"Μου αρέσει το Παρίσι στο καφενείο"
Σήμερα το πρωί, λίγο πριν ξυπνήσω, ονειρεύτηκα, χώρις κανένα εμφανή λόγο, το καφέ απέναντι από το μέτρο Oberkampf της πρώην γειτονιάς μου. 'Ηταν γεμάτο, αλλά για καλή μας τύχη, κάποιοι σηκώθηκαν και στη θέση τους καθήσαμε εμείς. Αρκετή ώρα μετά, ενώ χάζευα εδώ κι εκεί για το "θέμα" της ημέρας, η λίστα με τις "επιστολές της Κασάνδρας" ξαναπαρουσιάστηκε μπροστά μου, και σ' αυτήν το μάτι μου έπεσε στο παρακάτω κείμενο που αφορούσε, τι άλλο; ... τα καφέ.
Pierre Gentelle
Les Lettres de Cassandre (n* 56 -02.04.2007))- Les Cafés Géographiques
Επειδή και ο παραμικρός τόπος - μανία του γεωγράφου - φέρει κάποιο νόημα. Γιατί καθένα από αυτούς, ακόμη κι αν είναι πολύ απομακρυσμένος, με βυθίζει ξανά στην κουλτούρα μου. Γιατί όλοι τους με κάνουν να καταλάβω, τη μία ή την άλλη στιγμή, ότι είμαι ακόμα το παιδί που μόλις γεννήθηκε, ο αφελής έφηβος που λαχταρά για γνώσεις, ο διπλά επαρχιώτης φοιτητής (αυτός που ήρθε από τις "αποικίες") που αισθάνεται άβολα μπροστά σε τόσες πέτρες και συσσωρευμένες γνώσεις, ο κακοπληρωμένος νεαρός ερευνητής που δεν τολμούσε να ξοδέψει πολλά χρήματα στο μπιστρό.
Η ιστορία των τόπων αποτελεί μέρος της ενσωμάτωσης του χρόνου στην καθημερινή ζωή. Ο πολλαπλασιασμός των αναμνηστικών πινακίδων είναι μερικές φορές λίγο αστείος, αλλά τα κείμενα που αφηγούνται την ιστορία του παλιού Παρισιού με λίγες λέξεις δεν παύουν ποτέ να βρίσκουν αναγνώστες. Θα ήταν καλό να εξεταστεί περαιτέρω αυτό το θέμα. Νέοι γεωγράφοι, ετοιμάστε τις πένες σας! Τι απομένει από έναν τόπο όταν μια διασημότητα τον εγκαταλείψει; Η σκιά του ή το φάντασμά του; Γιατί θέλουμε να σταθούμε για λίγο εκεί που οι σπουδαίοι είχαν τις συνήθειές τους; Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η μη-περιπέτεια που μας αρέσει, αυτή η αντι-εξερεύνηση, αυτός ο μιμητισμός πιστός στους τόπους, αλλά άπιστος στον χρόνο; Και από πού προέρχεται και πού φωλιάζει; Μη φανταστούμε ότι η Κασσάνδρα [συγγραφικό ψευδώνυμο του Pierre Gentelle -σ.σ.] έπαθε μια ξαφνική κρίση νοσταλγίας. Οι επιγραφές και τα άλλα ενημερωτικά ντοκουμέντα τοποθετούν ένα γεγονός σε ένα πλαίσιο επειδή ασκούν μια ασυνήθιστη δύναμη: αποκαθιστούν τον τόπο του. Οι πινακίδες αυτές ενσωματώνουν ξαφνικά, στη μέση ενός περιπάτου, μια αφαίρεση που όλοι μπορούν να απολαύσουν. Για να γίνω πιο κατανοητός, ας πάρω για παράδειγμα μεταξύ άλλων, την Cour du Commerce Saint- André. Προς το παρόν και για μένα, διαθέτει μια πρωτοκαθεδρία που υποψιάζομαι ότι είναι προσωρινή, αφού υπάρχουν τόσα πολλά άλλα ξεχωριστά καφέ στο Παρίσι, ή ακόμη και λιγότερο ξεχωριστά, όπως και αλλού εκτός από το Παρίσι, όπου έχω να μαθαίνω πολλά.
