Ο πρόωρος χαμός του Μπάμπη Αργυρίου, στις 12 Ιανουαρίου, αναθέρμανε και αναζωογόνησε πάμπολλες μνήμες.
Εν τω μεταξύ όλοι έχουν δικαίωμα στις μνήμες. Κι εκείνοι που ήταν έφηβοι ή μεγαλύτεροι στα μέσα του ’80 και ζούσαν μαζί με τα σχέδια του Μπάμπη κι εκείνοι που ήταν μικροί ή και αγέννητοι την ίδια εποχή, και που ανασυνέθεσαν αργότερα τα δρώμενα, παρακολουθώντας τις on line δραστηριότητές του, ακούγοντας τους δίσκους που κυκλοφόρησε στην εταιρεία του, και διαβάζοντας τα περιοδικά και τα βιβλία, που ο ίδιος είχε προλάβει να τυπώσει.
Όλοι είχαν, και έχουν, δικαίωμα σ’ αυτή τη «θλιβερή γιορτή» – και το λέμε, γιατί γράφτηκαν πολλά και διάφορα κείμενα, όλα αφιερωμένα σ’ έναν άνθρωπο, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταγραφή, την αξιολόγηση και την διάχυση της ροκ πληροφορίας, στην Ελλάδα, μετά τα μέσα του ’80.
Ο Μπάμπης Αργυρίου, όπως όλοι ξέρουν πλέον, ήταν πολλά πράγματα ταυτόχρονα ή σταδιακά – που όμως περιστρέφονταν, όλα, γύρω από τη μουσική, και βασικά από το ροκ. Το ροκ, κυρίως, όπως αυτό αναγνωριζόταν στα έιτις και μετά απ’ αυτά. (Προσωπικά αντιλαμβάνομαι το ροκ ως το μεγάλο κάδρο, και όλα τα υπόλοιπα –και το πανκ ανάμεσα– ως υποκουλτούρες του).
Είναι σίγουρο επίσης πως για να περιγράψεις πλήρως τον Μπάμπη, ως φαν, προμότερ, γραφιά, παραγωγό, εκδότη ή ό,τι άλλο, θα πρέπει να αναφερθείς σε όλες τις διαστάσεις του, να τοποθετήσεις στη σειρά άπασες τις δραστηριότητές του.
Ο Μπάμπης Αργυρίου, όπως όλοι ξέρουν πλέον, ήταν πολλά πράγματα ταυτόχρονα ή σταδιακά – που όμως περιστρέφονταν, όλα, γύρω από τη μουσική, και βασικά από το ροκ. Το ροκ, κυρίως, όπως αυτό αναγνωριζόταν στα έιτις και μετά απ’ αυτά.
Αυτό έκαναν πολλοί όλες τις προηγούμενες μέρες – και καλώς έπραξαν. Χρειαζόταν. Γιατί πολύς κόσμος δεν γνώριζε τον Μπάμπη Αργυρίου στην ολότητά του. Και κάποιοι που δεν τον ήξεραν καθόλου, ή τον ήξεραν απ’ έξω-απ’ έξω, διάβασαν και έμαθαν πολλά.
Νομίζουμε, όμως, πως τώρα, καθώς απομακρυνόμαστε από το γεγονός της απώλειάς του, φθάνει η ώρα για να γραφτούν και κάποια πιο εξειδικευμένα κείμενα, που να μην μοιάζουν με νεκρολογίες.
Να αξιολογηθούν, δηλαδή, κάποια από τα «πράγματα», που άφησε πίσω του ο Μπάμπης, να ριχτεί φως, ξεχωριστά, σε επιμέρους δραστηριότητές του, ώστε να φανεί τελικά για ποιο λόγο ακριβώς υπήρξε σημαντικός αυτός ο άνθρωπος – και πρώτα-πρώτα εκείνη την εποχή, του ξεκινήματός του.
Και κάπως έτσι σ’ αυτό το κείμενο θα σταθούμε στο θεσσαλονικιώτικο fanzine του Μπάμπη Αργυρίου και μόνο σ’ αυτό, το Rollin Under, που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1985, για να πάει μέχρι και το τέλος του 1991, διαγράφοντας μια διαδρομή σχεδόν επτά ετών.
Αυτή η εξαετία-επταετία, που χοντρικά καλύπτει το διάστημα από το πέρας του βρετανικού new wave μέχρι και την έκρηξη του grunge στην Αμερική, χαρακτηρίζεται βασικά από ’κείνο που ονομάζουμε «εναλλακτικό» ή alternative ροκ.
Είναι το ροκ που έχει τις ρίζες του στα σίξτις και τα σέβεντις, σε βρετανικά και αμερικάνικα γκρουπ του ’60 και του ’70 εννοούμε, και που αν δεν επιχειρεί να αναβιώσει εκείνο το ροκ, πιστά ή λιγότερο πιστά, μέσα από την «νεο-ψυχεδέλεια» και το τότε αναθερμασμένο garage-punk, επιχειρεί να το προσπεράσει ή και να το ανατρέψει, με τα πιο πειραματικά, industrial, anarcho-punk και γενικότερα post-punk συγκροτήματα.
Για όλα αυτά το Rollin Under ήταν εκεί, για να προβάλλει, να ενημερώσει, να κρίνει και να καταγράψει.
Γιατί, θα ρωτήσει κάποιος, άλλα περιοδικά δεν υπήρχαν;
Υπήρχαν τα τρία βασικά μουσικά περιοδικά της εποχής (που ασχολούνταν και με την «ξένη» μουσική), ο «Ήχος & Hi-Fi», το «Ποπ & Ροκ» και η «Μουσική», αλλά και στα τρία αυτά περιοδικά υπήρχε σοβαρό έλλειμμα ροκ πληροφορίας.
