Μαζί με το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου ανακοινώθηκε σήμερα και το όνομα της φετινής προέδρου, προκαλώντας έκπληξη στην εγχώρια σινεφίλ κοινότητα. Βλέπεις, η Εμανουέλ Μπεάρ είναι από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που έχει φέρει το φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι μόνο το φωτογενέστερο πρόσωπο που εξήγαγε το γαλλικό σινεμά μετά την Κατρίν Ντενέβ, αλλά και μία από τις μεγάλες κυρίες της γαλλικής υποκριτικής, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα.
Γεννημένη στο Σαν Τροπέ το 1963, κόρη μητέρας με ελληνικές ρίζες –μια πληροφορία που αναπόφευκτα θα φορεθεί πολύ στα ΜΜΕ τις επόμενες μέρες– και με πατέρα τον τραγουδοποιό Γκι Μπεάρ, μια σημαίνουσα μορφή του γαλλικού chanson, η Μπεάρ θα ξεκινήσει την καριέρα της από την εφηβεία της με εμφανίσεις στην τηλεόραση. Το 1985 θα συναντήσει τον Εντουάρ Μολιναρό, τον άνθρωπο που, μεταξύ άλλων, ενορχήστρωνε τις παλαβομάρες του Λουί Ντε Φινές και υπέγραψε και το «Κλουβί με τις Τρελές» (1979), θα τον βρει στην παρακμή του όμως. Η σημαντική συνάντηση στο «L’Amour en Douce» είναι με τον Ντανιέλ Οτέιγ. Θα συνάψουν ερωτική σχέση που θα κρατήσει χρόνια, θα παντρευτούν το 1993, θα χωρίσουν το 1995 και θα συνεργαστούν αρκετές φορές επαγγελματικά.
Η ίδια το 2012 θα παραδεχθεί ότι στα 27 της έκανε πλαστική επέμβαση για να φτιάξει τα χείλη της, μια επέμβαση που, όπως παραδέχτηκε, δεν πήγε καλά. Από τότε προσπαθούσε να τη διορθώσει, καταλήγοντας να κάνει μεγαλύτερη ζημιά στο πρόσωπό της.
Η αμέσως επόμενη κοινή τους εμφάνιση θα είναι και εκείνη που θα αναδείξει την Μπεάρ στο πιο καυτό ανερχόμενο ταλέντο της εποχής. Στο «Manon de Sources» (1986), δεύτερο μέρος ενός φιλμικού δίπτυχου του Κλοντ Μπερί που σήμερα θυμούνται ελάχιστοι, μα τότε έσπαγε ταμεία σε όλο τον κόσμο, η Μπεάρ έρχεται για να ζητήσει τον λογαριασμό από τον Σεζάρ του Ιβ Μοντάν και τον Ουγκολίν του Ντανιέλ Οτέιγ για τον χαμό του πατέρα της – στην πρώτη ταινία, το «Jean de Florette», τον υποδυόταν ο Ντεπαρντιέ. Η σκηνή που η Μπεάρ κάνει μπάνιο στην εξοχή γυμνή και χορεύει υπό το βλέμμα ενός αποστομωμένου Οτέιγ έχει έναν πρωτόγονο ερωτισμό, μια διονυσιακή νότα και θα ενταχθεί στις χαρακτηριστικότερες στιγμές της φιλμογραφίας της.
Για την ερμηνεία της η Μπεάρ θα κερδίσει ένα Σεζάρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, το σημαντικότερο βραβείο που έχει λάβει μέχρι σήμερα. Με την επιτυχία του φιλμ στις ΗΠΑ, θα κερδίσει και το διαβατήριο για το Χόλιγουντ, μόνο που η ρομαντική φαντασία του «Date with an Angel» (1987) θα πατώσει στο box-office, θα λάβει και φριχτές κριτικές, οδηγώντας τη πίσω στη Γαλλία. Εκεί θα κάνει, μεταξύ άλλων, την «Ωραία Καβγατζού» (La Belle Noiseuse, 1991) με τον «διανοούμενο» της νουβέλ βαγκ, τον Ζακ Ριβέτ. Στην πιο προσβάσιμη ταινία του τελευταίου, το γυμνό σώμα της Μπεάρ γίνεται πηγή έμπνευσης και καμβάς για τον ζωγράφο του Πικολί, αλλά και για τον σκηνοθέτη της, που θα ζωγραφίσει πάνω του μια άκρως ενδιαφέρουσα (αν και όχι απαραίτητα οικονομική) πραγματεία πάνω στη δημιουργία, στην έννοια της Μούσας, αλλά και στο βλέμμα. Χαμός στα φεστιβάλ, παιάνες από την κριτική, με την Μπεάρ να επιστρέφει δυναμικά στον χάρτη.
