Νίκος Ι. Καλλιανιώτης
Athênai, In Search of Home
Βιβλίο φωτογραφίας
Ο πληθυντικός της Αθήνας
Ηρακλής Παπαϊωάννου
Επιμελητής MOMus - Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
*
Η πόλη από την αρχαιότητα ακόμη ενσάρκωσε την οργανωμένη κοινωνική ζωή, το εμπορικό και πνευματικό κέντρο όπου κυκλοφορούσαν τα αγαθά και οι ιδέες. Η Βιομηχανική Επανάσταση το 18ο αιώνα πύκνωσε την κατοίκησή της με ρεύματα αστυφιλίας που έτρεφαν ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, μακριά από τη σκλαβιά της φεουδαρχίας. Τους δυο επόμενους αιώνες η πόλη υπήρξε το λίκνο όπου εκκολάφθηκαν οι μεταρρυθμίσεις και κυοφορήθηκαν οι νεωτερισμοί. Ακολούθως, αναδύθηκε η μεγάπολη που απέκτησε οικουμενική αύρα, παρότι δεν εγγυούνταν τις στοιχειώδεις καν προϋποθέσεις αξιοπρεπούς ζωής, ακόμη και στέγης. Το 2008 αποτέλεσε ορόσημο στη ραγδαία μεγέθυνση των πόλεων: για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν πλέον σε αστικά κέντρα από ότι στην ύπαιθρο. Αν η σύγχρονη ζωή συνυφαίνεται άρρηκτα με το αστικό φαινόμενο, φαντάζει λογικό η φωτογραφία, κατεξοχήν νεωτερικό μέσο, να φιλοτεχνεί την εικόνα της. Διάσημο παράδειγμα υπήρξε ο William Klein, που απέσταξε σε χωριστές εκδόσεις το άρωμα πόλεων όπως η Νέα Υόρκη (1958), η Ρώμη (1959), η Μόσχα (1964), το Τόκιο (1964). Αυτός όμως που ακτινογράφησε σε βάθος μια αστική επικράτεια ήταν ο Eugéne Atget. Επηρεασμένος από τη γαλλική λογοτεχνία και τις ριζικές αναπλάσεις του Παρισιού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αφιερώθηκε στην απεικόνισή του πάνω από τρείς δεκαετίες (1890-1927) συγκροτώντας ένα έργο καινοτόμο, παρότι νοσταλγικό, πέρα από τοπικά ή εθνικά όρια.
Πολλοί φωτογράφοι έκτοτε στόχευσαν το πορτρέτο μιας πόλης. Θέση ανάμεσά τους αναζητά η νέα εργασία του Νίκου Ι. Καλλιανιώτη για την Αθήνα. Έχοντας μεταναστεύσει το 1998 σε νεαρή ηλικία στην Αμερική, ο Καλλιανιώτης εκπαιδεύτηκε στον ευρύχωρο φωτογραφικό ορίζοντα της χώρας. Η πρώτη του σειρά America in a Trance (2018), ήταν μια μελαγχολική περιήγηση της θετής του πατρίδας, της άλλοτε ακμάζουσας βιομηχανικής Πενσυλβανίας. Στη νέα του σειρά Athênai, In Search of Home επισκοπεί, αντίστροφα, τη γενέτειρα πόλη μετά την επιστροφή σ’ αυτήν. Με τρόπο αναπόφευκτο, ίσως, φωτογραφίζει την πρώτη του πατρίδα με τις εικαστικές αποσκευές της δεύτερης. Η πόλη των παιδικών του χρόνων δεν υπήρχε βέβαια όπως την άφησε. Στη θέση της βρήκε μια παράξενα γοητευτική και απρόβλεπτα άναρχη πρωτεύουσα, στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, που δεν γίνεται εύκολα Ιθάκη κανενός. Και ο Καλλιανιώτης στις φωτογραφίες του φαίνεται μάλλον να την ανακαλύπτει εκ νέου παρά να διαλέγεται με τις επιλεκτικές ασάφειες της μνήμης.