Κατ’ αρχάς το «Ποπ & Ροκ» ήταν προσανατολισμένο περισσότερο προς την ποπ – και εννοούμε με αυτό πως ασχολιόταν πιο πολύ με τα γκρουπ και τους καλλιτέχνες (της ποπ και του ροκ), που κυριαρχούσαν στους καταλόγους των επιτυχιών. Εντάξει, αυτός ήταν ο κανόνας και εξαιρέσεις υπήρχαν, μέσα σε κάθε τεύχος, αλλά ήταν εξαιρέσεις (όπως εξαίρεση ήταν η αναφορά στους anarcho-punk Crass σε δύο τεύχη του 1983). Επίσης το «Ποπ & Ροκ» δεν κάλυπτε βαθιά την ελληνική σκηνή, που είχε ανέβει πάρα πολύ, μετά τα μέσα του ’80, και με χώρους, και με events και με δισκογραφία.
Η «Μουσική» μετά τα μέσα του ’80 βρισκόταν σε σταδιακή πτώση, με αποτέλεσμα μετά το 1988 να αλλάξει ακόμη και προσανατολισμό (με περισσότερες ηχο-τεχνικές σελίδες).
Ο «Ήχος & Hi-Fi» ήταν από την αρχή ένα περιοδικό «ηχο-μουσικό» και όχι καθαρά μουσικό, όμως, από τα τρία αυτά περιοδικά, εκεί... μετά τα μέσα του ’80, ήταν ο «Ήχος» που πληροφορούσε σοβαρά και εναλλακτικά – τόσο με άρθρα (πορτρέτα-συνεντεύξεις καλλιτεχνών, αφιερώματα), όσο και με στήλες (“Eight Miles High”, «Συνεισαγωγές» κ.λπ.).
Γενικά υπήρχε πενία, όμως.
Και αυτό συνέβαινε, γιατί τα «πράγματα» καθορίζονταν από μία πολύ βασική παράμετρο, που σχετιζόταν με τους δίσκους οι οποίοι τυπώνονταν από τις ελληνικές εταιρείες. Οπότε αυτοί ακριβώς οι δίσκοι είχαν την μερίδα του λέοντος στην ύλη των περιοδικών, στις δισκοκριτικές κ.λπ. Αν ένας σημαντικός δίσκος δεν τυπωνόταν στην Ελλάδα, για τους χι ψι λόγους, παρέμενε, για τα mainstream έντυπα, μία άγνωστη ποσότητα.
Αυτή την «παράδοση» έσπασαν τα fanzines στην δεκαετία του ’80, με πρώτο και καλύτερο το Rollin Under
Το fanzine, χοντρικά, δεν εξαρτιέται από τα πρόμο των μεγάλων εταιρειών, καθώς συνδέεται, κυρίως, με το γούστο και την «τρέλα» του κάθε συντάκτη. Του συντάκτη, δηλαδή, που αγοράζει τους δίσκους από την τσέπη του, έχοντας την όρεξη να γράψει για ’κείνους. Αυτό είναι ένα πολύ βασικό στοιχείο, που διαφοροποιεί το fanzine από το mainstream έντυπο.
Βεβαίως, κάποιες φορές, η «εξάρτηση» απλώς παίρνει άλλο χρώμα, καθώς και οι μικρές, εναλλακτικές εταιρείες προδικάζουν συχνά μία ανάλογη αντιμετώπιση.
Ορισμένες φορές, εννοούμε, έβλεπες συντάκτες να γράφουν πιο ελεύθερα για τους δίσκους μιας πολυεθνικής και περισσότερο «γαντζωμένα», για τους δίσκους μιας ανεξάρτητης εταιρείας. Τέτοιου τύπου εξαρτήσεις υφίστανται γενικά, και όσο πιο παρεΐστικη είναι ορισμένες φορές, μια δουλειά, τόσο πιο εγκλωβισμένη και ανατροφοδοτούμενη μοιάζει.
Πάντως το Rollin Under του Μπάμπη Αργυρίου είχε μια ισορροπία, και «εξαρτήσεις» που δεν έβγαζαν μάτι. Κι αυτό μετράει. Και κάνει, τελικά, την διαφορά – διαφορά που πιστώνεται στους ανθρώπους, που βρίσκονταν από πίσω.
Το Rollin Under ξεκίνησε τελείως ταπεινά, ως ένα φωτοτυπημένο περιοδικάκι, μεγέθους μισού Α4 και 24 σελίδων, τον Φλεβάρη του 1985, για να εξελιχθεί με τα χρόνια σ’ ένα «κανονικό» και πλήρες έντυπο.
Η καλύτερη περίοδος του Rollin Under, που συμπίπτει και με την τελευταία μουσική αναλαμπή των έιτις, ήταν την διετία 1988-89, όταν κυκλοφόρησαν τα πιο μεστά τεύχη του, με την καλύτερη ύλη και τις περισσότερες επεκτάσεις σε θέματα και πέραν της μουσικής (σε άλλες Τέχνες εννοούμε), αλλά και σε θέματα βαθύτερα, γύρω από τη μουσική, που είναι τα πιο δύσκολα και συγχρόνως τα πιο ουσιαστικά, συναρπαστικά και διαχρονικώς ενδιαφέροντα. Εκείνα που «ανοίγουν» το μυαλό και το βάζουν να σκέφτεται... πέρα από τα «νούμερο 1» (mainstream ή indie), τις δισκογραφίες και τις εργο-βιογραφίες.
Και το Rollin Under, και σ’ αυτόν τον πολύ δύσκολο τομέα, παίρνει «καλό» ή και «πολύ καλό» βαθμό, για ’κείνα τα χρόνια, κρινόμενο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα.
Έχω τα τεύχη του Rollin Under μπροστά μου και τα ξεφυλλίζω... Ανασύρονται μνήμες, αρχίζω να θυμάμαι διάφορα τινά – παρέες, φίλους, στέκια, δίσκους… Μια καλή εποχή!
