μια στιγμή του χρόνου τον κάνει ακόμα πιο μοναδικό και «ανάδελφο» απ’ όσο είναι έτσι κι αλλιώς. Επίσης, είναι βέβαιο –σε καθένα λεπτό του– ότι εκλαμβάνει τον εαυτό του ως κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι πληροί τα βασικά κριτήρια για να θεωρηθεί cult.
Θα ήταν πιθανό, λοιπόν, μέσα στα επόμενα χρόνια να δημιουργηθεί ένα ρεύμα υπέρ της και με τον καιρό να αποδειχθεί ότι είναι κάτι σαν το ιδιωτικό «Rocky Horror Picture Show» της ΕΛΣ, τηρουμένων των αναλογιών και με προσαρμογές στα μέτρα, στα σταθμά και στην παράδοσή της.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είναι λίγο να έχεις πετύχει ένα δυνατό cult.
Βιντεο-όπερα «ORFEAS2021», βασισμένη στην όπερα «L’Orfeo» του Κλαούντιο Μοντεβέρντι.
Προβολή στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στις 19 & 26 Ιανουαρίου 2022, ώρα έναρξης: 21.30 (με αγγλικούς υπότιτλους).