Όσοι έχουν δει την ταινία της Σοφία Κόπολα «Bling Ring», του 2013, θυμούνται την υπόθεση: η ιστορία μιας παρέας εφήβων που συνελήφθη το 2009 για ληστείες σε σπίτια σελέμπριτι. Η Κόπολα περιγράφει τα γεγονότα χωρίς πολλά σχόλια, στην ουσία υμνεί τη μόδα και την κατανάλωση και οι νεαροί τότε πρωταγωνιστές είχαν πάταγο. Το «Super rich kids with nothing but loose ends /Super rich kids with nothing but fake friends» που τραγουδά ο Φρανκ Όσιαν στην ταινία τα λέει όλα. Όλα; Όχι, αφού η Κόπολα εμπνεύστηκε το θέμα της ταινίας διαβάζοντας την αφήγηση μιας από τις «ηρωίδες» των διαρρήξεων στο «Vanity Fair» και έμεινε εκεί, στο προφανές.
Εννέα χρόνια αργότερα, το ντοκιμαντέρ του Netflix «The Real Bling Ring: Η Συμμορία του Χόλιγουντ» σε τρία καθόλου βαρετά επεισόδια φωτίζει διαφορετικά τα γεγονότα, εξετάζοντας κυρίως το υπόβαθρο των πρωταγωνιστών, θυτών και θυμάτων, και το κίνητρο.
Μιλούν δυο από τα πρόσωπα της ιστορίας η οποία προκάλεσε τότε έναν παροξυσμό στα ΜΜΕ που όμοιος του είχε υπάρξει μόνο σε μεγάλες δίκες, π.χ. του Ο.Τζ. Σίμπσον, διαβάζοντας με τα μάτια μιας άλλης δεκαετίας μια περίοδο κατά την οποία η δημοσιότητα των νέων τότε σταρ και σελέμπριτι άλλαξε καταλυτικά τον τρόπο ενημέρωσης και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη διασημότητα.
Οι δυο αφηγητές και πρωταγωνιστές της ιστορίας –οι άλλοι δεν δέχτηκαν να πάρουν μέρος στο ντοκιμαντέρ– είναι η Αλέξις Νέιερς και ο Νικ Προύγκο. Στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ο ένας διαψεύδει τον άλλο, αλλά φυσικά κερδίζει ο πιο αποκαλυπτικός ως προς τα γεγονότα, ο Προύγκο, που ομολόγησε τα πάντα πιστεύοντας ότι θα μπορέσει να κάνει συμφωνία με τις αμερικανικές αρχές και να πέσει στα μαλακά.
Οι δυο αφηγητές και πρωταγωνιστές της ιστορίας –οι άλλοι δεν δέχτηκαν να πάρουν μέρος στο ντοκιμαντέρ– είναι η Αλέξις Νέιερς και ο Νικ Προύγκο. Στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ο ένας διαψεύδει τον άλλο, αλλά φυσικά κερδίζει ο πιο αποκαλυπτικός ως προς τα γεγονότα, ο Προύγκο, που ομολόγησε τα πάντα πιστεύοντας ότι θα μπορέσει να κάνει συμφωνία με τις αμερικανικές αρχές και να πέσει στα μαλακά.
Είναι αυτός που ομολογεί ότι όλα πήγαιναν καλά και χαλαρά μέχρι που άρχισαν να πηγαίνουν κατά διαβόλου. Ο «διάβολος» στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Αλέξις, είναι αυτή που κατέδωσε τον Νικ στην αστυνομία και αν δεν υπήρχε η δική της μαρτυρία η υπόθεση θα είχε χαθεί στον αχανή κόσμο των εφήβων που αναζητούσε η αστυνομία με εντελώς διαφορετικά μέσα τότε –γιατί δεν είχε προκύψει η τρομοκρατία– στο χαοτικό Λός Άντζελες.
Είναι αλήθεια ότι η συμμορία έδρασε εντυπωσιακά, αλλά γιατί το έκαναν; Για να αποκτήσουν υπόσταση σε μια πόλη που τόσο η καλή όσο και η κακή φήμη είναι ένα και το αυτό. Σε μια πόλη αδυσώπητη, πολύ ταξική, με τρομακτικές ανισότητες σε κάθε πλευρά της, εκεί που άλλοι έχουν τα πάντα και άλλοι δεν έχουν τίποτα. Τόσο απλά. Και φυσικά όσοι ζούσαν στο Βάλεϊ ήταν εκείνη την εποχή οι αποτυχημένοι, στην άλλη πλευρά γινόταν το «πανηγύρι».