Στηριγμένος στην ακριβή παρατήρηση όσο και στη διαίσθηση, ψηλάφησε την Αθήνα ως φαινόμενο πολυδιάστατο: ως πόλη με ανεξίτηλη σφραγίδα στην ιστορία του πολιτισμού, στην οποία η επίμονη ακινησία των αρχαίων σπαραγμάτων ενόσω όλα αλλάζουν, δίνει ενίοτε την εντύπωση ότι πλανιέται κανείς σε διάκενα αιώνων. Επισκοπεί, όμοια, σύγχρονους ναούς, πολιτιστικούς ή καταναλωτικούς, όπως η ανακαινισμένη Εθνική Πινακοθήκη ή το εμπορικό κέντρο στο Μαρούσι, σκιαγραφώντας έτσι το προφίλ της πόλης του 21ου αιώνα. Από το έργο του αναδύονται ωμές όψεις της ζωής στο επίπεδο του δρόμου, που επικυρώνουν όσο και ανατρέπουν τις προσχηματισμένες κρίσεις. Διακρίνει ακόμη λεπτούς συσχετισμούς που φανερώνουν βαθύτερα το πνεύμα της πόλης, αναδεικνύοντας συγχρόνως ανάγλυφα τη διαφορά ανάμεσα στο κέντρο και τα άκρα του αθηναϊκού σώματος, το ζωτικό και το παρακμιακό, το διαρκώς νέο και το παραιτημένα παλιό. Διασχίζει επίσης την πολυεθνική Αθήνα ανακαλύπτοντας λανθάνοντες θύλακες ετερότητας, όπως ο κουρδικός σύλλογος στο Λαύριο ή το γεμάτο καθρέφτες, ισλαμικό κουρείο της Καλλιθέας όπου χρησιμοποιείται ως ποδιά η αμερικανική σημαία. Η Αθήνα του Καλλιανιώτη είναι τελικά αριθμού πληθυντικού (όπως παλιά το όνομά της), καθώς ανιχνεύει πολλές από αυτήν στην καρδιά της Αττικής.
Για να το επιτύχει αυτό περιηγήθηκε την Αθήνα άοκνα, σε κάθε άκρη του ορίζοντα: από την όψη που μαγνητίζει με την ιστορικότητα και την αστραφτερή θωριά της, ως τις εσχατιές της στο γιαπί του Καματερού, το παζάρι στο ρέμα του Σχιστού ή τα προσφυγόσπιτα της Ελευσίνας όπου όλα ζυγίζονται με το μέτρο της αναγκαιότητας και η ζωή πορεύεται με τα ελάχιστα. Και έφτασε μακρύτερα, εκεί όπου πρόσφατες πυρκαγιές κατέκαψαν τα περιαστικά δάση και μοναχικές κατοικίες υπογραμμίζουν την αυθαίρετα βαθιά διείσδυση στη φύση και τη σφοδρή κλιματική αλλαγή. Η χωρική περιπλάνηση εξοικείωσε επίσης τον Καλλιανιώτη με τους ετεροβαρείς χρόνους της πόλης: τον πιεστικό ρυθμό της καθημερινής πάλης, το ράθυμο τουριστικό βηματισμό, το σφυγμό παρελάσεων και διαδηλώσεων, τον παγωμένο ιστορικό χρόνο, τον ανεσταλμένο του άστεγου. Αυτό υπονοεί ίσως η φωτεινή κοιλάδα σε ένα σκιερό τοπίο στην οδό Πανεπιστημίου, με το σώμα ενός άστεγου στο πεζοδρόμιο να ταλαντεύεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Οι άνθρωποι διασχίζουν τις εικόνες του με διάφορους τρόπους: άλλοτε κυριαρχούν στο πρώτο πλάνο σε νευρώδη στιγμιότυπα που ευνοούν την ευκαιριακή συμβίωση. Άλλες φορές υποχωρούν στο μεσαίο πλάνο σε σχέσεις λεπτά ζυγισμένες με την περιρρέουσα συνθήκη ή σβήνουν στο βάθος ως αδρανείς συντελεστές. Και είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς σ’ αυτό το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο αστικών όψεων πόσο οι μορφές διαπλάθουν το περιβάλλον ή διαπλάθονται από αυτό.