Το 1992 θα ξανασυναντήσει τον Οτέιγ μπροστά από την οθόνη, αυτήν τη φορά για λογαριασμό του Κλοντ Σοτέ. Για το «Μια Καρδιά τον Χειμώνα» (Un Coeur en Hiver, 1992) η Μπεάρ θα επιδείξει ζήλο ηθοποιού της μεθόδου και θα μάθει βιολί για τις ανάγκες του ρόλου της. Έγινε γρήγορα καλή, στο απαίδευτο αυτί ακούγεται σαν επαγγελματίας. Στο πρόσωπό της ο Σοτέ θα βρει πολλά χρόνια μετά τη Ρόμι Σνάιντερ την ιδανική ηθοποιό για το σινεμά του εκείνη την εποχή, που είχε γίνει ακόμα περισσότερο ένα σινεμά βλεμμάτων και χειρονομιών.
Υπάρχουν ανέκφραστα βλέμματα σαν του Αλέν Ντελόν, όπου καθρεφτίζονται πάνω τους τα συναισθήματα των άλλων, και υπάρχουν, πάλι, βλέμματα σαν της Μπεάρ, τα οποία κοινωνούν άμεσα τα συναισθήματα του κατόχου τους. Εν προκειμένω στο βλέμμα της Μπεάρ αποτυπώνεται η ένταση, η επιθυμία, η κάψα που απουσιάζει από την παγωμένη (;) καρδιά του χαρακτήρα του Οτέιγ. Μετά την ερωτική της εξομολόγηση στον τελευταίο και την ταπείνωση που ακολουθεί, θα φορέσει το μακιγιάζ της μπροστά στον καθρέφτη, τη θηλυκή «μάσκα» της, αν θέλεις, και θα πάει να τον συναντήσει. Το ξέσπασμα που ακολουθεί είναι σκηνή ανθολογίας. Όσοι έβλεπαν σε αυτή μόνο μια γοητευτική παρουσία, θα δουν ένα ερμηνευτικό ηφαίστειο, μια ηθοποιό σε πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, μια «βιολονίστα» της υποκριτικής που απογειώνει την (παρ’ ολίγο) ερωτική συμφωνία του Σοτέ. Έγκλημα μεγάλο η ήττα της στα Σεζάρ της χρονιάς από την Κατρίν Ντενέβ της «Ινδοκίνας», αλλά είχε ρεύμα εκείνη η ταινία τότε.
Τρία χρόνια μετά θα συναντήσει ξανά τον σκηνοθέτη στο «Nelly & Monsieur Arnaud»(1995), που θα μπορέσουμε να (ξανα)δούμε στο φεστιβάλ φέτος. Πάλι ένας πλατωνικός έρωτας (;), αλλά εποικοδομητικός αυτήν τη φορά, μιας και ο καθένας τους παίρνει εκείνο που του λείπει στη δεδομένη φάση της ζωής του. Το βλέμμα λέει κι αυτήν τη φορά περισσότερα από τα λόγια. Δυστυχώς η ταινία αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Σοτέ, καθώς ο Γάλλος δημιουργός έφυγε από τη ζωή. Μεγάλο κρίμα, φαινόταν να έχουν ταιριάξει, ίσως να ήταν διαφορετική η καριέρα της στη συνέχεια, αν είχε λίγες συνεργασίες με τον Σοτέ ακόμα.
Στο μεσοδιάστημα συνεργάστηκε με έναν άλλο μεγάλο του γαλλικού σινεμά, τον Κλοντ Σαμπρόλ στο «L’ Enfer» (1994), τη μεταφορά (μέρους) του ανολοκλήρωτου οράματος του Ανρί-Ζορζ Κλουζό, για το οποίο μπορείτε να μάθετε περισσότερα στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Henri-Georges Clouzot’s Inferno»(2009). Το σημερινό μάτι μάλλον θα δει (μόνο) μια ιστορία κακοποιητικής σχέσης και τοξικής αρρενωπότητας, είναι, όμως, κάτι άλλο η ταινία: από τις ελάχιστες φορές που το σινεμά αποτύπωσε τόσο ανατριχιαστικά την «κόλαση» της ζήλιας, την υποταγή του Εγώ σε ένα και μόνο τέλος, κάπου ανάμεσα σε έναν (κωμικό μόνο για τους εκτός χορού) χειρότερο φόβο και στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία, οδηγώντας τελικά στην κακοποίηση και την τοξικότητα. Ως αντικείμενο της ζήλιας του συζύγου Φρανσουά Κλουζέ, η Μπέαρ δίνει την κατάλληλη δοσολογία αμφισημίας - μπορεί και να είναι βάσιμη η ζήλια του Κλουζέ, μπορεί και όχι, μικρή σημασία έχει άλλωστε.