Από ένα τέτοιο σπίτι στο Βάλεϊ προέρχεται ο Νικ, που ομολογεί στην κάμερα χαμογελαστά ότι δεν ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά διάσημος. Από ένα εντελώς δαφορετικό σπίτι έρχεται η Αλέξις, ο πατέρας της δούλευε ως διευθυντής φωτογραφίας και η ίδια μεγάλωσε από πλατό σε πλατό, μέσα στα φώτα της σόου μπιζ. Συγκρίνοντας τα δυο πρόσωπα που αφηγούνται την ιστορία, η Αλέξις είναι πιο έξυπνη, πιο συγκροτημένη, έχει περάσει μια μεγάλη περιπέτεια ως εξαρτημένη από τα ναρκωτικά, έχει καθαρίσει και έχει κάνει δυο παιδιά, ξέρει τι θα πει, λέει και μερικά ψέματα, σε αντίθεση με τον Νικ που μοιάζει να μιλά σαν να αναφέρεται σε κάποιο πάρτι όπου ήπιαν όλοι λίγο παραπάνω.
Στην αφήγηση παίρνει μέρος και η μητέρα της Αλέξις, μια ξεπεσμένη στάρλετ, που ήταν ο εγκέφαλος πίσω από την ιδέα να γίνει ριάλιτι η ιστορία της οικογένειάς της – για τη δόξα και το χρήμα και για να υπάρχει μια πιο ποπ εκδοχή των Καρντάσιαν, μόνο που η Κρις Τζένερ χαλαρά είναι μοντέλο που μετά από αυτήν έσπασε το καλούπι.
Η μητέρα της Αλέξις μοιάζει με όλες αυτές τις μητέρες-μίνι μαστροπούς, που δεν ανησυχούν καθόλου για το ποιόν των ανδρών που βγάζουν βόλτα τα κορίτσια τους, αρκεί αυτό να φέρει χρήμα στο σπίτι και φυσικά να βγάλει και αυτές από την αφάνεια και την παρακμή.
Στο κάδρο του ντοκιμαντέρ υπάρχουν και οι δυο γυναίκες παραγωγοί του ριάλιτι της οικογένειας Νέιερς, οι οποίες δείχνουν απλά ότι οι παραγωγοί των ριάλιτι είναι χοντρόπετσοι, γελάνε (ξεκαρδίζονται για την ακρίβεια) με τα παθήματα των άλλων και δεν αναλογίζονται λεπτό τις επιπτώσεις στους πρωταγωνιστές. Η παρουσία τους είναι ένας ύμνος στην αναλγησία και την αναισθησία των παραγωγών των ριάλιτι, δυο καρχαρίες που βολτάρουν στα αβαθή του L.A. για να γίνει η δουλειά, χωρίς καμία αναστολή.
Τι συνέβαινε τότε στον κόσμο των σελέμπριτι; Το ριάλιτι της οικογένειας Όσμπορν. Το πρώτο που άλλαξε την εικόνα των διάσημων. Μέχρι τότε ξέραμε αυτά που επέλεγαν να παρουσιάσουν τα στούντιο και ξαφνικά είδαμε τους σταρ στην κουζίνα, στις ντουλάπες τους, στην κρεβατοκάμαρα και στο ντους.
Όλα αυτά από το 2006 έως το 2009, τη χρυσή δεκαετία του κουτσομπολιού, με το ΤΜΖ να θριαμβεύει, με την προσοχή που επιδίωκε ο καθένας στο πρόσωπό του να είναι το πιο πολύτιμο αγαθό, τις τσόντες της Πάρις Χίλτον και της Κιμ Καρντάσιαν να τις μεταμορφώνουν σε ινδάλματα, και τη ρήση «σημασία δεν έχει να σε συμπαθούν αλλά να σε ξέρουν» να αναβοσβήνει με φωτεινά γράμματα στα πρόσωπα κάθε νεαρής ανερχόμενης κοσμικής. Η Πάρις Χίλτον ήταν το ίνδαλμα. Κυρίως για αυτά που φορούσε, γιατί κανένας σήμερα δεν θυμάται τι έκανε.
Και όλοι, ανάμεσά τους και η συμμορία των έφηβων κλεφτών, δεν είχαν τόσο εμμονή με τις διασημότητες αλλά με αυτά που φορούσαν. Και ήθελαν να φοράνε τα πράγματά τους ή κάποια παρόμοια εξίσου ακριβά, σαν ένα κομμάτι δόξας.
Επίσης τότε, εντελώς τυχαία, οι άνθρωποι ήταν εξωφρενικά πλούσιοι και αδιάφοροι. Κυρίως στο L.A. Άφηναν ξεκλείδωτα τα αυτοκίνητα, ξεχασμένες μέσα τις τσάντες τους, ανοιχτά τα σπίτια τους.