Στην περιπλάνησή του ο Καλλιανιώτης σκαλίζει σχολαστικά το πυκνό δάσος των αστικών σημείων: στην Ελευσίνα διακρίνει τον δαφνοστολισμένο Αισχύλο να συμβιώνει με αγοραίες εμπορικές επιγραφές. Στα Μέγαρα σε ένα χορταριασμένο γήπεδο εντοπίζει ένα αντίγραφο του δισκοβόλου του Μύρωνα ακρωτηριασμένο. Στον Ασπρόπυργο σε μια ανεγειρόμενη κατοικία απομιμήσεις κιόνων θεμελιώνουν την προσωπική εστία σε ένα συλλογικό ιδανικό. Το κλειστό αεροδρόμιο του Ελληνικού, πύλη σύνδεσης της Αθήνας κάποτε με κάθε γωνιά της γης, προβάλλει πλέον ως τόπος ακινητοποίησης προσφύγων. Ο Καλλιανιώτης αλιεύει ακόμη συμβάντα που αναδεικνύουν τη σύγχρονη πόλη ως γεννήτρια παράνοιας: όπως τη νέα γυναίκα που κάθεται στην εξωτερική πλευρά του μπαλκονιού μιας τυπικής αθηναϊκής οικοδομής, εμφανίζοντας μια αφύσικα ατάραχη έλξη προς το κενό. Ή τη γυναίκα πρόσφυγα που διασχίζει την πλατεία Κοτζιά κρατώντας από το λαιμό μια κούκλα, προστατεύοντας το άψυχο σώμα πιεστικά, σ’ έναν υπαινιγμό αιχμηρό για δυνητικές απώλειες. Ανταλλάσσει ακόμη αγέρωχα βλέμματα με τον οδηγό λεωφορείου, στο πλάι του οποίου προβάλλει μια ζωγραφισμένη περικεφαλαία και το επικό "Μολών Λαβέ". Και αναζητά νοηματοδοτήσεις απρόσμενες, όπως η στοά στην Ομόνοια όπου οι άνθρωποι έναν όροφο χαμηλότερα θυμίζουν ζωές επιμελώς θαμμένες μέσα στον αστικό λαβύρινθο.
Τις φωτογραφίες του συχνά μοιάζει να τις διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα, μια λεπτή ένταση, ένα στοιχείο χαρακτήρα που δηλώνεται με τη διαχείριση του χρώματος, στοιχεία απρόοπτα και αστικές μεταπτώσεις (πραγματικές ή εννοιακές). Προσεκτικός μελετητής της φόρμας και της ποιότητας του φωτός, ο Καλλιανιώτης ερευνά ενδιάμεσες θέσεις ανάμεσα στην deadpan τοπιογραφία και την ευμετάβλητη φωτογραφία δρόμου, εμβολιάζοντας συχνά ένα αυστηρό κάδρο με αστάθμητα επεισόδια. Η φόρμα, άλλωστε, γεννά ενίοτε νόημα αυτοτελώς: όπως ο κίονας στην οδό Σταδίου που, διαιρώντας μια αστική άποψη, ενθέτει την ιστορία επιβλητικά στο παρόν, καθώς το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη μια πλευρά της κολόνας φαίνεται να δείχνει αόριστα ένα σκελετό κτιρίου στην άλλη, συνδέοντας την πορεία της επανάστασης με τις αρχιτεκτονικές υπεραξίες. Και η τσιμεντούπολη αναδύεται σε απόψεις μακρινές, σχεδόν αφηρημένες, όπως αυτή στα Τουρκοβούνια, σαν αχανής επιχείρηση real estate. Η στιβαρή ματιά του Καλλιανιώτη μεταφράζει απόψεις της πόλης σε εσωτερική αρχιτεκτονική της φωτογραφίας, σκηνικό χώρο όπου εκτυλίσσονται ιστορίες σημαντικές και ασήμαντες. Και επιβεβαιώνει πως μια από τις μεγαλύτερες συμβολές της φωτογραφίας στη σύγχρονη ιστορία (όχι μόνο της τέχνης) είναι η εμμονή της να νοηματοδοτεί το ασήμαντο, υπερβαίνοντας τις άνωθεν ιεραρχήσεις.
