ΚΑΘΩΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ιδίως το δημοκρατικό φαντασιακό έχει δικαίως εμποτίσει το σύγχρονο δυτικό πνεύμα κατανόησης των πραγμάτων, μας είναι δύσκολο να συλλάβουμε τη σκοτεινή πολιτική όψη των ιστορικών εξελίξεων.
Έτσι, το παρατηρητήριό μας έχει περιοριστεί να εξετάζει τα διαδοχικά κύματα εκδημοκρατισμού που υπήρξαν στη Δύση και σε μερικές ακόμη γεωγραφικές ζώνες του πλανήτη, μια διαδικασία που φαινομενικά έχει οδηγήσει σήμερα στην κυριαρχία των δημοκρατικών καθεστώτων παγκοσμίως. Είναι δε χαρακτηριστικό αυτής της ηγεμονίας ότι ακόμη και ανελεύθερα καθεστώτα επικαλούνται στη βιτρίνα τους τη δημοκρατία, καθώς η έννοια αυτή (ασχέτως του πώς θα προσδιοριστεί ο χαρακτήρας της κάθε φορά) είναι τόσο εμπεδωμένη κοινωνικά που ουδείς τολμά να την αμφισβητήσει δημοσίως.
Ωστόσο μας διαφεύγει σε μεγάλο βαθμό η παράλληλη πορεία που ακολούθησαν τα αυταρχικά καθεστώτα τα οποία είχαν την τάση να επανακάμπτουν μετά από κάθε μεγάλο κύμα εκδημοκρατισμού σαν μια εκδίκηση της Ιστορίας στη ζωτική μας ψευδαίσθηση ότι οι ελευθερίες μας θα είναι δεδομένες και αδιαμφισβήτητες διαπαντός.
Το βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων οπαδών της ανελευθερίας είναι η εξαπάτηση: δεν χρησιμοποιούν πλέον τανκς για να καταλάβουν με τη βία την εξουσία όπως παλιά αλλά την αλώνουν σιγά-σιγά, εργαλειοποιώντας τις δημοκρατικές διαδικασίες και υποσκάπτοντας τους θεσμούς.
Πολύ σχηματικά, από τα τρία μεγάλα κύματα εκδημοκρατισμού, το πρώτο προέκυψε τον δέκατο ένατο αιώνα μαζί με την ανάδυση των εθνικών κρατών, περιλαμβάνοντας παραδοσιακές δυνάμεις και τις αποικίες τους όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Αγγλία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, οι σκανδιναβικές χώρες κ.ά.
Επρόκειτο για την επανεφεύρεση μιας έμμεσης δημοκρατίας κοινοβουλευτικού τύπου με πολλούς αποκλεισμούς ακόμη από το δικαίωμα συμμετοχής και με περιορισμένες ελευθερίες για τους περισσότερους, που τουλάχιστον καταργούσε τα μοναρχικά πολιτεύματα και προέκρινε έναν συνταγματικό ρεπουμπλικανισμό.
Ωστόσο, οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές παλινωδίες που ακολούθησαν τον Μεγάλο Πόλεμο, την κατάρρευση των αυτοκρατοριών και το Κραχ του ’29 στη μεσοπολεμική Ευρώπη είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν στην άνοδο και εδραίωση καθεστώτων ολοκληρωτικών (κομμουνιστική ΕΣΣΔ, ναζιστική Γερμανία ή φασιστική Ιταλία και Ισπανία) ή αυταρχικών που μπορεί να έπαιρναν και τη μορφή στρατιωτικής δικτατορίας (Αργεντινή).
Το μεγάλο πολιτικό δίλημμα του Μεσοπολέμου, άλλωστε, υπήρξε το «Κοινοβούλιο ή δικτατορία» (του προλεταριάτου, του Φίρερ ή του στρατού) και δεν θα λυνόταν παρά μόνο με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που έφερε κατά βάση τις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες απέναντι στους ολοκληρωτισμούς και τα ανελεύθερα καθεστώτα, με την πρόσκαιρη συμμαχία της σταλινικής ΕΣΣΔ, που αμέσως μετά, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, θα γινόταν εκείνη ο βασικός εχθρός τους.
Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τη δεκαετία του ’60 θα εξελιχθεί το δεύτερο κύμα που θα αφορά τον εκδημοκρατισμό των ηττημένων του πολέμου, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία αλλά και το Ισραήλ, που ήταν ένα νέο κράτος, ή η Ινδία, η οποία υπήρξε από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα απο-αποικιοποίησης που συνοδεύτηκε και από εκδημοκρατισμό. Επρόκειτο πλέον για εξελιγμένες μορφές μαζικής δημοκρατίας που στηρίζονταν στον πολυκομματισμό.
Αλλά ο ενθουσιασμός δεν θα κρατούσε πολύ, καθώς και αυτό το κύμα πολιτικού φιλελευθερισμού θα ακολουθούνταν την περίοδο 1958-74 από μια επανάκαμψη των στρατιωτικών καθεστώτων ιδίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της μετα-αποικιακής Αφρικής. Εδώ θα εντασσόταν και η ελληνική περίπτωση που θα γνώριζε, με τη χούντα των Συνταγματαρχών το 1967, ένα σοβαρό πισωγύρισμα στην αργή και ούτως ή άλλως ασταθή πορεία εκδημοκρατισμού που είχε επιχειρηθεί μετεμφυλιακά.
Γεγονός είναι ότι όσο εδραιώνονταν η δημοκρατία, η ειρήνη και η οικονομική συνεργασία στη δυτική Ευρώπη, τόσο πιέζονταν τα στρατιωτικά καθεστώτα της ΝΑ Ευρώπης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) να μεταβούν στον δρόμο της δημοκρατίας, κάτι που θα συνέβαινε εν τέλει το 1974-75, προωθώντας έτσι την εμπέδωση της δημοκρατικής κουλτούρας στη Γηραιά Ήπειρο, ιδίως μετά και την κατάρρευση των ανατολικών κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989-91 και την παρόμοια πορεία εκδημοκρατισμού που ακολούθησαν τα περισσότερα εκ των κρατών αυτών, όχι παντού με την ίδια επιτυχία.
Το τρίτο αυτό κύμα θα είχε και μια ουρά εκδημοκρατισμού στον εικοστό πρώτο αιώνα, με τις δημοκρατικές εξεγέρσεις στη Γεωργία (2003) και στην Ουκρανία (2004) ή στην αραβική άνοιξη το 2010. Εξάλλου, σε τροχιά υποχώρησης των στρατιωτικών δικτατοριών, αν και με επισφαλή τρόπο, θα έμπαιναν αυτή την περίοδο και πολλά κράτη στη Λατινική Αμερική ή την υποσαχάρια Αφρική.
Όμως, παρά την πρόσκαιρη αισιοδοξία, ούτε αυτή η πορεία μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, όσο κι αν σήμερα οι φιλελεύθεροι δημοκράτες δικαιούμαστε να καυχιόμαστε ότι υπάρχει στον πλανήτη ο μεγαλύτερος αριθμός δημοκρατιών που έχει καταγραφεί ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Διότι το ποτήρι μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί μισοάδειο, διαπιστώνοντας ένα τρίτο κύμα αυταρχισμού που είναι εδώ και κάποιο καιρό σε εξέλιξη.
