H ερώτηση που ακούω πιο συχνά το τελευταίο διάστημα, περισσότερο και από το «τι είναι αυτό το CODA που πήρε Όσκαρ» ή αν ήταν στημένο το χαστούκι του Γουίλ Σμιθ στον Κρις Ροκ, είναι γιατί οι ταινίες είναι τόσο μεγάλες. Και την ακούω εδώ και μήνες.
Όντως, μια μεγάλη μερίδα της πρόσφατης κινηματογραφικής σοδειάς υπερβαίνει κατά πολύ τις δύο ώρες. Το αποτέλεσμα είναι, αν βρίσκεσαι στο σινεμά, η απουσία διαλείμματος να θέτει την κύστη σου σε δοκιμασία που ομοιάζει με ηράκλειο άθλο.
Αν, πάλι, είσαι στο σπίτι, η παρακολούθηση γίνεται ένα παιχνίδι θέλησης και εξουσίας ανάμεσα σ' εσένα και το κινητό σου, με τα apps που είναι εγκατεστημένα στο δεύτερο να ψιθυρίζουν «κοίταξέ μας, παίξε μαζί μας, έχεις ώρα να ασχοληθείς μ' εμάς» και τους ψιθύρους να γίνονται κραυγές μετά τη δεύτερη ώρα. Για να διαλύσω το σασπένς πριν γεννηθεί, δεν υπάρχει μια σαφής απάντηση στην ερώτηση για τη μεγάλη τους διάρκεια, αυτή οφείλεται σε μια σειρά από λόγους.
Ο πρώτος είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο σινεμά και τις streaming πλατφόρμες. Όποτε το σινεμά ένιωσε να απειλείται από μια επιλογή στο σπίτι, μία από τις μεθόδους αντιμετώπισης ήταν το μέγεθος. Στα '50s η τηλεόραση έφερε το cinemascope, το 3-D και τη μεγάλη διάρκεια, στα '80s ήταν το βίντεο, στα τέλη των '00s η εδραίωση της τηλεοπτικής σειράς και τώρα ο μεγάλος αντίπαλος είναι οι streaming πλατφόρμες και το format της τηλεοπτικής σειράς.
Για να σηκωθεί ο θεατής από τον καναπέ, πρέπει να του δώσουμε ένα κίνητρο, πρέπει να νιώσει πως υπάρχει το λεγόμενο value for money, ότι τα χρήματά του θα πιάσουν τόπο, ότι θα δει κάτι πιο εκτεταμένο (και) σε διάρκεια, έτσι περίπου σκέφτονται οι παραγωγοί. Πρέπει να κάνουμε την ταινία μας event για να έρθει κόσμος σ’ αυτήν και ένα κινηματογραφικό event δεν μπορεί να κρατάει 90 λεπτά, τόσο διαρκούν τα επεισόδια του «Sherlock». Πρέπει, καθώς επιστρέφει στο σπίτι ο θεατής, να νιώσει ότι είδε κάτι «μεγάλο» που δεν θα μπορούσε να βρει εκεί.
Μια καλή αφηγηματική ταινία απαιτεί από σένα να επενδύσεις σε αυτήν, να της αφιερώσεις την αμέριστη προσοχή σου. Όταν, όμως, έχεις μάθει να λαμβάνεις την πληροφορία αλλιώς, όταν ο εγκέφαλός σου έχει διδαχτεί να επιθυμεί διαρκώς κάτι νέο, διαφορετικό, άμεσο και άμεσα, αυτό τον αναγκάζει να αυξήσει το ποσοστό λειτουργίας του και τον κουράζει. Γι’ αυτό μια ταινία 135 λεπτών μπορεί να σου φανεί μεγαλύτερη από 3 επεισόδια των 45 λεπτών στη σειρά, ενώ με όρους πραγματικού χρόνου διαρκούν ακριβώς το ίδιο.