Σε αυτόν τον τόπο, με τους επιδιορθωμένους κυβόλιθους, που έχουν τη σωστή καμπύλη ώστε τα νερά της βροχής να διοχετεύονται στις υδρορροές, αλλά που παραμένουν ωστόσο εχθρικά για τα ψηλοτάκουνα που επανέρχονται στη μόδα, πρέπει να περπατάτε με τη μύτη ψηλά (δεν είναι εύκολο). Τέσσερις αιώνες πριν, η νέα εποχή του πολλαπλασιασμού των κειμένων με την τυπογραφία δημιούργησε μια συναδελφικότητα μεταξύ λογίων και τυπογράφων, ανθρώπων των γραμμάτων με την αληθινή έννοια της λέξης, που τους άρεσε να σκέπτονται, σε συναντήσεις σε δημόσιους χώρους, τι θα μπορούσαν να λένε και επομένως να γράφουν. Αυτό αντιστοιχούσε σε μια αναβίωση του καμπαρέ, το οποίο ως γνωστόν διαδέχτηκε το καφέ (υπήρχαν ακόμη και "καμπαρέ καφέ"!), πριν το καμπαρέ γίνει πάλι, τον 19ο αιώνα και κυρίως τον 20ό αιώνα χάρη στη Μαρλέν, αυτό που ήταν από την αρχή, το καμπαρέ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα, μεταξύ των καταστημάτων που εξακολουθούν να είναι αφιερωμένα στην αναπαραγωγή κειμένων, βρίσκουμε ακόμη και το καφέ Procope (1686), που είναι ακόμη ζωντανό, παράρτημα της Ακαδημίας, όπως έλεγαν την εποχή του Ντιντερό, του Βολταίρου και του Ρουσσώ, και το οποίο έγινε η λέσχη των Εμπερτιστών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης· εκεί βρισκόταν και το τυπογραφείου του Μαρά και το εργαστήριο όπου ο Σμιντ, ένας Πρώσος κατασκευαστής τσεμπάλων, τελειωποιούσε τις γκιλοτίνες, δίπλα στο σπίτι όπου έμενε ο Νταντόν ως τη στιγμή που έχασε το κεφάλι του, το 1794.
Γεωγράφοι, βγαίνοντας από το Ινστιτούτο Γεωγραφίας, είναι δυνατόν σήμερα να συναντήσετε μια σεβαστή ομάδα καθηγητών γεωγράφων είτε στο υπόγειο είτε στον πρώτο όροφο (αλλά και στο ισόγειο) να γευματίζουν σε ένα πανδοχείο, στο 163 bis rue Saint-Jacques. Δεν πρέπει να το μπερδεύουμε με το χώρο του αιρετικού βιβλιοπωλείου La Vieille Taupe [Ο Γερο-τυφλοπόντικας -α.α.], στο 1, Rue des Fossés Saint-Jacques. Εκεί, πηγαίνουμε εκτός πανεπιστημιακών διακοπών, φυσικά. Λίγους φοιτητές θα δούμε, ανεξαρτήτως εποχής, λόγω των τιμών. Ο επισκέπτης θα έχει πάντα τη δυνατότητα, ελλείψει γεωγράφων, να συναπαντήσει την ανάμνηση του Φρανσουά Βιγιόν, ο οποίος σύχναζε σε αυτό το μέρος την εποχή που έκανε τη "μυστικιστική στροφή" του, περνώντας από τα όνειρα του ράσου στους ποιητικούς στίχους (rêves - vers, ήταν να το σκεφτεί κάποιος, ευχαριστώ).