Και γιατί ήμασταν νέοι, και γιατί ρουφούσαμε ό,τι έπεφτε στην αντίληψή μας από ’δω κι από ’κει, αλλά και γιατί είχαμε αρχίσει να το ψάχνουμε κάπως παραπάνω, διαβάζοντας ξένα βιβλία και περιοδικά, επικοινωνώντας, δι’ αλληλογραφίας, με εταιρείες του εξωτερικού, συγκροτήματα και καλλιτέχνες, ετοιμάζοντας παράλληλα και τις δικές μας ανάλογες προσπάθειες, στη «χρυσή», θα την λέγαμε σήμερα, εποχή των fanzines.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως μπορεί να υπάρχει Rollin Under τεύχος #1 και Rollin Under τεύχος #25, αλλά δεν υπάρχουν όλα τα ενδιάμεσα νούμερα! Για παράδειγμα δεν υπάρχουν τεύχη #5, #6, #7, #8, #11, #12, ενώ υπάρχει τεύχος #13, αλλά και τεύχος «Δεκατοτρίτο», ενώ δεν υπάρχει τεύχος #24 (το οποίο ήταν μόνο... κασέτα!).
Γενικά υπάρχουν διάφορα «κενά» και αλλοπρόσαλλά μετρήματα, κάτι που δίνει στο εγχείρημα του Μπάμπη και της παρέας του και κάποια cult χαρακτηριστικά. Τέτοια έκανε και ο Λεωνίδας Χρηστάκης στα σέβεντις με τα περιοδικά του «Κούρος» και “Panderma” βασικά, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως οι 20ρηδες του ’85, στη Θεσσαλονίκη, ήξεραν σώνει και καλά τον Χρηστάκη.
Τεύχος «Δεκατοτρίτο»
Τεύχος «Δεκατοτρίτο», Μάρτιος-Απρίλιος 1988. Διευθύνοντες: Μπάμπης Αργυρίου – Γιάννης Πλόχωρας. Ανταποκριτής στην Αθήνα: Μπάμπης Χαλάτσης. Συνεργάτες: Βασίλης Γιάτσης, Πάνος Κονιδάρης, Γιάννης Τσακώνης, Κώστας Αποστολίδης, Παναγιώτης Βλάχος.
Στο εξώφυλλο ο Blaine L. Reininger και οι Ολλανδοί The Ex. Στο οπισθόφυλλο οι Γκούλαγκ.
Τα θέματα: Tuxedomoon, Died Pretty, Disorder, The Ex, The Fall, The Feelies, Naked Prey, Jonathan Richman, Pastures in Heaven, Mr Hyde is Bleeding. Τα δύο τελευταία ονόματα αφορούσαν σε ελληνικά συγκροτήματα, παντελώς άγνωστα σήμερα, που δεν είχαν δίσκους. Γίνονταν τέτοια. Να «παίζουν» στα εξώφυλλα ονόματα πρωτοφανέρωτα και άγνωστα. Κι αυτό «μαγκιά» των fanzines.
Στο «Δεκατοτρίτο» Rollin Under μπορεί να κυριαρχεί το αφιέρωμα στους Tuxedomoon, και στα υπόλοιπα γκρουπ, αλλά υπάρχουν και άλλα θέματα που κάνουν τη διαφορά. Για παράδειγμα το άρθρο «Τα παπούτσια από τον τόπο μας δεν είναι πλέον μπαλωμένα», με αναφορές σε ελληνικά γκρουπ, που ηχογραφούσαν τότε δίσκους και κασέτες (Villa 21, Sex Beat, Κρυπτογράφημα, Chapter 24, Μωρά στη Φωτιά, Γκομπιντιμπού, Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ, Libido Blume κ.λπ.) και με καταγραφή των fanzines της περιόδου (Miz Maze, Βρωμιά, Ανοικτή Πόλη, Ψυχαγωγός, Σκιά, Κτήνος, Κοντροσόλ στο Χάος, Β-23 κ.λπ.). Έπαιρνες λοιπόν μια καλή μυρωδιά για το τι έπαιζε σε ηχογραφήσεις και εκδόσεις.
Υπήρχαν επίσης αναφορές σε βιβλία (ανάμεσα και το περίφημο «Στο περιθώριο...» του Günter Wallraff), κόμιξ, απόπειρες λογοτεχνικών και ποιητικών κειμένων και άλλα διάφορα.
Όλα ταιριαστά τακτοποιημένα στις ασπρόμαυρες σελίδες, με στησίματα και κοψίματα περίεργα, «πάνκικης» αισθητικής, και με το πλαίσιο να δουλεύει πολύ.
Τεύχος #14
Στο επόμενο τεύχος, το #14 (Μάιος-Ιούνιος 1988) κυριαρχούσε ο Nick Cave, αλλά υπήρχαν αφιερώματα και σε άλλα γκρουπ (Waterboys, Yo, 23 Envelope, Lord John, No Man’s Land κ.λπ.), μαζί ειδήσεις για δίσκους, συναυλίες, θέατρο και βιβλία, συν κόμιξ, «σινερομάντσα» και άλλα διάφορα.
Το πολύ βασικό εδώ ήταν η αναφορά σε ξένα fanzines (Maximum Rock n’ Roll, Option, Bucketfull of Brains, Forced Exposure, από τον ίδιο τον Μπάμπη, ο οποίος έδινε και διευθύνσεις για επικοινωνία. (Δεν ήταν μοναχοφάης ο άνθρωπος).
Τεύχος #16
Στο τεύχος #16 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1988) οι σελίδες έχουν ανέβει στις 92. Στο εξώφυλλο βλέπουμε τους Lost Bodies (τον Θάνο με τον Αντώνη), ενώ «μέσα» διαβάζουμε για Jesus and Mary Chain, Sonic Youth, Lydia Lunch, Band of Susans, Morel, Last Drive, Triffids κ.λπ.
