«Ό,τι κι αν νομίζει ο κόσμος από την κινηματογραφική μου εικόνα, δεν είμαι καθόλου μονότονη ή βαρετή», δήλωσε με ένσταση για τη δημόσια περσόνα της η γυναίκα που, όχι πολύ νωρίτερα, υποστήριζε πως το πρωί που ξυπνά, μοιάζει με τις ταινίες του Αντονιόνι, θλιμμένη και άκεφη.
Η Μόνικα Βίτι μεγάλωσε στη σκιά δυο αυστηρών γονιών, που πίστευαν πως το παλκοσένικο θα της διέφθειρε την ψυχή, και δυο αδελφών που θεωρούσε δυνατούς και ανεξάρτητους.
Ανήσυχη και νευρική, ξεχύθηκε στο θέατρο, σε πείσμα της οικογένειας και του χαρακτήρα της, παίρνοντας τον πρώτο της ρόλο στα 14 της, στο έργο La Nemica. Η φύση που έκρυβε, αυτή της χαρωπής και ενεργητικής κοπέλας, αποκαλύφθηκε στη σκηνή – την έβλεπε σαν πολύχρωμο πάρκο. Αισθανόταν ελεύθερη να κλάψει και να γελάσει, ακόμη και να γίνει αόρατη σε ένα πολυπληθές επιτελείο ηθοποιών.
Στη δεκαετία του '50 δοκίμασε την τύχη της και στο σινεμά, και πρόλαβε να ξεχωρίσει στο Le Dritte (1958), του Μάριο Αμεντόλα, ενός σκηνοθέτη κωμωδιών και μελοδραμάτων.
Με το τρίπτυχο των χαρακτήρων που υποδύθηκε στην «Περιπέτεια», τη «Νύχτα» και την «Έκλειψη», την Αποξένωση, τον Πειρασμό και την Απογοήτευση σε αντιστοιχία, κατάφερε να εκπληρώσει απόλυτα την πρόθεση του Αντονιόνι να μιλήσει ο ίδιος μέσα από τον ψυχισμό μιας γυναίκας, αντί να αποπειραθεί να μετατοπίσει το ανδρικό βλέμμα σε γυναικεία συμπεριφορά.
Παραδόξως, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι τη γνώρισε δια του θεάτρου, και πιο συγκεκριμένα στο δικό του Teatro Nuovo di Milano, και μετά από ένα σύντομο ντουμπλάζ στην Κραυγή, την έπεισε να γίνει η πρωταγωνίστριά του σε κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι εκείνη είχε στον νου της.
Τον ξετρέλανε ο αυχένας της: στο πίσω μέρος του αριστοκρατικού λαιμού της διέκρινε το flip side της γεωγραφίας ενός αινιγματικού προσώπου που θα χρησιμοποιούσε μοναδικά, σαν μεγάφωνο της απελπισμένης κραυγής, στην τριλογία που ξεκίνησε το 1960, με την Περιπέτεια. Εκεί, η Βίτι υποδύεται την Κλαούντια που τα φτιάχνει με τον φίλο της εξαφανισμένης Άνα, στην έρημη, ασπρόμαυρη, πολλαπλά μελαγχολική από τη μουσική του Τζιοβάνι Φούσκο, Λίσκα Μπιάνκα, έξω από τη Σικελία.
Μια λίστα από ενυπόγραφες επιστολές στήριξης δημιουργών και καλλιτεχνών την επομένη της καταστροφικής, σε βαθμό γιουχαΐσματος, πρεμιέρας στο Φεστιβάλ Καννών, παρηγόρησαν τον εμβρόντητο Αντονιόνι και την καταρρέουσα Βίτι, η οποία είχε εγκαταλείψει την αίθουσα στα μισά της προβολής, πνιγμένη σε αναφιλητά.
Το πείραμα συνεχίστηκε την αμέσως επόμενη χρονιά με τη Νύχτα, όπου η κοσμική, φιλοπαίγμων, ασυμμάζευτη Βαλεντίνα Γκεραρντίνι της Βίτι ενεργοποιεί τη σειρήνα του καταλυτικού ερωτισμού της, φωτίζοντας τη λανθάνουσα αλλά πραγματική κενότητα της σχέσης του ζεύγους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι-Ζαν Μορό.
Στην Έκλειψη του 1962, ούτε τα χρήματα, ούτε η ομορφιά της, ούτε ο Αλέν Ντελόν της χαρίζουν την ευτυχία – η αποστροφή της προς την επιθυμία είναι δηλωτική ήδη από την αφίσα της ταινίας, ενώ το αξέχαστο φινάλε ενσωματώνει με αυτοπεποίθηση και δεξιοτεχνία το όραμα του σκηνοθέτη για την εκκωφαντική έλλειψη συνείδησης στο κομψό αστικό περιβάλλον.
Παρότι δεν πρόδωσε την παγωνιά στον σιωπηλό πυρήνα αλλά και το φροντισμένο περίβλημα της τριλογίας του, η θερμοκρασία για το έργο του είχε στο μεταξύ ανεβεί κατακόρυφα και η Έκλειψη έγινε δεκτή με ανυπομονησία και επαίνους στις Κάννες, αποσπώντας το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής.
Η Βίτι χρίσθηκε επίσημη μούσα του, το ζεύγος εντός και εκτός πλατό συνέχισε τη συνεργασία με την αφαιρετική και πρώτη έγχρωμη ταινία του Αντονιόνι, Κόκκινη Έρημο (εκεί όπου εκστόμισε την απίστευτη ατάκα «πονάνε τα μαλλιά μου, τα μάτια, ο λαιμός, το στόμα μου!»), μέχρι το σαφώς πιο αφηγηματικό Μυστήριο του Όμπερβαλντ, στον ρόλο μιας γαλαζοαίματης, ταιριαστό με τον τίτλο της παγωμένης βασίλισσας του υπαρξιακού αδιέξοδου.