Στο έργο του εικόνες κάθε λογής συνομιλούν λοξά με την αρένα του δημόσιου χώρου. Από συγκεντρώσεις κατά του εμβολιασμού στην Ομόνοια μέχρι αυλές με απλωμένες μπουγάδες στο Πέραμα, σε μικρόκοσμους όπου η πραγματικότητα και η εξιδανίκευση συγκρούονται ανοιχτά: όπως η υπερμεγέθης γυναικεία μορφή ενός γκραφίτι που εγκλωβίζεται μέσα σε κολόνες και ένα ερωτηματικό. Σε μια άλλη, σχεδόν μονοχρωματική σκηνή, η παλιά Αθήνα στην πλαϊνή όψη ενός σταθμευμένου φορτηγού συνδιαλέγεται βουβά με το σύγχρονο εαυτό της. Αλλού, σε σταθμούς λεωφορείων φορτώνονται αποσκευές και βιώματα για να μεταφερθούν στα βάθη των Βαλκανίων, υπό το βλέμμα ομηρικής μορφής σε παρακείμενη υποβαθμισμένη οικοδομή, αναδεικνύοντας την αναχώρηση και την επιστροφή σε κύκλο διαχρονικό και διαπολιτισμικό. Στο Χίλτον αντίθετα, ιστορικό σύμβολο της εγχώριας νεωτερικότητας, η καθαρότητα της φόρμας και η αφαιρετική γεωμετρία λειτουργούν ως μεταφορά εκλέπτυνσης και πλούτου. Και το αλλόκοτο, ζυμωμένο με κρίσεις και διακρίσεις, προβάλλει ως νέα κανονικότητα σ’ έναν κόσμο πληθωρικό σε οπτικά σημεία, συχνά όμως κενό περιεχομένου.
Η επιδέξια διαχείριση του συμπτωματικού αναδεικνύει ακόμη μια παράξενη υπαρξιακή μοναχικότητα: ο νεαρός στις στήλες του Ολυμπίου Διός τινάζει κάτι από πάνω του σαν να απαλλάσσεται από φορτική ενόχληση. Ένας άντρας παίζει γαλήνια φλάουτο στο πάρκο, αδιαφορώντας για την πυκνή χιονόπτωση. Στατικά μετωπικά πορτρέτα, στη Μαγούλα και στην Αγία Βαρβάρα, έρχονται σε αντίστιξη με σκηνές διαδηλώσεων και οπαδικού φανατισμού, ή τη διμοιρία των ΜΑΤ που περιφρουρεί ένα εμπορικό κτίριο στολισμένο σαν δώρο. Βία όμως λανθάνει και στο άδειο τοπίο που δηλώνεται ως checkpoint, όπου οι αυστηρές κάθετες και διαγώνιες γραμμές και η κάμερα παρακολούθησης επιτείνουν την αίσθηση ελέγχου, ή στη Μερσεντές με βουλιαγμένο ουρανό που στήνεται μνημειακά πάνω σ’ ένα κοντέινερ. Ακόμη, στο λεωφορείο των ΜΑΤ που χωρίζει το ουδετερόχρωμο, ελίτ ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας από τη βαθυκόκκινη σημαία του ΚΚΕ.
Ο Καλλιανιώτης συνομιλεί ανοιχτά με την Ιστορία, από την αναπαράσταση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας σε μια αποθήκη του Πειραιά, ως τη στενή γέφυρα του ρεμπέτη, πάλι στον Πειραιά. Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, τα στεφάνια και οι κόκκινες ταινίες στους κορμούς των δέντρων συμβολίζουν όσους στάθηκαν όρθιοι απέναντι στις σφαίρες των ναζί, ενώ ο τοίχος στη λεωφόρο Αμαλίας φέρει ακόμη γυμνά ίχνη σφαιρών από τα Δεκεμβριανά, καθώς παλαιοί και σύγχρονοι εμφύλιοι σημαίνουν τη μοίρα που ο άνθρωπος δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποφύγει. Και σε άλλες φωτογραφίες ψηλαφά το θρησκευτικό αίσθημα: σε μια τοιχογραφία εκκλησίας ο Χριστός επιτελεί ένα θαύμα μπροστά σε έκπληκτα βλέμματα πιστών ζωγραφισμένων, καθώς οι καρέκλες από κάτω στοιβάζονται άδειες, ενώ σε μια νυχτερινή άποψη στο Κορωπί το επιτακτικά διατυπωμένο αίτημα της μετάνοιας πλέκεται απειλητικά με σκιές από κάγκελα.