Έτσι ξεκίνησε η δράση του Νικ που με τη φίλη του Ρέιτσελ τυχαία άνοιξαν ένα ξεκλείδωτο αυτοκίνητο, βρήκαν πιστωτικές κάρτες και ψώνισαν όσα μπορούσαν. Και άρχισαν να κυκλοφορούν με πανάκριβα ρούχα και αξεσουάρ, υποδυόμενοι τους ανθρώπους που δούλευαν στον χώρο της μόδας, οι οποίοι είναι μάλλον χιλιάδες στην «πόλη των αγγέλων».
Συνέχισαν να ψάχνουν ανοιχτά αυτοκίνητα και μπορεί να είχαν εγκαταλείψει το σπορ αν τα σόσιαλ μίντια, που τότε ξεκινούσαν την τρελή τους κούρσα, και η τεχνολογία δεν έκανε πανεύκολες τις κλοπές και δεν τους άνοιγε τον δρόμο μιας ένδοξης «καριέρας». Δηλαδή αν οι άνθρωποι δεν ενημέρωναν στα σόσιαλ τους πάντες για κάθε τους κίνηση, πότε θα λείψουν και πότε θα πάνε διακοπές, τι αγόρασαν και πώς είναι το σπίτι τους.
Πρώτο θύμα ένας παλιός φίλος του Νικ, που αποφάσισε να ανακοινώσει ότι θα πάει διακοπές στην Τζαμάικα. Το ντουέτο Νικ - Ρέιτσελ μπήκε στο σπίτι του και πήρε μετρητά τα οποία ξόδεψε χαρούμενα και ασυλλόγιστα σε πρωτοκλασάτες αγορές.
Αυτή η εύκολη λεία τους άνοιξε την όρεξη να χτυπήσουν το σπίτι του ινδάλματός τους, της Πάρις Χίλτον. Μπήκαν, η «αφηρημένη Πάρις» είχε αφήσει ξεκλείδωτα, πήραν χιλιάδες δολάρια που βρήκαν τσαλακωμένα μέσα στις πανάκριβες τσάντες της, μερικά κοσμήματα και αξεσουάρ. Η Πάρις ούτε που κατάλαβε τι έλειπε. Και σνίφαραν και την κόκα της, ένα μέρος της δηλαδή, γιατί ο Νικ λέει ότι υπήρχε μια σακούλα με το καλύτερο της αγοράς (ο δικηγόρος της Χίλτον διέψευσε ότι υπήρχαν ναρκωτικά στο σπίτι, αλλά όλοι τον Νικ πιστέψαμε).
Το σπίτι της Χίλτον έγινε η αγαπημένη ντουλάπα αγορών της παρέας. Μπήκαν συνολικά τέσσερις με πέντε φορές μέχρι να το αντιληφθεί η Χίλτον και να μην αφήνει χιλιάδες δολάρια στις τσάντες της. Και τότε έκλεψαν τα κοσμήματά της, αξίας δυο εκατομμυρίων δολαρίων–, για την ακρίβεια έβαλαν κάποιον άλλον να κάνει την κλοπή για να μην κινδυνεύσουν οι ίδιοι, αλλά δεν κατάφεραν να τα σπρώξουν στην αγορά. Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή ληστεία, που πήρε έκταση στον Τύπο.
Εκείνη την εποχή ο Νικ και η Ρέιτσελ γνωρίζουν την Αλέξις, που ονειρεύεται να κάνει καριέρα ηθοποιού, και τις φίλες της. Ο Νικ εμφανίζεται ως στυλίστας και κάνει δώρα στις καινούργιες φίλες του πανάκριβα αξεσουάρ, τσάντες κυρίως, και αισθάνεται ότι με μια τσάντα Σανέλ εξαγοράζει τη φιλία τους και γίνεται αποδεκτός.
Όταν εκείνες καταλαβαίνουν ότι ο φίλος τους δεν είναι στυλίστας υπάρχει το απλό επιχείρημα που στην ουσία ενοχοποιεί τα θύματα: έχουν λεφτά, δεν θα τους λείψουν, δεν κλέβουμε φτωχούς, κλέβουμε πλούσιους, είναι αδιάφοροι και σπάταλοι. Εξαγνίζουν όλες τις πράξεις τους δείχνοντας με το δάχτυλο τον δαίμονα του καταναλωτισμού. Χα! Αυτό το τελευταίο είναι το μόνο που συνδέει φυσικά όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ο δαίμονας.
Η εφηβική συμμορία κλέβει τα σπίτια των Λίντσι Λόχαν, άλλο ίνδαλμα της εποχής, μιας σταρ ριάλιτι και του Ορλάντο Μπλουμ, που είχε αφήσει έτσι αφύλαχτη μια σειρά πανάκριβα βίντατζ Ρόλεξ ανάμεσα σε άλλα πολύτιμα. Οι διευθύνσεις των σταρ είναι χύμα στο διαδίκτυο, μόνο σχεδιαγράμματα των σπιτιών τους δεν υπάρχουν, με τους παπαράτσι να στέκονται έξω από τους μαντρότοιχους.