Η ειδοποιός διαφορά της τωρινής συγκυρίας σε σχέση με τις προηγούμενες έγκειται στην εξής αντίφαση: οι ταινίες των κινηματογραφικών στούντιο μεγαλώνουν για να ανταγωνιστούν τις streaming πλατφόρμες και ταυτόχρονα οι ταινίες που παράγουν οι ίδιες οι streaming πλατφόρμες είναι μεγάλες ακριβώς επειδή παρήχθησαν εκεί.
Οι περισσότεροι απ' όσους μολυνθήκαμε κάποτε με το μικρόβιο της σινεφιλίας έχουμε μεγαλώσει με τον μύθο του κακού παραγωγού, εκείνου που πετσοκόβει τις ταινίες και κονιορτοποιεί το όραμα του σκηνοθέτη. Έλα που δεν έχει πάντα έτσι η κατάσταση. Υπάρχουν ταινίες που έχουν ωφεληθεί από τον παραγωγό τους.
Στον «Νονό» π.χ., ίσως την καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, συνέβη το αντίστροφο. Ο Κόπολα παρέδωσε μια ταινία περίπου δύο ωρών και ο παραγωγός Ρόμπερτ Έβανς του ζήτησε να την κάνει μεγαλύτερη και να βάλει πίσω ό,τι έκοψε, με τη γνωστή για όλους μας συνέχεια.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι καμιά φορά το ψαλίδι του παραγωγού και οι εμπορικές ανάγκες της αίθουσας –ας μην ξεχνάμε ότι μικρότερες διάρκειες ισοδυναμούν και με περισσότερες προβολές μέσα στη μέρα– λειτουργούν ευεργετικά για μια ταινία.
Πάρτε για παράδειγμα το περιβόητο Snyder cut της «Justice League». Ναι, σίγουρα οι φαν χαίρονται που πέρασαν τέσσερις ώρες με τους αγαπημένους τους ήρωες. Σίγουρα, όμως, υπάρχει και μια πιο σφιχτοδεμένη, πιο ουσιαστική και κατ’ επέκταση πιο καλή ταινία μέσα σε αυτό, διάρκειας δυόμισι ωρών περίπου, η οποία θα ήταν και η εκδοχή που θα κυκλοφορούσε στις αίθουσες.
Οι πλατφόρμες, λοιπόν, χρειάζονται περιεχόμενο – μα τι υπέροχη και καλλιτεχνικά φορτισμένη λέξη. Οπότε παραγγέλνουν στον σκηνοθέτη την ταινία και από κει και πέρα του αφήνουν το ελεύθερο να κάνει την ταινία όπως και όσο μεγάλη επιθυμεί.
Μια νίκη του σινεμά του δημιουργού και της δημοκρατίας, θα μου πείτε. Μα οι δημιουργοί έτσι κι αλλιώς δυσκολεύονται να θυσιάσουν τα «παιδιά» τους, να αφήσουν έξω σκηνές, να τριμάρουν εκείνο το ωραίο πλάνο και ούτω καθεξής. Χωρίς την εξωγενή πίεση δεν είναι αναγκασμένοι να το κάνουν και το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε στο Netflix. Πόσο συχνά παρακολουθείτε μια ταινία εκεί και όταν τελειώνει καταλήγετε να σκέφτεστε «ναι, αλλά θα μπορούσε να είναι μισή ώρα μικρότερη»;
Εδώ πρέπει να γίνει η εξής επισήμανση. Δεν έχει σημασία πόσο κρατά μια ταινία αλλά πόσο οικονομική είναι. Μπορείς να δεις μια ταινία τριών ωρών και να σου φανεί ενενήντα λεπτά, μπορείς να δεις και μια ταινία ενενήντα λεπτών και να σου φανεί τρεις ώρες. Αυτό έχει λιγότερη σχέση με την πραγματική διάρκεια και περισσότερο με την αφαίρεση του περιττού, την αιτιοκρατία της αφήγησης και του μοντάζ.