Μπορούμε πάντα να γευματίσουμε στο Polidor, 41 rue Monsieur-le-Prince, αν έχουμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε τη montagne Sainte-Geneviève, από την πλευρά μάλλον της Σορβόννης (ιστορία) παρά του Saint-Jacques du Haut Pas (γεωγραφία). Η ατμόσφαιρα εξακολουθεί να είναι αναπνεύσιμη, παρόλο που έχουμε 2007. Στην εποχή τους, ο Βερλαίν, ο Βαλερύ, ο Τζόυς, ο Βιαν, ο Χέμινγουεϊ ... έπιαναν εκεί τραπέζι. Ας θεωρήσει όποιος θέλει ότι αυτός ο συνδαιτυμόνας, που κάθεται εκεί στο ημίφως, καλλιεργεί το προφίλ μιας πιθανής λογοτεχνικής προσωπικότητας, και ποζάρει..., βάζοντας το χέρι του στον δεύτερο τόμο του Προυστ στην έκδοση της Pléiade, δίπλα ακριβώς από το μαχαίρι. Οι νεωτερικές παρεμβάσεις υπήρξαν σε αυτό το μέρος φειδωλές. Για πόσο καιρό;
Έχω δειπνήσει μόνο μία φορά στο Lapérouse, 51 quai des Grands-Augustins. Το φαγητό ήταν καλό -αυτό έλειπε- οι συνδαιτυμόνες ευχάριστοι στο σαλόνι του πρώτου ορόφου που είχε κρατηθεί για μας, η θέα στη γωνία του Λούβρου, πέρα από τον Σηκουάνα, όπου το παλάτι χωρίζεται από τις Tuileries, εξαιρετικά τρυφερή. Ήταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ με ένα ροζ και μωβ ηλιοβασίλεμα, το ίδιο που ο Μονέ κατάφερε να ζωγραφίσει, όχι μόνο στις Impressions. Η σκέψη, για λίγο, ότι άπειρες διασημότητες μπορεί να είχαν τις συνήθειές τους σε αυτή την προκυμαία του Σηκουάνα, δεν προκαλεί κανένα φθόνο, ακόμη και αν βάζει τον καθένα ξανά στη θέση του. Το γεγονός ότι ο Ουγκώ καλούσε εκεί πάρα πολλούς φίλους, τόσους που χάνεται το μέτρημα, ότι ο Προυστ δείπνησε σε τετ-α-τετ με τον Σουάν ή ο Σιμενόν με τον Μαιγκρέ, σου επιτρέπει απλά να ονειρεύεσαι πόσο μακρύς είναι ο δρόμος μέχρι να μπορέσεις να πλησιάσεις λίγο το ταλέντο. Τουλάχιστον σε παρακινεί, μόλις επιστρέψεις στο δωμάτιό σου, να ελέγξεις ότι δεν έχεις πάρα πολλά κενά στη στοίβα των βιβλίων τσέπης σου.
Το καφέ Tournon, rue de Tournon 18, είναι λιγότερο ευχάριστο. Έχει γίνει στενάχωρο και επίπεδο, ακριβώς κάτω από το ομώνυμο ξενοδοχείο, σε απόσταση αναπνοής από το παλάτι της Marie de Médicis, όπου εγκαταστάθηκαν το Διευθυντήριο, η Υπατεία κι έπειτα, ω κατάπτωση, η Γερουσία. Οι εποχές που ενθουσίαζαν τον Τσέστερ Χάιμς έχουν περάσει ανεπιστρεπτί: During that spring [1956], the café Tournon became the most celebrated café in all of Europe. All of us vocal blacks collected there to choose our white woman for the night. Σήμερα, γίνεται το ίδιο σε όλα τα καφέ. Ας περιμένουμε ήρεμα να έρθουν οι Κινέζοι.