Στη συντακτική ομάδα οι Μπάμπης Αργυρίου, Γιάννης Πλόχωρας, Μπάμπης Χαλάτσης, Λάμπρος Σκουζ, Πάκης Τζιλής, Δημήτρης Κάζης, Λεωνίδας Βελδεμίρης κ.ά.
Ξεχωρίζει το αφιέρωμα στον Φανταστικό Κινηματογράφο (μεσαίο μέρος), η συνέντευξη με τους Morel, η πληροφόρηση για τα άλλα fanzines και βεβαίως η μεταφρασμένη συνέντευξη των Sex Pistols στον Kris Needs (του βρετανικού ροκ περιοδικού ZigZag), από τον Ιούνη του 1977, εκεί όπου, ανάμεσα σε άλλα, αντιλαμβάνεσαι και τη σύγχυση που επικρατούσε στους κόλπους του πανκ.
«Οι PISTOLS δε φαίνεται να εκτιμούν και πολλές απ’ τις καινούργιες μπάντες, ειδικά αυτές που τραγουδούν το “τι τρομερό που είναι να ζεις με το επίδομα ανεργίας”. JOHNNY ROTTEN: “Είναι εντελώς χαζό. Ηλιθιότητες. Καθόλου τρομερό δεν είναι να ζεις με το επίδομα ανεργίας... έχει πολύ πλάκα να πληρώνεσαι που δεν κάνεις τίποτα”».
Tεύχος #17
Στο τεύχος #17 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1989) το Rollin Under προβάλλει Noise Promotion Company και Γκούλαγκ, και ακόμη Go-Betweens, Marc Almond, Radio Birdman, The Steppes, Band of Holy Joy, 13 Engines, Maja Thurup, Αmerican Music Club κ.λπ.
Η γραφιστική του τεύχους είναι ακόμη καλύτερη, με πολύ ωραία στησίματα (κάθετο, που απλώνεται σε δυο σελίδες), ωραίους συνδυασμούς-εναλλαγές άσπρου-μαύρου και άλλα διάφορα τεχνάσματα, ενώ από τα αφιερώματα είναι χρήσιμο ένα που αναφέρεται στις ελληνικές επανεκδόσεις ψυχεδελικών δίσκων από τα σίξτις (με κάποια ενδιαφέροντα κριτικά σημειώματα του Πάκη Τζιλή).
Επίσης να μην ξεχάσουμε πως σ’ αυτά τα τεύχη υπάρχει ανάμεσα κι ένα φύλλο mail-order, απ’ όπου μπορούσες ν’ αγοράσεις σε καλές τιμές δίσκους καινούριους και μεταχειρισμένους, όπως και κασέτες.
Ας πούμε στο order του τεύχους #17 πουλιόταν το LP «Χορός για Μουσική» των Χωρίς Περιδέραιο με 400 δραχμές – δηλαδή με το 1/3 της τιμής των κοινών δίσκων ελληνικής κοπής της εποχής. Κανείς δεν αγόραζε Χωρίς Περιδέραιο το 1989 και ο δίσκος τους ήταν στα αζήτητα. Μην κοιτάτε τώρα, που για μια αξιοπρεπή κόπια του συγκεκριμένου άλμπουμ πρέπει να δώσεις 300 ευρώ.
Άλλα τεύχη
Φυσικά, ενδιαφέροντα κείμενα, που ξεπερνούσαν το στάνταρ των συνεντεύξεων με συγκροτήματα και καλλιτέχνες ή με τις ειδήσεις-παρουσιάσεις δίσκων, περιοδικών και βιβλίων, υπήρχαν και σε άλλα τεύχη – και το λέμε αυτό, δίχως να υποτιμούμε και την πιο αναμενόμενη δουλειά.
Για παράδειγμα η συνέντευξη του σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη στο τεύχος #13, το καλό αφιέρωμα στους Monty Python και η αναφορά στον Henry Miller στο τεύχος #18 (Ιούνιος 1989), η παρουσίαση των σπουδαίων Legendary Pink Dots στο τεύχος #δεκατοέννατο (το πρώτο, που ορίζει την «νέα εποχή», με το πέρασμα από την γραφομηχανή στη φωτοσύνθεση), τα κείμενα για H.P. Lovecraft και Lester Bangs στο τεύχος #21, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα τεύχη που κυκλοφόρησαν με ένθετες κασέτες στην αρχή (“Give Bees a Chance”, “No Dogs Fly Here” κ.λπ.) και με 45άρια στη συνέχεια (Yo, Όρα Μηδέν), μέσω του label του περιοδικού Lazy Dog ή τις αναφορές, σε διάφορα τεύχη, σε συγκροτήματα με κάποιο ειδικότερο πολιτικό βάρος (όπως ήταν οι Dead Kennedys για παράδειγμα).
Tεύχος #15
Άφησα για λίγο πριν το τέλος το τεύχος #15 του Rollin Under (από Σεπτέμβριο-Αύγουστο 1988 – αναφέρεται πρώτα ο Σεπτέμβριος και μετά ο Αύγουστος!). Το τεύχος αυτό είναι ίσως το καλύτερο που κυκλοφόρησαν ποτέ ο Μπάμπης και οι φίλοι του, και αξίζει να το έχει κάποιος, στη βιβλιοθήκη του, μαζί με τα καλά βιβλία του για το ροκ, και τη μουσική γενικότερα. Τόσο καλό είναι!
Δύο είναι εδώ τα θέματα που ξεχωρίζουν, πέρα από τα κλασικά (Gun Club, Lydia Lunch, Christian Death, Deja Voodoo, Smiths κ.λπ.).