Από τη μια, καθεστώτα αυταρχικά, ανελεύθερα ή θεοκρατικά (Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, Ιράν, Βενοζουέλα, Βολιβία κ.λπ.), που αφορούν μάλιστα, από την άποψη των πληθυσμιακών μεγεθών, ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη, εντείνουν τον αυταρχισμό τους, ενώ αποκόπτονται εν μέρει από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης που υποσχόταν μια κάποια έστω σταδιακή διεύρυνση των εκεί ελευθεριών. Από την άλλη, το νέο στοιχείο έχει να κάνει με το ότι αυτό το παθιασμένο φλερτ με τις ιδέες του αυταρχισμού και της ανελευθερίας (με τη μορφή εθνολαϊκισμών, δεξιάς ή αριστερής κοπής) είναι πλέον κάτι που θέλγει όλο και μεγαλύτερα τμήματα των κοινωνιών της Δύσης σε πλήθος χωρών της.
Ιδέες και πρότυπα ηγεσιών ή διακυβέρνησης που είχαμε να δούμε από τον ιδεολογικά πολωμένο Μεσοπόλεμο αναβιώνουν και πάλι στους κόλπους των δυτικών κοινωνιών. Ιδέες και πρότυπα νεοναζιστικά, νεοκομμουνιστικά, νεονατιβιστικά που αμφισβητούν ευθέως το μοντέλο της φιλελεύθερης, ανεκτικής, δημοκρατικής συμπερίληψης, όπως αυτό οικοδομήθηκε μεταπολεμικά. Το βλέπουμε παντού την τελευταία δεκαετία, από τη Γαλλία, την Αγγλία, την Αυστρία και την Ιταλία μέχρι την Ελλάδα, τις σκανδιναβικές χώρες και φυσικά τις ΗΠΑ, παρότι, όπως είδαμε, υπήρξε ιστορικά η πρώτη σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία.
Το βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων οπαδών της ανελευθερίας είναι η εξαπάτηση: δεν χρησιμοποιούν πλέον τανκς για να καταλάβουν με τη βία την εξουσία όπως παλιά αλλά την αλώνουν σιγά-σιγά, εργαλειοποιώντας τις δημοκρατικές διαδικασίες και υποσκάπτοντας τους θεσμούς.
Έτσι, οι εχθροί της δημοκρατίας δεν βρίσκονται σήμερα μόνο έξω από τη Δύση αλλά συγκροτούν κάτι πολύ περισσότερο από μια «5η φάλαγγα», όπως χαρακτηρίζονταν κάποτε οι αντίστοιχοι υπονομευτές των δυτικών καθεστώτων. Τότε ήταν σχετικά λίγοι και κρυμμένοι, ενώ σήμερα οι απανταχού εθνολαϊκιστές ηγέτες μπορούν να αντλούν από σαφώς μεγαλύτερα ακροατήρια, ψαρεύοντας τυφλά στη διάχυτη απογοήτευση των ανασφαλών μεσαίων στρωμάτων, στα οποία προτείνουν απλουστευτικές ή και συνωμοσιολογικές θεωρίες, την ίδια ώρα που τους υπόσχονται μαγικές λύσεις και καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς.
Πρέπει άραγε να απαισιοδοξούμε ότι αυτό το τρίτο κύμα αυταρχισμού θα ανακόψει μια μακρά διαδικασία εκδημοκρατισμού του πλανήτη πάνω από δύο αιώνες τώρα; Ίσως όχι διότι οι αντοχές των Δημοκρατιών μας αποδεικνύονται κάθε φορά πολύ μεγαλύτερες από ό,τι πιστεύουν οι φανφαρόνοι εχθροί της.
Οφείλουμε ωστόσο να επαγρυπνούμε διαρκώς, και κυρίως οφείλουμε να ονοματίζουμε τα φαινόμενα με ακρίβεια διότι ο συσκοτισμός τους λειτουργεί υπέρ των λαθρεπιβατών της δημοκρατίας. Έτσι, όταν ακούτε πολλές επικλήσεις στο «λαό» έναντι των «ελίτ» να μαζεύεστε, και όταν ακούτε να υμνολογείται υπερβολικά το «έθνος» έναντι των αλλοεθνών να κουμπώνεστε. Η εξαπάτηση ξεκινάει στην πολιτική πρώτα από τις λέξεις.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.