Με το τρίπτυχο των χαρακτήρων που υποδύθηκε στην Περιπέτεια, τη Νύχτα και την Έκλειψη, την Αποξένωση, τον Πειρασμό και την Απογοήτευση σε αντιστοιχία, κατάφερε να εκπληρώσει απόλυτα την πρόθεση του Αντονιόνι να μιλήσει ο ίδιος μέσα από τον ψυχισμό μιας γυναίκας, αντί να αποπειραθεί να μετατοπίσει το ανδρικό βλέμμα σε γυναικεία συμπεριφορά.
Ως alter ego του, η Βίτι υπηρέτησε απέριττα και εκφραστικά έναν πρωτόφαντο μοντερνισμό στο σινεμά: δεν παρέκκλινε από τη φύση των ηρωίδων, δεν υπεξέφυγε του προβλήματος. Στάθηκε στο κέντρο, κοίταξε την κάμερα, (συνήθως λίγο πλάγια από το φακό) με στοχασμό και βαρύτητα, συναισθανόμενη μια δραματική αφήγηση που στηρίζεται οπτικά, κι όχι διαλογικά- εξαιρετικό δύσκολο επίτευγμα για μια ηθοποιό που προερχόταν από κλασικές σχολές, ακαδημαϊκά έργα, πολυλογάδικες κομεντί, και μηδενικές προσλαμβάνουσες αβάν γκαρντ
Το κορίτσι που διασκέδαζε τα μέλη της οικογένειάς της με αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο όταν έπεφταν οι βόμβες στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο συνέχισε να γυρίζει κωμωδίες κυρίως με σκηνοθέτη τον Μάριο Μονιτσέλι αλλά και τον Πιέτρο Τζέρμι και συμπρωταγωνιστή τον εξαιρετικά δημοφιλή Αλμπέρτο Σόρντι.
Η λιτή της ενδυματολογία στα πρώτα χρόνια της καριέρας της, μια ψηλόλιγνη φιγούρα με στερεωμένα, άψογα ξανθά μαλλιά, απλά πουλόβερ και γεωμετρικά παλτό, έγινε εικόνισμα μόδας και σημείο αναφορά για το στιλ των '60s, όπως και η πολύχρωμη, υπερσέξι και, σε μια ριζική μεταμόρφωση για τον ρόλο, εντελώς χυμώδης και επικίνδυνη εγκληματίας Μόντεστι Μπλέιζ (1966) που βασίζεται στο ομώνυμο εξωφρενικό κόμικ και παρωδεί τις περιπέτειες κατασκοπίας της εποχής.
Η Βίτι δεν φάνηκε πρόθυμη να παραδοθεί στο Χόλιγουντ, ίσως επηρεασμένη από τον ορισμό που είχε δώσει για την πρωτεύουσα του σινεμά ο μέντορας Μικελάντζελο: «Είναι σα να βρίσκεσαι στο πουθενά και να μη μιλάς με κανέναν, για τίποτε». Άλλωστε η Σοφία Λόρεν και δευτερευόντως η Καρντινάλε και η Λολομπριτζίτα την πρόλαβαν, με κυμαινόμενα αποτελέσματα.
Εκείνη προτίμησε την ασφάλεια της Ιταλίας και των ανθρώπων που γνώριζε και εμπιστευόταν. Είχε χτίσει το προφίλ της προσβάσιμης διανοούμενης ή, αν θέλετε, της μοιραίας κωμικού, όπως την είχε βαφτίσει ο Μονιτσέλι, της ηθοποιού που κέρδισε με σκληρή δουλειά και με σοφά υπολογισμένη έκθεση στα media την άδεια να αριστεύει σε μια σεξιστική μπαλαφάρα όπως το Βοήθησε με Αγάπη μου, να συμμετέχει αβρόχοις ποσί σε πολυπρόσωπες ευρωπαϊκές συμπαραγωγές όπως το Sweet and Sour του Ζακ Μπαρατιέ, να μην έχει κανένα πρόβλημα σε crime κωμωδίες αλά «Κύριος και Κυρία Σμιθ», όπως το Σκότωσε με Γρήγορα, Κρυώνω του Φρντσέσκο Μαζέλι ή σπονδυλωτά, μοδάτα φληναφήματα όπως το Κουαρτέτο του Σεξ, και μετά να μας εκπλήσσει κοιτάζοντας νευρικά και φιλήδονα άσχετες ποστάλ στο Φάντασμα της Ελευθερίας του Μπουνιουέλ.
Τα τελευταία 20 χρόνια υποχώρησε σταδιακά, φόρεσε τα υπερμεγέθη, σήμα κατατεθέν γυαλιά της, μάζεψε τα τιμητικά βραβεία της και αποσύρθηκε οριστικά από το προσκήνιο πριν από μια δεκαετία, όταν η νόσος Αλτσχάιμερ προχώρησε και η Μόνικα Βίτι σταμάτησε να θυμάται, αφήνοντας σ’ εμάς τις ωραιότερες αναμνήσεις για την αξιοθαύμαστη ομορφιά της, την εντυπωσιακή της συνεισφορά της στον ορισμό της μοντέρνας κινηματογραφικής ηρωίδας και τη συνολική εικόνα μιας αγέρωχης, διακριτικής και στοχαστικής γυναίκας.