Το πρώτο αναφέρεται στην ψυχεδέλεια και είναι γραμμένο από τον Julian Cope (δημοσιευμένο για πρώτη φορά σ’ ένα τεύχος του βρετανικού NME το 1983). Το να μεταφράζεις καλά κείμενα από ξένα περιοδικά είναι κι αυτό «μαγκιά» και το Rollin Under το έπραττε από καιρού εις καιρόν.
Εντάξει, ο Julian Cope δεν είναι κάποιος τρομερός γραφιάς (παρότι τα βιβλία του “Krautrocksampler”, “Japrocksampler” κ.λπ. έχουν γνωρίσει εκδοτική επιτυχία). Είναι βασικά fan και σαν fan γράφει εντελώς προσωπικά, με αυθάδεια και με αφορισμούς (που επιτείνονται από την θέση που έχει στα πράγματα, ως ένας αναγνωρισμένος μουσικός και τραγουδοποιός). Μπορεί να σε τσαντίζουν πολλές φορές αυτά που γράφει, αλλά όταν κάποιος ξέρεις πως θα σε τσαντίσει, και παρά ταύτα δεν ξεκολλάς, τελικά μάλλον έχει τον τρόπο να σε ελκύει.
«Είναι οι υπόλοιποι που μας ενδιαφέρουν. Είναι οι υπόλοιποι που έφτιαξαν τη μουσική. Όχι Grateful Dead, όχι Quicksilver Messenger Service, όχι οι Moody Blues. Αυτοί που πρέπει να μας ενδιαφέρουν είναι οι δεκαεπτάχρονοι απ’ το Μπέρμινχαμ ως το Αλμπουκέρκι που παίρνουν άσιντ και προσπαθούν να παίξουν τα παλιά ριφφς του Van Morrison και των Stones».
Αν είναι ποτέ δυνατόν να βάλουμε τους 17χρονους από την... Αλμπουκέρκη, δίπλα στους Grateful Dead και στους Quicksilver! Και πιο κάτω:
«Αλλά μέσα στα 70s αυτά τα LPs (σ.σ. αναφέρεται σε δίσκους των Seeds, Chocolate Watchband, Remains, Electric Prunes κ.ά.) πουλιόνταν δίπλα σε σκουπίδια όπως Strawberry Alarm Clock, Josefus, Blue Cheer, Bubble Puppy και οτιδήποτε της International Artists (σ.σ. τεξανέζικη εταιρεία που είχα ανάμεσα σε άλλα, στο ρόστερ της, και τους 13th Floor Elevators). Πρέπει ν’ ακούσεις όλα τα άλμπουμ της International Artists, για να καταλάβεις ότι τα μόνα απαραίτητα από κει μέσα είναι τα LP των Elevators».
Ας μην μπλέξουμε όμως εδώ με το τι είναι «σκουπίδια» ή τι σημαίνει «απαραίτητα», γιατί θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Να υπενθυμίσω μόνο πως στην International Artists ηχογραφούσαν οι Red Crayola (Mayo Thompson κ.ά.), με τους οποίους είχε ενθουσιαστεί έως και ο Μάνος Χατζιδάκις (κάποιος που δεν ήταν τότε 20χρονος-25χρονος εννοούμε).
Ροκ και πολιτική
Τα mainstream μουσικά περιοδικά, χοντρικά, δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με την πολιτική και τα κοινωνικά ζητήματα, που άπτονταν της κουλτούρας – και άρα και της μουσικής και του τραγουδιού. Και κάπως έτσι αραιά και πού διάβαζες κάτι, που να είχε νόημα και αξία εκείνη την εποχή (δεύτερο μισό των έιτις), στα γνωστά έντυπα.
Στα fanzines, τώρα, η πολιτική δεν απουσίαζε, αλλά συχνά αυτή συνδεόταν με την αναρχο-αυτονομία (και κατ’ επέκταση με το anarcho-punk) ή με την άκρα αριστερά έστω (σπανιότερα). Ίσως, γιατί πολλά ελληνικά γκρουπ, απ’ αυτά στα οποία αρέσκονταν να γράφουν τα fanzines, έπαιζαν σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και σε καταλήψεις, εμφανιζόμενα σε events, που έπαιρναν αφορμή από διάφορα πολιτικά ζητήματα της καθημερινότητας και στα οποία ο «χώρος» είχε ένα λόγο.
Σε όλο αυτό το σκηνικό, στο κρυφό στόχαστρο των συντακτών βρισκόταν βασικά η αριστερά –γιατί σ’ ένα φανερό βρισκόταν είτε η ακροδεξιά είτε η «συντήρηση», που τότε την αντιπροσώπευε το κυβερνόν ΠαΣοΚ–, στην οποία αριστερά πολλοί της καταμαρτυρούσαν, ακόμη και τότε, στο τελείωμα των έιτις, έναν σκεπτικισμό, στην καλύτερη περίπτωση ή μία απόρριψη, στη χειρότερη, της «ξένης μουσικής» και βασικά της αγγλο-αμερικανικής. Προσωπικά θα πω πως τούτο συνέβαινε εντελώς άδικα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα.
Σε όλο αυτό το σκηνικό, στο κρυφό στόχαστρο των συντακτών βρισκόταν βασικά η αριστερά –γιατί σ’ ένα φανερό βρισκόταν είτε η ακροδεξιά είτε η «συντήρηση», που τότε την αντιπροσώπευε το κυβερνόν ΠαΣοΚ–, στην οποία αριστερά πολλοί της καταμαρτυρούσαν, ακόμη και τότε, στο τελείωμα των έιτις, έναν σκεπτικισμό, στην καλύτερη περίπτωση ή μία απόρριψη, στη χειρότερη, της «ξένης μουσικής» και βασικά της αγγλο-αμερικανικής.
