Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ότι δεν θα γίνουν πρόωρες εκλογές, αλλά τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση συμπεριφέρονται σαν να έχει ξεκινήσει η προεκλογική περίοδος.
Η μεν κυβέρνηση προσπαθεί να παράγει «θετικές» ειδήσεις μέσω μικροπαροχών και υποσχέσεων για αυξήσεις μισθών και μειώσεις φόρων, η δε αντιπολίτευση πλειοδοτεί, τάζοντας τα πάντα. Αυτό έχει ως συνέπεια οι πολιτικές δυνάμεις να μην ασχολούνται με το πραγματικό πολιτικό έργο που περιμένουν οι πολίτες αλλά με την ενίσχυση της εκλογικής τους δύναμης, καθώς αυτά τα δύο στην Ελλάδα δύσκολα συνδυάζονται.
Η κυβέρνηση αυτή την περίοδο ασχολείται κυρίως με την εικόνα της, τη μικροδιαχείριση και την παροχολογία, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ σταμάτησε κάθε προσπάθεια (αν ξεκίνησε ποτέ) ανασυγκρότησης του νέου ΣΥΡΙΖΑ που θα επεξεργαζόταν μια ολοκληρωμένη κυβερνητική πρόταση.
Εκτός από τις απειλές των αγορών, σταθερές και αναβαθμισμένες παραμένουν και οι απειλές της Τουρκίας προς την Ελλάδα, τις οποίες ενισχύει και η τουρκική αντιπολίτευση, όταν δεν πλειοδοτεί κιόλας.
Όταν η χώρα μπαίνει σε ρυθμό προεκλογικής περιόδου, τότε σχεδόν σε όλα τα υπουργεία ασχολούνται με την πρόσκαιρη ικανοποίηση ομάδων του εκλογικού σώματος. Ακόμα και η περίφημη σύσκεψη της Σπάρτης με τον δήμαρχο και τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης αυτό αποκάλυψε ουσιαστικά.
Το νόημα των λεγομένων του Πέτρου Δούκα, που προσπαθούσε να πείσει τον υπουργό για γενναίες αποζημιώσεις των αγροτών της Σπάρτης μετά τις ζημιές που προκάλεσε η κακοκαιρία, ήταν ότι αν η κυβέρνηση θέλει να κερδίσει τις εκλογές, πρέπει να φροντίσει να μοιράσει λεφτά. Φυσικά είπε και ανακρίβειες, όπως ότι η ΝΔ υπολειπόταν του ΠΑΣΟΚ δεκαπέντε μονάδες και όταν μοίρασε λεφτά «με τις σακούλες», ανέτρεψε τη διαφορά και κέρδισε τις εκλογές.
Την περίοδο 2004-2007 η ΝΔ ουδέποτε είχε χάσει το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς (δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη εκλογών στην Ελλάδα 2004-20015, Public Issue). Όμως ο σκοπός των κομπασμών του πρώην υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης Καραμανλή και νυν δημάρχου Σπάρτης ήταν να πείσει τον υπουργό να μοιράσει λεφτά, γιατί «έτσι κερδίζονται οι εκλογές». Αυτό ήταν το νόημα. Έτσι σκέφτονται οι πολιτικοί στην Ελλάδα, ακόμα και μετά από δέκα χρόνια μνημονίων και κρίσης.
Το μεγάλο θέμα που προέκυψε αυτή την εβδομάδα είναι πόσο πίσω έχει αφήσει τελικά η Ελλάδα αυτή την περίοδο, καθώς η αύξηση των επιτοκίων του δεκαετούς ομολόγου και των spreads υπενθύμισε πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική οικονομία, προκαλώντας σοβαρή ανησυχία.
Μπορεί η κυβέρνηση Τσίπρα να πανηγύριζε για την ολοκλήρωση των μνημονίων, την οποία παρουσίαζε ως «έξοδο», και η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη βελτίωση της οικονομίας και την «επιστροφή στην κανονικότητα», αλλά η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα παρέμεινε μια υπερχρεωμένη χώρα, σε καθεστώς υψηλής εποπτείας, με ακόμα μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος και τα δομικά της προβλήματα άλυτα.
Η κοινή γνώμη ελάχιστα αντιλήφθηκε, αφού κανείς δεν φρόντισε να το αναδείξει, την απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού, ούτε ότι το ΔΝΤ ξεκίνησε τις συστάσεις για επιστροφή στη «δημοσιονομική πειθαρχία», παρότι αυτή ήταν μάλλον η σημαντικότερη είδηση. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση έχουν τους λόγους τους να κάνουν ότι ξεχνούν πως η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και οι «θεσμοί» απαιτούν να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και μετά το τέλος της.