Το δεύτερο κάλεσμα στις ΗΠΑ θα έρθει σύντομα, αυτήν τη φορά όχι για κάτι μικρό, αλλά για τις «Επικίνδυνες Αποστολές» (Mission Impossible, 1996) του Ντε Πάλμα. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την ταινία, είναι το «North by Northwest» του σκηνοθέτη, αν σήμερα σκεφτόμαστε τον Τομ Κρουζ (και) σαν action hero, σε αυτό οφείλεται. Πάντως, να μοιράζεσαι το πλάνο με τον Κρουζ και να μην κοιτάζουν τον Κρουζ δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα. Ο σινεφίλ Ντε Πάλμα ήξερε πως θα δυσκολευόταν να βρει φτασμένη χολιγουντιανή πρωταγωνίστρια με εφάμιλλο μαγνητισμό για έναν ελαφρώς άχαρο ρόλο, λίρα εκατό αποδείχθηκε η Μπεάρ, αλλά κάτι μοιάζει να χάνεται κατά τη μετάφραση στα αγγλικά.
Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι, πλην της κινηματογραφικής της δραστηριότητας, υπάρχει και ο ακτιβισμός. Υπέρμαχος των ανοιχτών συνόρων και της απλοποίησης των διαδικασιών για την απόκτηση πράσινης κάρτας, το 1996 θα συμμετάσχει σε μια κατάληψη εκκλησίας στο Παρίσι με αίτημα την ανατροπή της πολιτικής απέλασης παράνομων Αφρικανών μεταναστών. Θα χριστεί και πρέσβειρα καλής θελήσεως του ταμείου των Ηνωμένων Εθνών για τα παιδιά, ενώ σημειώνει αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο μέχρι σήμερα.
Πίσω στο σινεμά. Το 1999 ο Ραούλ Ρουίζ την προσλαμβάνει για τον «Ξανακερδισμένο Χρόνο» του, μια απόπειρα διασκευής του τελευταίου τόμου του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Για κάποιους μια φιλόδοξη παραγωγή που επιτυγχάνει να διασκευάσει το βιβλίο για ένα άλλο μέσο, για τον υπογράφοντα, που δηλώνει αναρμόδιος να τοποθετηθεί ως προς αυτό το σκέλος, ένας θρίαμβος της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και της ελκυστικής διανομής ρόλων, μα ελάχιστα παραπάνω.
Ακολουθεί ένας minor Ασαγιάς, το «Replay» της Κατρίν Κορσινί, που διαθέτει μεν τον επιθυμητό ερωτισμό, αλλά η Κορσινί έχει ξεχάσει το δράμα και αφήνει την Μπεάρ να βγάλει το φίδι από την τρύπα και, βέβαια, υπάρχει και η συμμετοχή στο εκλεκτό καστ του «8 Γυναίκες» (8 Femmes, 2002) του Φρανσουά Οζόν, διασκευής του αγαπημένου θεατρικού του Ρομπέρ Τομά, που βλέπουμε συχνά στο σανίδι και στη χώρα μας. Το 2003 συναντά ξανά τον Ριβέτ στην «Ιστορία της Μαρί και του Ζιλιέν» (L’Histoire de Marie et Julien). Μπορεί να διαβάσετε διάφορα περί μεταφυσικού θρίλερ, μα μην ξεγελαστείτε, για μία από τις συνήθεις διανοητικές κατασκευές του Ριβέτ πρόκειται, με 150 λεπτά διάρκεια τη λες και ταινία μικρού μήκους για τα δεδομένα του. Οι φαν ας προσέλθουν, οι υπόλοιποι με επιφυλάξεις.