Έρχεται λοιπόν το Rollin Under σ’ αυτό το τεύχος, το #15, να δώσει το λόγο σε μια μεγάλη μορφή του παλαιού ροκ (το οποίο παλαιό ροκ ήταν χοντρικά απόν από τα fanzines, με την εξαίρεση του garage και της «ψυχεδέλειας» των σίξτις), τον ντράμερ των σημαντικότατων Henry Cow, και επίσης συνθέτη, στιχουργό και θεωρητικό του ροκ και της ποπ, τον μαρξιστή Chris Cutler (γενν.1947).
Βεβαίως ο Chris Cutler δεν ήταν κάποιος κολλημένος μουσικός, καθώς, μετά την διάλυση των Henry Cow (1978) και την ώθηση που είχε δώσει στο προοδευτικό κίνημα Rock In Opposition, είχε δημιουργήσει την περίφημη εταιρεία Recommended Records (1978), περνώντας από συγκροτήματα με σοβαρό μουσικό και κοινωνικό λόγο στα τέλη του ’70 και στα έιτις πια, όπως ήταν οι Art Bears, οι Cassiber, οι News from Babel, οι Pere Ubu κ.λπ.
Το Rollin Under, σαν έντυπο, δεν ασχολιόταν, γενικώς, μ’ αυτού του τύπου τα γκρουπ, τα πιο avant-garde να πούμε, αλλά εν πάση περιπτώσει είχε εκτιμήσει τη σκέψη και το λόγο του μαρξιστή (δίχως δογματικές περιχαρακώσεις) και όχι αναρχικού Chris Cutler, αφιερώνοντάς του κάποιες σελίδες.
Δεν χρειάζεται να πούμε πως αυτές οι σελίδες είναι από τις πιο σημαντικές, που έχουν τυπωθεί ποτέ σε ελληνικά μουσικά περιοδικά (mainstream ή fanzines) και αυτό τιμά οπωσδήποτε το Rollin Under, τον Μπάμπη Αργυρίου και τους φίλους του.
Να μεταφέρουμε λοιπόν εδώ μερικές από τις σκέψεις του Chris Cutler, ενός μουσικού που χαίρει τεράστιου σεβασμού (και) από το μυημένο ελληνικό κοινό, έχοντας επισκεφθεί κάποιες φορές και τη χώρα μας, παίζοντας ακόμη και με δικούς μας οργανοπαίκτες.
Λέει ο Chris Cutler στο Rollin Under, από μια συζήτησή του στην Αθήνα, με τους Βασίλη Γιάτση και Άρη Πολυχρονάκη, που είχε γίνει τον Μάιο του 1988 (απομαγνητοφώνηση-μετάφραση Πάνου Κονιδάρη):
«Όσον αφορά τις θεωρητικές μου δραστηριότητες έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο “File Under Popular” που προσεγγίζει τη φύση της pop μουσικής από θεωρητική σκοπιά. Επίσης έχω κάνει μερικά άρθρα για το ζήτημα της δεξιότητας (τεχνική).
Σε μια κουλτούρα, η οποία να είναι σε θέση να αποκαλείται κουλτούρα, όλοι μοιράζονται κάποια ικανότητα ή γνώση – δεν πρόκειται για ζήτημα γούστου, μου αρέσει ή όχι, αλλά έχει να κάνει με τον αν κάτι είναι καλό ή όχι. Ένας ξυλουργός π.χ. είναι εύκολο να διακρίνει αν μια καρέκλα είναι καλά ή όχι φτιαγμένη, δεν τίθεται θέμα αν του αρέσει ή όχι, αλλά αν είναι φτιαγμένη καλά ή όχι.
Έτσι λειτουργεί μια αυθεντική κουλτούρα – στο πλαίσιό της ο καθένας μπορεί να διακρίνει κάτι που είναι καλό από κάτι που δεν είναι.
Σε μια συναυλία αφρικανικής μουσικής όλοι μπορούν να κάνουν με τα χέρια τους ενδιαφέροντες ρυθμούς, εκεί όπου ένας με διαφορετική κουλτούρα θα περιοριζόταν σε απλά κτυπήματα. Το ξέρουν, γιατί έχουν μεγαλώσει κάνοντάς το.
Για να μπορείς να επεμβαίνεις με έξυπνο τρόπο σε μια κουλτούρα, κάνοντας κάτι καινούργιο, θα πρέπει να τη γνωρίζεις σε βάθος.
Δυστυχώς οι σημερινοί νέοι δύσκολα μπορούν να κάνουν τέτοιες διακρίσεις, ενώ στη δεκαετία του ’60, αν είχες ένα, μικρό έστω, ενδιαφέρον, για την pop μουσική μπορούσες σχεδόν αμέσως να αναγνωρίσεις τις καινοτομίες ενός καλλιτέχνη (π.χ. το wah-wah pedal της κιθάρας), χωρίς να είσαι ο ίδιος μουσικός. Πήγαινες στις συναυλίες για να προσέξεις τον τρόπο που ένας μπασίστας ή ένας ντράμερ έπαιζε.
Σήμερα οι μηχανές έχουν τον πρώτο λόγο και το κοινό αρκείται στο να καταναλώνει τα προϊόντα της μουσικής βιομηχανίας, ενώ η τεχνική τείνει να εκλείψει.
Όταν όμως η τεχνική πεθαίνει, τότε πεθαίνει και η κουλτούρα, οι σημασίες αντικαθίστανται από το “γούστο”, μου αρέσει / δεν μου αρέσει, που είναι καταναλωτικής φύσης, σχετιζόμενο με τη διαφήμιση και τη μόδα – “θέλω αυτό, γιατί πληρώνω, γιατί είναι τα λεφτά μου”.