Όσο κι αν θαυμάζω τον επιβλητικό του όγκο - ακόμη μεγαλύτερο κι από την παλιά φυλακή, σχεδόν απέναντι, του Cherche-Midi η οποία κατεδαφίστηκε για να χτιστεί στα θεμέλιά της - ωραίο σύμβολο - η Maison des Sciences de l'Homme, δεν μπορώ να αγαπήσω το Hotel Lutétia και τα σαλόνια του, όπου οι δικηγόροι στα μίντια και στα έξω εξακολουθούν να κλείνουν βιαστικά ραντεβού με ανήσυχους πελάτες. Πηγαίνει ο νους μου πολύ περισσότερο στο πρώην αρχηγείο της Γκεστάπο παρά στις διακριτικές χαρές που έζησαν εκεί κάποτε ο Τζόυς, ο Ρίλκε, ο Κοκτώ, ο Κέσελ, ο Ζιντ, ο Χάινριχ Μαν ή η Φρανσουάζ Σαγκάν. Και κάθε φορά, αυτή η ναζιστική ανάμνηση μου χαλάει τη λογοτεχνία. Γιατί δεν σας ενοχλεί το γεγονός ότι και ο Λένιν άφησε το στίγμα του εκεί; Επειδή, πολύ απλά, ο Λένιν δεν είναι ο Στάλιν, ακόμη και αν είναι προφανές ότι nobody is perfect. Γιατί τότε επιστρέφετε εκεί; Ρωτήστε τους καθηγητές της École des Hautes Études en Sciences Sociales, που στεγάζονται απέναντι, στο γυάλινο βάζο που αντικαθιστά τη φυλακή.
Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί οι πολεοδόμοι επέτρεψαν να ολοκληρωθεί το περιβαλλοντικό έγκλημα, το οποίο άφησε το Lapin Agile, 4 rue des Saules, στη Μονμάρτη, εντελώς απογυμνωμένο, σαν να βρίσκεται στον πάγκο του χασάπη, με τοίχους γύρω γύρω. Το μόνο που απομένει σαν προκάλυμμα είναι λίγος κισσός εκεί που κανονικά θα σκεφτόταν κανείς ότι θα θρόιζε ένα αμπελόφυλλο. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, έσπρωξα την πόρτα αυτού του καμπαρέ που μετράει ενάμιση αιώνα, περιτριγυρισμένο τώρα από διευρυμένους δρόμους με διαβάσεις πεζών και παραμορφωμένο από σειρές χώρων στάθμευσης επί πληρωμή. Μια εντύπωση αναστολής παρά την προστατευτική εγγραφή στον Κατάλογο Μνημείων.... Αυτό που απομένει από ένα "δέρμα της λύπης" [βλ. το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπαλζάκ -σ.σ.]. Ή της Peau d'Âne [Δέρμα γαϊδάρου, το παραμύθι του Σαρλ Περρώ -σ.σ.]; Ίσως κι ενός γαϊδάρου, γιατί ήδη από το 1910, είχαν βάλει έναν γάιδαρο σ' αυτό το μέρος να ζωγραφίζει κουνώντας την ουρά του. Το αποτέλεσμα ήταν το Et le soleil se coucha sur l'Adriatique [Και ο ήλιος έδυσε στην Αδριατική -σ.σ.], που αργότερα έγινε αντικείμενο θαυμασμού στο Salon des Indépendants. Επισκεπτόμενοι κάποια επαρχιακά μουσεία, με το εξασκημένο μάτι ενός ερασιτέχνη, θα βλεπαμε ότι πολλοί ήλιοι έχουν ζωγραφιστεί και ξαναζωγραφιστεί μετά από εκείνη την εποχή με πινέλα από την ίδια τρίχα. Ίσως. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται μεγάλη επιείκεια και φαντασία για να πιστέψουμε ότι με ένα ποτήρι που αδειάζουμε μέσα στο παχύ καπνό και την πυκνότητα του θορύβου, θα ξαναβρίσκαμε την ατμόσφαιρα του Lapin, τότε που ο Πικάσο, ο Απολλιναίρ, ο Μακ Ορλάν ή ο Καρκό πήγαιναν εκεί να περάσουν ένα βράδυ. Είναι αλήθεια ότι αυτό ήταν πριν από το 1914. Από τους αμπελώνες της Μονμάρτης, που φαίνονταν πίσω από τα παράθυρα, μόνο μισό στρέμμα παραμένει προστατευμένο δίπλα, ακριβώς πάνω από το Agil (à Gilles;). Τόσο λυπηρό, τόσο γυμνό κι αυτό το στρέμμα.