Ως ώριμος στιγμιογράφος συνδυάζει καίρια το εφήμερο με το διαρκές, και σημειώνει την ανωνυμία όσο και την εμφανή εξατομίκευση, όπως τη μάσκα με την Αφροδίτη του Botticelli στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ή τον άντρα στο Βασιλικό Κήπο που φέρει στην πλάτη τατουάζ το όνομα του τέως βασιλιά και την κορόνα. Κάποιες φορές ένα σχόλιο είναι εμφανές, όπως η γεωμετρία του ΟΑΚΑ που μοιάζει να εγκλείει έναν άνθρωπο σε καροτσάκι. Σε άλλες ο θεατής πρέπει να αποφασίσει ποιο γάντι θα σηκώσει για να δοκιμάσει μια ερμηνεία. Όπως στον Περισσό, όπου τα γυμνά μανεκέν μιας βιτρίνας επιθεωρούν ένα δρόμο σκαμμένο μεταφορικά με τα χαρακώματα ενός ακήρυχτου πολέμου, ή τη σκηνή στο Μικρολίμανο που η φροντισμένη όψη ενός μπιστρό εντάσσεται σε ένα αταξινόμητα ακατάστατο τοπίο.
Αν όμως το έργο του Καλλιανιώτη ζωογονείται από τη σύγχρονη φωτογραφία δρόμου, ποια είναι τα ζητούμενά της τον 21ο αιώνα; Η πρακτική που εισέφερε στην κατανόηση της μητροπολιτικής συνθήκης, στην κοινωνική φωτογραφία και τη φωτογραφική τέχνη, που ανέδειξε τις ανισότητες και τις αστάθειες του συστήματος, δέχθηκε βέλη για υπέρβαση της ατομικότητας. Η κριτική διαθέτει βάση, η υπόθεση όμως είναι πιο περίπλοκη: ένας τέτοιος αποκλεισμός ευνοεί το καθρέφτισμα της κοινωνίας κατ’ εξοχήν με τρόπους που ορίζει η εξουσία (και η επίσημη τέχνη ως τέτοια) και οι τοξικές, μηντιακές παραφυάδες της. Κι αυτό σε μια εποχή που όλα σχεδόν συρρικνώνονται σε μια επιφανειακή επικοινωνία και η πόλη γίνεται εικόνα η ίδια, φορώντας ένα fake λούστρο κάτω από το οποίο βράζει η αναστάτωση. Ίσως πρέπει να αναζητηθεί στη φωτογραφία δρόμου ένα νέο απεικονιστικό ήθος, που δοκιμάζεται στην κόψη ανάμεσα στο όριο της δημόσιας ιδιωτικότητας και τη συλλογική αυτοεξέταση. Ο Julian Stallabrass, άλλωστε, διερμηνεύοντας τον Walter Benjamin, έβλεπε το δρόμο ως το σπίτι του συλλογικού. Ικανό μέρος της φωτογραφίας του Καλλιανιώτη, ούτως η άλλως, εικονίζει ανθρώπους μετωπικά, με τρόπο μη αναγνωρίσιμο ή χωρίς να φανερώνει τίποτε προσωπικό γι’ αυτούς.