Αυτό σημαίνει πως οι μουσικοί αναγκάζονται να αναπτύξουν ένα νέο είδος “τεχνικής”, την ικανότητα να “διαβάζουν” αυτό που μπορεί να φέρει τα απαιτούμενα κέρδη.
Η βιομηχανία ωθεί τους δημιουργούς να κατασκευάζουν αυτό που ο κόσμος θέλει να αγοράσει ή κάνουν τον κόσμο να αγοράσει αυτό που έχει ήδη κατασκευαστεί.
Δεν ενδιαφέρονται πλέον για τις πραγματικές ανάγκες του κόσμου –αυτό έκανε ο καπιταλισμός 90 χρόνια πριν–, αλλά παράγουν οτιδήποτε και μετά επενδύουν χρήματα για να το πουλήσουν (promotion-διαφήμιση), δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο πλαστές ανάγκες.
Αυτό είναι το κεντρικό θέμα των άρθρων μου (...).
(...) Πιστεύω πως, ναι, ο Μαρξισμός είναι αποτελεσματικό εργαλείο κοινωνικής ανάλυσης και κριτικής. Είναι το τελευταίο σκαλί της σκάλας, δεν μπορούμε να τον ξεπεράσουμε, γιατί δεν έχουμε ξεπεράσει τις συνθήκες που τον γέννησαν.
Φυσικά από την εποχή που γράφτηκε το Κεφάλαιο πολλά έχουν αλλάξει και πολλές από τις προβλέψεις του Μαρξ δεν επαληθεύτηκαν.
Ο καπιταλισμός αποδείχτηκε πιο ευέλικτος και ανθεκτικός απ’ ό,τι ο δογματικός μαρξισμός προέβλεψε – για παράδειγμα καμιά επανάσταση δεν έγινε ακόμη στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Μεταπολεμικά οι αστοί θεωρητικοί επεξεργάστηκαν και ο καπιταλισμός πραγμάτωσε την έννοια του “κράτους πρόνοιας” στα πλαίσια του οποίου υποτίθεται η εργατική τάξη λύνει το πρόβλημά της. Η ηγεμόνευση της άρχουσας ιδεολογίας στις λαϊκές μάζες βοήθησε ώστε να υπάρξει η απαραίτητη συναίνεση. Το αόρατο τίμημα είναι η συνεχώς αυξανόμενη υποτέλεια των χωρών του Τρίτου Κόσμου.
Η γενική τάση που ο Μαρξ διέγνωσε, το ότι δηλαδή “οι πλούσιοι θα γίνονται όλο και πιο πλούσιοι και οι φτωχοί όλο και πιο φτωχοί” αποδεικνύεται γενικά ορθή, εφόσον εξετάσουμε τον κόσμο σφαιρικά και δούμε ότι ο Τρίτος Κόσμος καταπιέζεται από στυγνά φασιστικά καθεστώτα.
Αυτό είναι το τίμημα από τη λεγόμενη ευημερία του Δυτικού Κόσμου, που και αυτή είναι αμφίβολη.
Ο κλασικός μαρξισμός λοιπόν ήταν απόλυτα ικανός να αναλύσει τους κινδύνους.(…)
Ο μαρξισμός δεν είναι Βίβλος, δεν είναι έργο κάποιου “ανωτέρου” πλάσματος και δεν μπορείς να αναφέρεσαι σε Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, για να επικυρώσεις μια θέση με τον ίδιο τρόπο που ένας πιστός αναφέρεται στη Βίβλο. Θέλω να πω ότι ο Στάλιν ήταν ευτυχής να αναφέρεται στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και βεβαίως γνωρίζουμε το “έργο” του.
(...) Δεν νομίζω ότι η μουσική καθαυτή έχει πολιτική ροπή. Ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολιτικά κάτω από ορισμένες συνθήκες.
Για παράδειγμα στη Νότια Αφρική υπάρχουν τραγούδια που εκφράζουν την αντίσταση του κόσμου και τα οποία τραγουδιούνται στις διαδηλώσεις και όταν δέχεσαι επιθέσεις από την αστυνομία.
Σ’ αυτή την περίπτωση η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τους απαγορεύσει να τραγουδάνε και είναι προτιμότερη αυτή η στάση από το να φωνάζεις “γουρούνια”, όπως κάνουμε στην Αγγλία.
Το τραγούδι εκφράζει κάτι που τα συνθήματα δεν μπορούν να εκφράσουν, υπάρχει μια θετική φόρτιση όταν πολλοί άνθρωποι τραγουδάνε μαζί, γιατί αισθάνονται ότι το τραγούδι είναι δικό τους. Μόνο σ’ αυτή την περίπτωση η μουσική αποκτά πολιτικό χαρακτήρα, ο οποίος δεν είναι απαραίτητα θετικός.
Ένα αρνητικό παράδειγμα είναι το Γ Ράιχ στη Γερμανία, το οποίο εθνικοποίησε την βαυαρική λαϊκή μουσική, την übermensch. Έτσι η μουσική αυτή δέθηκε με το καθεστώς των Ναζί, ούτως ώστε ακόμη και σήμερα πολλά τραγούδια, που κάποτε υπήρξαν λαϊκά, δεν μπορούμε να τα τραγουδήσουμε, λόγω του ότι είναι δεμένα με το Γ Ράιχ.
Αυτή λοιπόν η μουσική έχει αποκτήσει πρόδηλο πολιτικό περιεχόμενο και αν σηκωθείς να τραγουδήσεις, σήμερα, ένα τέτοιο τραγούδι είναι επίσης πρόδηλο πού το πας. Δεν είναι λοιπόν πολιτικό από μόνο του, εξαρτάται από το τι κάνει ο καθένας με τη μουσική.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι υπάρχουν παντού καλυμμένα πολιτικά νοήματα, επειδή τα πάντα δηλώνουν “προς τα έξω” μία θέση.