Η Αλέξις μπήκε στο σπίτι του Μπλουμ γιατί ήθελε χρήματα, ήταν ήδη εξαρτημένη στα οπιούχα, και είναι η μόνη κλοπή στην οποία πήρε μέρος. Φυσικά το βίντεο με τα παιδιά με τις κουκούλες που έκλεβαν σπίτια διάσημων γίνεται θέμα στο ΤΜΖ, η παρέα αρχίζει να υποψιάζεται ότι δεν θα πάνε καλά τα πράγματα, αλλά φορά τα κλοπιμαία σαν να μην τρέχει τίποτα.
Όταν στη διαδικασία πριν τη δίκη εμφανίστηκαν οι φωτογραφίες όλοι γέλασαν, αλλά πώς να ταυτοποιήσεις μια τσάντα Σανέλ ανάμεσα στις χιλιάδες που πωλούνταν με ρυθμό πολυβόλου στο Λος Άντζελες;
Όταν οι κλοπές παίρνουν δημοσιότητα, η Αλέξις από φόβο καρφώνει τον Νικ στην αστυνομία και ακολουθεί χάος. Τα σόσιαλ που τους άνοιξαν τον δρόμο των κλοπών, γίνονται η καταδίκη τους.
Εκεί καταλαβαίνουμε δυο απλά πράγματα: όλα έγιναν για να πέσει μια αχτίδα από τα φώτα της δημοσιότητας επάνω τους, να ξεχωρίσουν από τον σωρό. Όταν αρχίζει η διαδικασία, τον Μάρτιο του 2010, εκεί που θα αποφασιστεί αν η υπόθεση θα πάει σε δίκη, αρχίζει το μεγάλο τσίρκο.
Ο Νικ, ασυγκράτητος και εξαρτημένος από τη δημοσιότητα, δίνει δεκάδες συνεντεύξεις στην τηλεόραση, η Αλέξις δίνει μια συνέντευξη στο «Vanity Fair» που την καίει κυριολεκτικά –όμως κατάφερε και μπήκε στο περιοδικό των ινδαλμάτων της–, δικηγόροι πάνε και έρχονται, κάμερες από όλο τον κόσμο είναι ακροβολισμένες στα σπίτια τους και στις δικαστικές αίθουσες, οι ένοχοι δείχνουν να απολαμβάνουν την προσοχή που επιτέλους τράβηξαν χωρίς καμία συναίσθηση της κατάστασης, με αφέλεια, αμάθεια και αναισθησία και πλατιά χαμόγελα.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι ακριβώς πριν τη σύλληψή της, την ίδια μέρα, η Αλέξις πρωταγωνιστεί και στο οικογενειακό ριάλιτι, το οποίο σταμάτησε επειδή έκανε χρήση ηρωίνης, πράγμα μάλιστα που το αποκάλυψε η μητέρα της on camera.
Σε ένα κρεσέντο παραλογισμού, ενώ οι δικηγόροι λένε στις κάμερες του ριάλιτι άλλα αντί άλλων, αποκαλύπτεται ότι ο ερευνητής της Πολιτείας –ενώ η διαδικασία ήταν σε εξέλιξη–, είχε ήδη προσληφθεί ως έμμισθος σύμβουλος της Σοφία Κόπολα για την επερχόμενη ταινία της. Σε μια κοινωνία που έχει θρέψει αυτές τις εμμονές με τη δημοσιότητα και τους διάσημους αποδεικνύεται ότι όλοι είναι με έναν τρόπο fashion victims, δικηγόροι και πελάτες και δικαστικοί και αστυνομικοί και ο Τύπος και οι σταρ και οι δυνητικοί σταρ κάθε πεδίου.
Φυσικά η υπόθεση σε αυτό το τραγελαφικό περιβάλλον δεν έφτασε ποτέ σε δίκη.
Η «συμμορία» ομολόγησε ενοχή, καταδικάστηκε σε μικρές ποινές και όλοι πήραν τον δρόμο τους. Σήμερα οι περισσότεροι κάνουν life coaching, αν αυτό σημαίνει κάτι. Φυσικά σημαίνει. Κάθε ιστορία πόνου, κάθε δοκιμασία, κάθε περιπέτεια γίνεται βιβλίο και ταινία και δίδαγμα ζωής, άξιο να διαδοθεί και στις επόμενες γενιές. Μα αυτό το δίδαγμα δεν θέλουμε να ακούσουμε και σε αυτό το ντοκιμαντέρ; Ή μήπως όχι;
The Real Bling Ring