Τι είναι τελικά η Αθήνα; Είναι ότι αναμένεται από αυτήν και παράλληλα μια έκπληξη αναπάντεχη, μια συνθήκη διαρκώς ρευστή, άναρχα ελευθεριάζουσα. Είναι τόπος όπου η μακροϊστορία, αρχαία και πρόσφατη, ζυμώνεται με τη μικροϊστορία, την ανώνυμη περιπέτεια, όπου συνυπάρχουν η επιτήδευση και το τραύμα, όπου τα τοπικά συμφραζόμενα συνυφαίνονται με την παγκοσμιοποιημένη γλώσσα. Και η ανεπίσημη γλώσσα της πόλης έρπει τοίχο-τοίχο, επιθετικά ή τρυφερά, διεκδικώντας βαθμούς ελευθερίας αποκλεισμένους. Η Αθήνα του Καλλιανιώτη φέρει στο σώμα της κάθε επιτυχία και αποτυχία της νεοελληνικής κοινωνίας, εμφανή ίχνη πάλης ανάμεσα στο εγχώριο και το εισαγόμενο, την υφέρπουσα βία της οικονομικής κρίσης, όψεις της πραγματικότητας που μοιάζουν βίαια συγκολλημένες, χωρίς συνοχή ή συνεπή ιδεολογία. Περιέχει σε αφθονία αντιθέσεις και αντιφάσεις που εκδηλώνονται κυρίως ως πεδίο σύγκρουσης. Ή ως άλμα βαθύ από το ευγενές "All we have is words, all we have is worlds" της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, στο ενεχειροδανειστήριο της γειτονιάς του Πειραιά τα κόκκινα φώτα του οποίου μοιάζουν να σημαίνουν συναγερμό. Ίσως το φαινόμενο είναι αναπόφευκτο σε κάθε μεγαλούπολη. Κάποιες μακιγιάρουν τις ουλές επιτυχώς, γαληνεύοντας την ατμόσφαιρα με γραφικές νότες, και ισορροπημένες δόσεις αναστηλωμένων μνημείων και σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Στην Αθήνα, όμως, όπως ευφυώς αναδεικνύει ο Καλλιανιώτης, το χάσμα είναι απροσχημάτιστα φανερό, καθώς η πόλη απολαμβάνει να είναι συγχρόνως ευρωπαϊκή και βαλκανική, μεσόγεια και ανατολίτικη, κοσμοπολίτισσα και επαρχία στην άκρη της Ευρώπης, να τρίβεται σε όρια γεωγραφικά και πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά, να ανήκει κανονιστικά στο δυτικό πλαίσιο και να διαφεύγει επιδέξια την άκαμπτη αυστηρότητά του, να είναι πόλη-κράτος σε όρους ιστορικούς και σύγχρονους. Με την έννοια αυτή η Αθήνα διαφεύγει την περιγραφή. Εκτός αν κάποιος συνθέσει το πορτρέτο της ψηφίδα-ψηφίδα, αναγνωρίσει την άγρια ποιητικότητά της, διατρέξει ελλειπτικά το αχανές σώμα της, αφεθεί σε μικρά μυστικά γεμάτα νόημα, νιώσει πώς το φως στο οποίο λούζεται συμπλέκεται με το μυστήριο του χρόνου. Τότε οι Athênai του Νίκου Ι. Καλλιανιώτη αναδεικνύονται ίσως ξαφνικά απροσδόκητα ζωτικές, και δικαιώνουν τον πληθυντικό αριθμό.
*
Ο Nίκος Ι. Καλλιανιώτης είναι εκπαιδευτικός και φωτογράφος με έδρα την Αθήνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι κάτοχος Master of Fine Arts από το School of Visual Arts της Νέας Υόρκης και έχει διδάξει φωτογραφία στο Drexel University, στο Marywood University, στο University of Scranton και στο Luzerne College. Yπήρξε φωτογράφος σε αρκετά έντυπα, όπως Τhe Times Leader, Gannett Newspapers, The Watertown Daily Times, και συνεργάτης των The New York Times. Η πρώτη του μονογραφία America in a Trance (Damiani, 2018) έχει λάβει επαίνους από τα πιο μεγάλα εθνικά και διεθνή έντυπα.
Athênai, In Search of Home, Εκδόσεις Damiani, 2022 - 160 Σελίδες - 119 Φωτογραφίες. Γλώσσα: Αγγλικά/Ελληνικά.
Κείμενα: Ηρακλής Παπαϊωάννου/ Νίκος Βατόπουλος
www.nikokallianiotis.com
Instagram: njkphoto