Όλα τα pop LP στην Αγγλία εκφράζουν κάτι, σε δένουν σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι. Κάθε ξεχωριστή εταιρεία καθιερώνει το δικό της image – new wave, dark wave, industrial. Βασικά το image του θύματος, του παθητικού θύματος είναι άκρως πολιτικό, γιατί δηλώνει πολύ καθαρά πως αναγνωρίζεις ότι είσαι αδύναμος και ότι δέχεσαι τη “ρομαντική” θέση ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει.
Είναι σαν να πεθαίνεις από καρκίνο του πνεύμονα στα 23 σου, κάτι αρκετά ρομαντικό, γιατί ξέρεις την κατάληξη κι όμως δεν μπορείς να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Υπάρχουν βέβαια και συγκροτήματα όπως οι Dead Kennedys για παράδειγμα, με ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόμενο, των οποίων, όμως, η πολιτική αποτελεσματικότητα είναι αμφίβολη.
Ίσως η μουσική να μπορεί ν’ αλλάξει τις ανθρώπινες συνειδήσεις, όμως μόνο κάτω από απολύτως συγκεκριμένες συνθήκες. Θέλω να πω ότι το ζήτημα είναι αν έχεις ωριμάσει, εάν είσαι έτοιμος για μια τέτοια αλλαγή.
Η σωστή ποσότητα ζέστης, για παράδειγμα, μπορεί να κάνει το κοτοπουλάκι να βγει από ένα αυγό, όχι όμως κι από ένα κομμάτι μάρμαρο, όσο κι αν το κλωσήσει η κότα.
Αν δουλεύεις σοβαρά με τη μουσική και θέλεις να κάνεις κάτι με επίδραση, θα πρέπει να έχεις υπόψη σου όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία, ούτως ώστε να κατευθύνεις σωστά αυτό που κάνεις, ανάλογα βέβαια με τη συγκεκριμένη κατάσταση, της συγκεκριμένης στιγμής και τις υπάρχουσες δυνατότητες.
Αν θέλεις να κόψεις ένα διαμάντι δεν το κτυπάς οπουδήποτε, αλλά πρώτα βρίσκεις τη σωστή γραμμή.
Υπάρχουν πάντα αυτοί που παράγουν και αυτοί που καταναλώνουν κι επίσης αυτοί που δεν ψάχνουν για ’κείνο, που κάποιος άλλος θέλει να τους δώσει – δεν το βλέπουν, γιατί δεν θέλουν να το δουν. Στην Αγγλία λέμε “μπορείς να φέρεις ένα άλογο στην πηγή, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις να πιεί”.
Με λίγα λόγια, μπορείς να είσαι πολύ πολιτικός, δεν μπορείς όμως να κάνεις κανένα να σε προσέξει με το ζόρι.(...)
(...) Δεν πιστεύω πως οι καλλιτέχνες διαφέρουν ως προς κάτι από τις άλλες υπάρξεις, απλώς έχουν ειδικευθεί σε κάτι διαφορετικό. Μόνο στο πλαίσιο της κουλτούρας του Δυτικού Κόσμου αντιμετωπίζονται ως αυθεντίες. Εκείνο που κάνει κάποιον καλλιτέχνη είναι το δημιουργικό πάθος και η σκληρή δουλειά, έστω κι αν δεν λειτουργεί πάντα μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ορισμένοι είναι ταλέντα, δημιουργικοί και καινοτόμοι, μόλις όμως φτάνουν στα 22 τα παρατάνε. Για να συνεχίσεις χρειάζεται θέληση και αφοσίωση, γιατί είναι πολύ δύσκολο να ζεις από τη μουσική – δεν έχεις μια νορμάλ ζωή, βρίσκεσαι διαρκώς on the road και τα λεφτά είναι αμφίβολα.
Είναι σίγουρα πολύ πιο εύκολο να έχεις μια σταθερή δουλειά και να έχεις αράξει κάπου».
Τεύχος #25, το τελευταίο
Ορισμένοι παρουσιάζουν το fanzine Γδούπος του Μπάμπη Αργυρίου σαν διάδοχη κατάσταση του Rollin Under. Δεν είναι σωστό αυτό, γιατί στην πράξη ο Μπάμπης αφήνει το Rollin Under και βγάζει το πρώτο τεύχος του Γδούπου τον Απρίλιο του ’91 (μοιραζόταν τζάμπα), ενώ το Rollin Under ήταν ακόμη «ζωντανό».
Το Rollin Under, δηλαδή, θα συνεχίσει την πορεία του χωρίς τον Μπάμπη, κυκλοφορώντας ένα τελευταίο τεύχος, το #25, στο τέλος του 1991 (Χειμώνας 1991), με υπεύθυνο τον Γιάννη Πλόχωρα.
Εκείνη την εποχή το σχήμα του fanzine ήταν πλέον μεγάλου μεγέθους, είχε 56 σελίδες και κόστιζε 500 δραχμές (μάλλον ακριβό για τότε, και για fanzine), έχοντας να προτείνει και πάλι ενδιαφέρουσα ύλη (κείμενα για Public Enemy, Arnold Schoenberg, Timothy Leary, έναν πολύ ενδιαφέροντα αλφαβητικό κατάλογο για το ελληνικό ροκ της περιόδου κ.λπ.).
Όπως μου είπε ο Γιάννης Πλόχωρας... «υπήρξε κι άλλο Rollin Under, φουλ έτοιμο, δεν θυμάμαι τι νούμερο του δώσαμε, που θα έβγαινε το φθινόπωρο του ’92, αλλά δεν τυπώθηκε ποτέ. Πάντως δεν θα ’ταν το #26, γιατί το #26 θα ήταν κασέτα, που θα ’βγαινε μαζί με το νέο τεύχος, το οποίο θα ’χε άλλο νούμερο».