Κι εδώ έρχεται και ο τρίτος λόγος που οι ταινίες τελευταία έχουν μεγάλη διάρκεια. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι ότι έχουν τόσο μεγάλη διάρκεια αλλά ότι μας φαίνονται μεγάλες. Δεν κρατά περισσότερο ο «Μπάτμαν» του Ματ Ριβς από τρία επεισόδια του «Euphoria» στη σειρά, που είναι και ο τρόπος που έχουμε μάθει να καταναλώνουμε τις σειρές. Το attention span μας είναι που έχει μειωθεί.
Βλέπεις, έχουμε μάθει την πληροφορία να έρχεται ασταμάτητα, να πηγαίνουμε από το ένα παράθυρο στο άλλο σε σύντομο χρονικό διάστημα, να σκρολάρουμε και να βλέπουμε άσχετα μεταξύ τους πράγματα. Το format της τηλεοπτικής αφήγησης είναι τέτοιο που προσαρμόζεται ευκολότερα σε αυτό το μοντέλο πρόσληψης της πληροφορίας, γι’ αυτό η σειρά έγινε βασιλιάς της οικιακής διασκέδασης.
Σκεφτείτε το λίγο. Σε μια τυπική σειρά –ευτυχώς δεν είναι όλες τέτοιες– ξεκινά το επεισόδιο και βρίσκεσαι να παρακολουθείς τρία λεπτά από την Α υποπλοκή, τρία λεπτά από τη Β, τρία λεπτά από τη Γ. Δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος που πάμε από το Α στο Β και από κει στο Γ, θα μπορούσαμε κάλλιστα να πάμε από το Γ στο Α και μετά στο Β και δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτα. Με άλλα λόγια, χάνεται η αιτιοκρατία της αφήγησης που, ανεξάρτητα με αυτό που θα σας πουν, συνιστά την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην τηλεόραση και το (καλό) αφηγηματικό σινεμά.
Μια καλή αφηγηματική ταινία απαιτεί από σένα να επενδύσεις σε αυτήν, να της αφιερώσεις την αμέριστη προσοχή σου. Όταν, όμως, έχεις μάθει να λαμβάνεις την πληροφορία αλλιώς, όταν ο εγκέφαλός σου έχει διδαχτεί να επιθυμεί διαρκώς κάτι νέο, διαφορετικό, άμεσο και άμεσα, αυτό τον αναγκάζει να αυξήσει το ποσοστό λειτουργίας του και τον κουράζει. Γι’ αυτό μια ταινία 135 λεπτών μπορεί να σου φανεί μεγαλύτερη από 3 επεισόδια των 45 λεπτών στη σειρά, ενώ με όρους πραγματικού χρόνου διαρκούν ακριβώς το ίδιο.
Και ποια είναι η λύση σε αυτό, θα μου πείτε. Να ακολουθήσει το σινεμά το format της τηλεοπτικής αφήγησης; Μα, για να επικαλεστώ και πάλι ένα παράδειγμα μαζικής διασκέδασης, το έκανε στο «Avengers: Infinity War» και γι’ αυτό είναι πιο αγαπητό στους φαν από το πολύ πιο στοχευμένο «Avengers: Endgame».
Αν όμως συμβεί αυτό σε εκτεταμένη κλίμακα, το σινεμά θα πάψει να είναι σινεμά, θα γίνει τηλεόραση. Κι εκεί φοβάμαι ότι οι παραγωγοί θα χάσουν το παιχνίδι. Ο θεατής, έστω και υποσυνείδητα, θα αντιληφθεί ότι βλέπει κάτι που θα μπορούσε να παρακολουθήσει και στο σπίτι. Και μετά η κατάσταση δεν θα σώζεται, ακόμα κι αν ορίσουν τη μέση διάρκεια της στουντιακής υπερπαραγωγής σε πέντε ώρες.