Η ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ ή, ακριβέστερα, οι πιο μορφωμένοι γόνοι της είχαν από παλιά μια σχέση με τη δυσφορία για τον κόσμο που ανήκαν. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί νέοι των μικροαστικών στρωμάτων αισθάνθηκαν έντονα το χάσμα που τους χώριζε από τον κόσμο ενός τακτοποιημένου ορθολογισμού που πίστευε σε φωτισμένες αξίες και λογικές λύσεις στα προβλήματα.
Η ανθρωποσφαγή στα χαρακώματα, τα χημικά αέρια, οι κοινωνικές εικόνες αθλιότητας από τη μεγάλη ύφεση του 1929 έφεραν μαζική απογοήτευση και οργή. Η γοητεία του φασισμού με τη λατρεία της στυλιζαρισμένης βίας και τις ξεκάθαρες ιεραρχίες που πρόσφερε ήταν ο ένας δρόμος για τον ανήσυχο και οργισμένο μικροαστό. Ο άλλος περνούσε μέσα από την επαναστατική αριστερά και τον κομμουνισμό της εποχής που υποσχόταν μια ειρηνική ανθρωπότητα μέσα από την όξυνση της «ταξικής πάλης». Για ένα μέρος των νέων από καλές οικογένειες της μεσαίας τάξης, η φανταστική ένωση με τους εργάτες και τα κινήματά τους πρόσφερε μια υπαρξιακή και ηθική παρηγοριά.
Αργότερα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, η επέκταση της πανεπιστημιακής φοίτησης και της κατανάλωσης θα γεννήσουν έναν νέο ριζοσπαστισμό στη μορφωμένη μεσοαστική νεολαία. Η δεκαετία του ’60 θα γίνει ο παράδεισος κοινωνικών και πολιτισμικών ουτοπιών γύρω από το όραμα της απελευθερωμένης ζωής, μακριά από την τυραννία των συμβάσεων και της πληκτικής ομοιομορφίας.
Αυτό το μεγάλο νεανικό κύμα θα φτάσει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 προτού αποσυρθεί, όταν θα έλθει η λεγόμενη «νεοφιλελεύθερη» φάση του ατομικισμού των επιτυχημένων και ενός τυποποιημένου ηδονισμού που διακινούνταν πια σε οδηγούς διακοπών και έξυπνων πακέτων.
Το γιουχάισμα ήταν ένας παλιός, λαϊκός τρόπος. Κάτι αντίστοιχο με την επίσης «αρχαία» μούτζα. Εδώ και χρόνια, το γιουχάισμα συνοδεύεται από κείμενα στομφώδους πολιτικής παρα-θεωρίας.
Παρ’ όλα αυτά, όσες αλλαγές και αν συνέβησαν στο πέρασμα των γενεών και των οικονομικών κύκλων, η όποια εξέγερση του νέου της μεσαίας τάξης αντλεί κατά κανόνα από μία κυρίως πηγή, την περιφρόνηση του καλλιτέχνη για τον συμβατικό αστό και τα γούστα του.
Η ιδέα ενός γκρίζου, άσπλαχνου και ανέραστου ανθρώπου που θα έπρεπε πια να τον φτύνουμε, να τον λοιδορούμε, αν δεν τον λογαριάζουμε στα σίγουρα για εγκληματία και «ρουφιάνο», αυτή η σκληρή ιδέα απέκτησε διάρκεια και ρίζωσε στη φαντασία.
Δεν είναι κάποια υπόθεση της ελληνικής ιδιαιτερότητας, ούτε μόνο μεταπολιτευτική σπορά, ούτε καν καρπός του πολιτικού παιχνιδιού της λαϊκιστικής αριστεράς των τελευταίων χρόνων. Υπάρχει σε πλείστες χώρες, στην ίδια την ποπ κουλτούρα και σε πολλά νεανικά πολιτισμικά ιδιώματα. Από τη στιγμή, άλλωστε, που δημιουργήθηκε μια πολυάριθμη τάξη πτυχιούχων της μεσαίας τάξης, ο διχασμός τους ήταν αναπόφευκτος: οι «καλλιτέχνες» της θα αντιπαθούσαν τη μερίδα των «τεχνοκρατών» της και αντιστρόφως.
Προς το τέλος του εικοστού αιώνα, όμως, μια πιο συντηρητική και προσανατολισμένη σε πρακτικούς συμβιβασμούς νεολαία γέννησε την εντύπωση στους παρατηρητές πως ο συμβατικός φιλελευθερισμός κατάφερε να ηγεμονεύσει. Εκεί, προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, η «εξέγερση» είχε αρχίσει να φαίνεται σε πολλούς ως vintage κειμήλιο ή αποκλειστική ταυτότητα μικρών ομάδων εκτός mainstream.
Από το 2010 και μετά (και ίσως παλιότερα) θα επανέλθει όμως ξανά στη μόδα μια ιδέα εξέγερσης μαζί με την ηθική απόρριψη των ελίτ. Σε ένα τμήμα των γόνων της μεσοαστικής τάξης ηχεί πράγματι υπέροχα ο «άνθρωπος της τέχνης» που αφυπνίζεται και μιλά, ξανά, «εναντίον» και, όπως γράφουν, τα λέει έξω από δόντια. Αυτό που συναρπάζει είναι η απόρριψη ανθρώπων που εκπροσωπούν ή που έχει περάσει στο κοινό πως εκπροσωπούν το συστημικό.