Την ίδια χρονιά θα δεχθεί την πρόταση της γαλλικής έκδοσης του περιοδικού «Elle» να φωτογραφηθεί γυμνή για τις ανάγκες του μαγιάτικου τεύχους. Μέσα σε τρεις ημέρες είχε πουληθεί όλο το τιράζ, που ξεπερνούσε τα 500.000 αντίτυπα, παραμένοντας μέχρι σήμερα το πιο εμπορικό τεύχος στην ιστορία του γαλλικού «Elle». Λίγους μήνες μετά θα κάνει την πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Τορόντο το «Nathalie…» (2003) της Αν Φοντέν, όπου θα εξερευνήσει περαιτέρω την ερωτική εικόνα της. Είναι από εκείνα τα εντελώς αβαρή, μα και εντελώς ευχάριστα στην παρακολούθηση γαλλικά ψευδο-θρίλερ, που γνώρισε και ένα ριμέικ διά χειρός Εγκογιάν – το «Chloe».
Ακολουθεί ένας πρωταγωνιστικός ρόλος σε ακόμα μια «Κόλαση», αυτήν τη φορά του Ντάνις Τάνοβιτς (L’ Enfer, 2005). Ο Τάνοβιτς διαδέχεται τον Τομ Τίκβερ στο εγχείρημα της κινηματογράφησης μιας τριλογίας που ο Κισλόφσκι δεν πρόλαβε ποτέ να βάλει μπροστά, αλλά είναι υπερβολικά κυριολεκτικός σκηνοθέτης για να μπορέσει να αφουγκραστεί την αίσθηση (και την αισθητική) ενός από τους μεγάλους ποιητές της έβδομης τέχνης. Σε κάνει να βλαστημάς που δεν εκτίμησες τη δουλειά του Τίκβερ στο «Heaven» (2002).
Και από εκεί πέρα λίγα και μικρά πράγματα. Οι νεότεροι Γάλλοι δημιουργοί δεν φαίνεται να την αναζητούν, είναι και η βιομηχανία που μπορεί να γίνει αδυσώπητη προς τις γυναίκες ηθοποιούς από μια ηλικία κι έπειτα, οπότε το βιογραφικό της «αδυνατίζει». Η ίδια το 2012 θα παραδεχθεί ότι στα 27 της έκανε πλαστική επέμβαση για να φτιάξει τα χείλη της, μια επέμβαση που, όπως παραδέχτηκε, δεν πήγε καλά. Από τότε προσπαθούσε να τη διορθώσει, καταλήγοντας να κάνει μεγαλύτερη ζημιά στο πρόσωπό της. «Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα και να μεγαλώνεις σε αυτήν τη βιομηχανία», θα επισημάνει, προσθέτοντας ότι δεν είναι επικριτική απέναντι στις γυναίκες που δοκιμάζουν την πλαστική επέμβαση, καθώς συχνά καταφεύγουν σ’ αυτή λόγω χαμηλής αυτοπεποίθησης. Θα ξεκινήσει πάντως μια δυναμική καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης με στόχο να αποτρέψει νεαρά κορίτσια από την προσφυγή στον πλαστικό χειρούργο.
Την τελευταία διετία φαίνεται να βρίσκεται στα σκαριά ένα ερμηνευτικό comeback. Κατά πρώτον με το «L’ Entreinte»(2020), που υπάρχει και στο πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ, όπου υποδύεται μια γυναίκα που έχασε τον άντρα της και επιχειρεί μια επανεκκίνηση της ζωής της. Κι έπειτα με το «Les passagers de la nuit» (2022), από τις ελάχιστες ταινίες που άφησαν καλές εντυπώσεις στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου. Η Μπεάρ εμφανίζεται στον χαρακτηριστικό δεύτερο ρόλο μιας ραδιοφωνικής παραγωγού η οποία διατηρεί βραδινή εκπομπή λόγου που κρατά συντροφιά σε άυπνους ακροατές, ανάμεσά τους και στην πρωταγωνίστρια Σαρλότ Γκενσμπούρ, που θα πιάσει δουλειά στο πλευρό της. Ας ελπίσουμε να συνεχίσει να κρατά συντροφιά και σε εμάς τους θεατές εκεί, στη σκοτεινή αίθουσα, με απαιτητικούς ρόλους σε ταινίες σαν αυτές που βρίσκεις στη φιλμογραφία της στα ‘90s.
22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου
29/3-6/4/2022
Οι προβολές θα λάβουν χώρα στις αίθουσες Δαναός, Άστορ, Auditorium Theo Angeloulos Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και Ολύμπιον, Σταύρος Τορνές και Παύλος Ζάννας στη Θεσσαλονίκη.
festivalfilmfrancophone.gr