Είχε δίκιο, ο άτιμος, να εξυμνεί το Παρίσι, την πόλη που προσφέρεται καλύτερα σε έναν συγγραφέα για να γράφει. Με την προϋπόθεση ότι λέγεσαι Χέμινγουεϊ και έχεις κατοχυρώσει το δικό σου τραπέζι στην Closerie des Lilas, 171 bd du Montparnasse. Υπήρξαν αρκετοί, σε διάφορες εποχές, που σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα: ο Μπωντλαίρ, ο Βερλαίν, μετά ο Ζιντ και ο Ζαρύ. Μετά το 1900, τις Τρίτες -ήδη-, ο Paul Fort συγκέντρωνε εκεί τους Alain-Fournier, Verhaeren, Carco, Laforgue, Maeterlinck, Jammes, Dorgelès, Jacob, Apollinaire. Στη δεκαετία του 1920, ο Dos Passos, ο Fitzgerald - και αργότερα ο Miller - δεν αρκέστηκαν διόλου σε ένα πέρασμα. Ο Χέμινγουεϊ έγραψε εκεί μέρος του The Sun Also Rises. Το μπαρ είναι πάντα γεμάτο με θαμώνες και όμορφες γυναίκες. Κάποιοι δεν το έχουν σε τίποτα να περιμένουν εως και μια ώρα, παραφυλώντας να απελευθερωθεί το τραπέζι όπου μια μέρα κάθισε ένας από τους αγαπημένους τους συγγραφείς. Σαν να μεταδίδεται η ιδιοφυΐα της γραφής μέσα από το κάθισμα;
Τις τελευταίες Τρίτες του μήνα, όταν βρίσκομαι στο Παρίσι, μου αρέσει να πηγαίνω για ένα ποτό - ή δύο - με φίλους γεωγράφους στο La Rhumerie martiniquaise, τώρα La Rhumerie, 166 bd Saint Germain. Είναι ακριβώς δίπλα από την εκκλησία. Εκεί μου έδιναν ρανεβού οι φίλοι μου τότε που ήμουν φαντάρος (μια εποχή που κράτησε είκοσι επτά μήνες, πάνω από δύο χρόνια εντελώς χαμένα!). Είχαν αρκετά για να πληρώσουν τα ποτά, κι εγώ πρόσφερα τα άφιλτρα Gauloises της εποχής που μου προμήθευε ανελλιπώς ο στρατός. Εκείνη την εποχή, συζητούσαμε μόνο για την Αλγερία με ένα ψεύτικο ύφος αντιαποικιοκρατικού συνωμότη, παρόλο που το εργοστάσιο ρούμι όφειλε την ύπαρξή του στην Αποικιακή 'Εκθεση του 1931. Ήταν ακόμα εφικτό, λίγο μετά το 1960, να συναντάει κανείς έναν Leiris που κοκκίνιζε με κάθε χειραψία ή, σε ένα άλλο τραπέζι και σε μια άλλη εποχή, έναν απογοητευμένο Vailland που θαυμάζαμε από μακριά. Ο Bataille μόλις είχε πεθάνει και ο Artaud, που είχε κάνει τη Rhumerie ένα από τα πιο αγαπημένα του στέκια, είχε χάσει προ πολλού τη γεύση του παντς.
Και τι να πεις για το Flore, ελάχιστα πιο μακριά από εκεί, πάνω στο μπουλβάρ; Θα θέλαμε ο έξυπνος ιδιοκτήτης, μιμούμενος τη Λισαβόνα και το άγαλμα του Πεσσόα που κάθεται αιωνίως στο παγκάκι του στο δρόμο, να φτιάξει τα αγάλματα του "κολασμένου ζεύγους", του Sartre και της Siconne du Bavoir (όπως την έλεγαν οι καταστασιακοί γύρω στο 1968), με τέτοιο τρόπο ώστε οι τουρίστες να μπορούν να φωτογραφίζονται καθισμένοι δίπλα στους αθάνατους μπρούτζους; Προτιμώ πολύ περισσότερο να θυμίζω ότι στον πρώτο όροφο, κάθε τελευταία Τρίτη του μήνα, συναντιούνται τα μέλη των Γεωγραφικών Καφέ, που υποδέχονται και χειροκροτούν, όπως λένε, τα πιο εφευρετικά μυαλά του επαγγέλματος.