Το μέτωπο αυτής της νέας εναντιωματικής διάθεσης είναι τα social media και σε πολύ μικρό βαθμό κάποια πολιτική δραστηριότητα. Το μέτωπο είναι η ρητορική, μοναδική σχεδόν σφαίρα όπου τα συναισθήματα μοχλεύονται, αντιπαλεύουν και αρπάζονται σε καθημερινή βάση. Σε αντίθεση με την ακραία φυσική βία των παλιότερων ανατρεπτικών (των baby boomers λ.χ.), οι σημερινοί αρέσκονται κυρίως σε ενοχλητικούς, «συμβολικούς πολέμους». Θέλουν να καταγγείλουν ή να αποδομήσουν αυτούς που αντιλαμβάνονται ως γκρίζους, σκοτεινούς ανθρώπους της εξουσίας.
Και τα λόγια που χρησιμοποιούν θα μπορούσαν να είναι στίχοι από κάποιο Schoolwave φεστιβάλ, από ραπ τραγούδι ή απόσπασμα από κάποια περφόρμανς. Είναι αυτή η γλώσσα που συναντά το «γαμιέσαι Μητσοτάκη», το οποίο, από αυτή την άποψη, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό μιας στάσης η οποία μοιάζει με ξεφώνημα και γιουχάισμα. Το γιουχάισμα όμως ήταν ένας παλιός, λαϊκός τρόπος. Κάτι αντίστοιχο με την επίσης «αρχαία» μούτζα. Εδώ και χρόνια, το γιουχάισμα συνοδεύεται από κείμενα στομφώδους πολιτικής παρα-θεωρίας. Η εξέγερση αυτή έχει πολλές εγκεφαλικές πλευρές και γι’ αυτό την παλιά λαϊκότητα, όσο και αν την ονειρεύεται, δεν μπορεί να την έχει.
Ας μην έχουμε αυταπάτες όμως. Αν πριν από δυο δεκαετίες αυτό το ύφος είχε συρρικνωθεί σε πολύ μικρά κοινά και τώρα βρίσκει μεγαλύτερο ακροατήριο, τούτο δεν οφείλεται στην προώθησή του από ένα κόμμα ή από κάποια δίκτυα της διανόησης. Είπαμε: το φαινόμενο, με διαφορές, εμφανίζεται σε πολλές δυτικές χώρες, στις ΗΠΑ, στη Γαλλία και αλλού.
Πίσω από τον ρητορικό εξεγερτισμό υπάρχει η αίσθηση ότι ορισμένοι τομείς του παγκόσμιου καπιταλισμού και ιδίως αυτοί που σχετίζονται με εμπορεύσιμα αγαθά, χρήμα και τεχνολογικές καινοτομίες, έχουν «αγοράσει» όλη την προσοχή των κυβερνώντων και των επενδυτών. Η καλλιτεχνική και ανθρωπιστική νέα διανόηση (και όσοι/-ες ταυτίζονται με καλλιτεχνικές και εναλλακτικές αξίες) νιώθουν πως παραμερίζονται και χάνουν διαρκώς έδαφος και φυσικά αμείβονται απείρως χαμηλότερα από την τεχνοκρατική και επιχειρηματική μερίδα.
Γι’ αυτό και αν ξύσεις τη ρητορική που αγγίζει συχνά ένα λούμπεν ψευτολαϊκό στυλ, θα βρεις την αγωνία της κοινωνικής καθόδου μαζί με την εντύπωση πως η καλλιτεχνική ύπαρξη υποβιβάζεται. Μόνο που αυτή η ιδέα –η οποία έχει βάση και δεν είναι αυθαίρετη– τείνει να γίνει ένα αυτοκαταστροφικό στυλ επίθεσης σε πρόσωπα, ένα είδος βανδαλισμού. Οι διεκδικήσεις μιας γενιάς μεταβάλλονται (με ευθύνη κάποιων) σε κάτι που αποπνέει αλαζονεία και διάθεση εμφυλίου με εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας που δεν έχουν τις ίδιες αξίες και πρακτικές.
Φεύγοντας κάπως από τις αφορμές των θυμών και των εκστρατειών στα social, μπορούμε ίσως να καταλάβουμε πως ισχύει απόλυτα κάτι που έλεγε ο Ρεϊμόν Αρόν. Μεγαλύτερος εχθρός του διανοούμενου (ή του καλλιτέχνη) δεν είναι η λογοκρισία αλλά η αδιαφορία. Αν κάποιοι πιστέψουν ή νιώσουν πως η εξουσία αδιαφορεί γι’ αυτό που πράττουν ή ονειρεύονται, είναι πρόθυμοι να προβάλουν στην εξουσία το φάντασμα της καταπίεσης και της τυραννίας.
Απέναντι σε ό,τι εισπράττουν ως έλλειμμα προσοχής και στοργής ή ως αδιαφορία έρχεται να προστεθεί ο πραγματικός υποβιβασμός της μεσαίας τάξης στην εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων. Από κει και πέρα, όμως, όλο αυτό γίνεται και αντιπολιτευτική πολιτική τεχνική και μόδα και ευκολία που έχει κάθε διαδικτυακή καμπάνια μίσους. Στο τέλος βγαίνει ένας αφρός που καλύπτει συχνά το πρόβλημα. Μέχρι το επόμενο γεγονός που θα δώσει ξανά αφορμή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.