Με τον όρο μεταρρυθμίσεις, όπως είναι γνωστό, εννοούν μέτρα που σχετίζονται με τον δημοσιονομικό έλεγχο, γιατί αυτό είναι που τους ενδιαφέρει. Τα δύο χρόνια της πανδημίας η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες της Ε.Ε., χαλάρωσε για λίγο τους κανόνες και τα προβλήματα κρύφτηκαν κάτω από το χαλί, αλλά παραμένει το πιο υπερχρεωμένο κράτος της Ε.Ε. και ο πιο αδύναμος κρίκος.
Κανένας οικονομικός αναλυτής δεν θεωρεί τυχαίο ότι ήταν τα ελληνικά ομόλογα αυτά που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα τις προηγούμενες μέρες. Οι αγορές ζητούν ήδη από την ελληνική κυβέρνηση να περιορίσει τις δαπάνες και να παρουσιάσει ένα σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης και επαναφοράς, κάτι που οπωσδήποτε δυσκολεύει κάθε εκλογικό σχεδιασμό. Παρότι η κυβέρνηση φροντίζει να καθησυχάζει όσους ανησυχούν, όλοι γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα οι δημοσιονομικοί περιορισμοί είναι αδύνατοι σε προεκλογική περίοδο.
Προβληματισμό για την οικονομική κατάσταση προκαλεί και το ότι οι εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, όπως και η πιθανότητα αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης. Η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιθυμούν ισχυρές κυβερνήσεις που θα ακολουθούν αυτό που ονομάζουν «συνετή» οικονομική πολιτική. Τα σενάρια περί τεχνοκρατικής κυβέρνησης που κυκλοφόρησαν δεν προέρχονται από τις Βρυξέλλες αλλά από επιχειρηματικά και πολιτικά κέντρα της χώρας (εύκολο να το διαπιστώσει κανείς αν παρατηρήσει ποιοι τα αναπαρήγαγαν), τα οποία ενδιαφέρονται για τη διανομή των σημαντικών πόρων που θα έρθουν στη χώρα το επόμενο διάστημα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, άλλωστε, διέψευσε κατηγορηματικά ως φαιδρότητες τα σενάρια αυτά, τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν είχαν καμία τεκμηρίωση. «Για ποιον λόγο να συνωμοτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να ανατρέψει μια εκλεγμένη κυβέρνηση; Αυτά δεν είναι σοβαρά» αναφέρει ευρωπαϊκή πηγή, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη «δεν χαρακτηρίζεται καν από συγκρουσιακές διαθέσεις απέναντι στην ηγεσία της Ε.Ε., κάθε άλλο».
Η κυβέρνηση δημοσίως εμφανίζεται να μην ανησυχεί για την οικονομία και υποστηρίζει ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Θεωρεί πως το σταθερό επιτόκιο που έχει εξασφαλίσει η χώρα για το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της αποτελεί σημαντική ασπίδα και επισημαίνει ότι το σχέδιο Πισσαρίδη έγινε δεκτό με ενθουσιασμό στις Βρυξέλλες και δεν υπάρχει καμία διαφωνία με το ΔΝΤ.
«Αυτά που μας ζητάνε τα θέλουμε κι εμείς και υπάρχουν ήδη στον σχεδιασμό μας», υποστηρίζουν στο οικονομικό επιτελείο. Πώς θα συνδυάσουν τις οδηγίες για περικοπές δαπανών με τις υποσχέσεις για στήριξη στα νοικοκυριά και προστασία από την επίθεση που έχει δεχτεί το εισόδημα των πολιτών από τις αυξήσεις στην ενέργεια και τις ανατιμήσεις, μένει να το δούμε.
Ο αρμόδιος της ΕΚΤ για την Ελλάδα, Μάρτιν Μπάιστερμπος, σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Bloomberg, παρά την παραίνεση για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, είχε και επαίνους για το σχέδιο αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, το οποίο χαρακτήρισε εξαιρετικό και υποστήριξε ότι, παρά την πανδημία, «οι ελληνικές αρχές υλοποίησαν μια μεταρρυθμιστική ατζέντα που αναμένεται να ενισχύσει τις βάσεις για οικονομική ανάπτυξη».
Η κυβέρνηση τις επόμενες μέρες έχει να καθησυχάσει τις αγορές και να πείσει ότι η κατάσταση στην Ελλάδα δεν θα ξεφύγει ενώ ταυτόχρονα θα προσπαθεί να δείξει στο εσωτερικό ένα φιλολαϊκό πρόσωπο, έχοντας απέναντί της την αξιωματική αντιπολίτευση που θα την κατηγορεί ότι «μοιράζει ψίχουλα».
Εκτός από την απειλή των αγορών, σταθερές και αναβαθμισμένες παραμένουν και οι πραγματικές απειλές της Τουρκίας προς την Ελλάδα, τις οποίες ενισχύει και η τουρκική αντιπολίτευση, όταν δεν πλειοδοτεί κιόλας.
Τις προηγούμενες μέρες ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Σουλεϊμάν Σοϊλού δημοσίευσε κάποιες φωτογραφίες που, όπως ισχυρίστηκε, απεικονίζουν νεκρούς πρόσφυγες στα ελληνικά σύνορα, τους οποίους οι ελληνικές αρχές άφησαν να πεθάνουν από το κρύο. Οι φωτογραφίες αυτές δεν συνοδεύονταν από κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του.
Η ελληνική κυβέρνηση διέψευσε κατηγορηματικά ότι πρόκειται για πρόσφυγες που βρέθηκαν στην ελληνική πλευρά των συνόρων και μίλησε για τουρκική προπαγάνδα. Το καθεστώς Ερντογάν, ωστόσο, συνεχίζει την εκστρατεία δυσφήμησης της Ελλάδας στη διεθνή κοινή γνώμη με κάθε τρόπο.
Τελευταίο επεισόδιο οι ακραίοι ισχυρισμοί του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Φινλανδό ομόλογό του Πέεκα Χάβιστο. Ο Τσαβούσογλου παρομοίασε την Ελλάδα με τους Ταλιμπάν, λέγοντας: «Όλοι λέμε στους Ταλιμπάν να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά ποιος θα το πει στην Ελλάδα; Ποιος θα τη σταματήσει; Θα το κάνει η Ε.Ε.;» καταλήγοντας ότι ελπίζει να μιλήσει ο Φινλανδός υπουργός Εξωτερικών στον Νίκο Δένδια, όταν τον επισκεφτεί.
Ο Τσαβούσογλου δεν κατηγόρησε μόνο την Ελλάδα, παρουσίασε ως «συνένοχη» τη Frontex και άφησε αιχμές και για την Ε.Ε. Ο ίδιος παρουσίασε την Τουρκία ως υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην ίδια πλευρά με την Φινλανδία, παρότι όλοι γνωρίζουν ότι το καθεστώς Ερντογάν έχει φυλακίσει εκατοντάδες δημοσιογράφους, ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διανοούμενους, καλλιτέχνες και πολιτικούς αντιπάλους.
Ο Φινλανδός υπουργός Εξωτερικών υπερασπίστηκε την Ε.Ε. και τη Frontex «και όλο το σύστημα της προστασίας των συνόρων», όπως είπε, υπενθυμίζοντας τα πρόσφατα γεγονότα στα σύνορα της Λευκορωσίας με την Πολωνία, όπου «υπήρξε ένα πλασματικό κύμα προσφύγων που προωθήθηκε από τον στρατό της Λευκορωσίας».
Είπε επίσης στον κ. Τσαβούσογλου ότι η Ελλάδα και η Ιταλία δέχονται μεγάλη πίεση και χρειάζονται υποστήριξη, χωρίς να του αφήσει περιθώριο να το συνεχίσει. Κανείς φυσικά δεν περιμένει ότι η Τουρκία θα σταματήσει και η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει το θέμα αυτό ψηλά στις προτεραιότητές της.
Η κυβέρνηση όμως έχει προβλήματα και στο εσωτερικό με τη διαχείριση του μεταναστευτικού. Στη Λέσβο οι διαμαρτυρίες για τις νέες δομές συνεχίζονται. Τις προηγούμενες μέρες κάποιοι επιχείρησαν να βάλουν φωτιά στα μηχανήματα που έχουν φτάσει στο νησί για τα έργα. Ο (υποστηριζόμενος από τη ΝΔ) περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κώστας Μουτζούρης ετοιμάζει κινητοποιήσεις, ενώ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προσφύγει στο ΣτΕ κατά της δημιουργίας της νέας προσφυγικής δομής και ζητάει να μην ξεκινήσουν εργασίες πριν ληφθεί η απόφαση.
Οι χειρισμοί του μεταναστευτικού έχουν προκαλέσει γενικότερες αντιδράσεις, με τους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος να εμφανίζονται δυσαρεστημένοι σε αρκετές περιοχές, παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση θεωρεί ότι το αντιμετωπίζει με επιτυχία. Τόσο στα δημοσιονομικά όσο και στο μεταναστευτικό, η κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει χωρίς να δυσαρεστήσει καμία πλευρά, κάτι που δύσκολα θα πετύχει. Η διαχείριση και των δύο ζητημάτων όμως θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, με την οικονομία στην πρώτη θέση.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.