ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΕ ήταν ιδιαίτερο. Παρότι η πανδημία είναι ακόμη παρούσα, κυριάρχησε μια αίσθηση μικρότερης αντιληπτής απειλής και μεγαλύτερης προσωπικής επάρκειας στην αντιμετώπισή της. Οι μάσκες, κατά κυριολεξία, έπεσαν και οι κοινωνικές συναναστροφές πολλαπλασιάστηκαν. Μια διάθεση αναπλήρωσης για ό,τι χάθηκε τα προηγούμενα χρόνια ήταν έντονη, διαπερνώντας εγκάρσια τις διαφορετικές γενιές, ενώ η άνω τελεία που είχε μπει στη ζωή μας από το 2020 υποχώρησε αισθητά. Ωστόσο η κρίση της πανδημίας είναι ακόμη εδώ.
Στην πραγματικότητα ζούμε μέσα σε ένα σερί κρίσεων που διαπλέκονται μεταξύ τους και δημιουργούν μια αίσθηση κανονικότητας για μια ζωή μέσα σε κρίσεις. Η διάγνωση είχε γίνει από τη δεκαετία του 1970, όταν στον δυτικό κόσμο άρχισε να διαμορφώνεται μια συνείδηση κρίσεων χωρίς εποχικά χαρακτηριστικά.
Αν κάτι διέκρινε τις μεταπολεμικές κρίσεις στον ύστερο εικοστό αιώνα ήταν η πεποίθηση ότι ήταν διαχειρίσιμες, είτε γιατί η αγορά μπορούσε να τις τιθασεύσει είτε γιατί το κράτος ήταν σε θέση να βελτιώσει την απόδοσή του. Αριστερές ριζοσπαστικές προσεγγίσεις έβλεπαν τις κρίσεις ως ευκαιρία για θεμελιακή αλλαγή, ενώ μια νέα τότε ριζοσπαστική δεξιά τις αντιμετώπιζε ως ευκαιρία για αυταρχικές διευθετήσεις.
Οι κρίσεις έφεραν «προβλήματα νομιμοποίησης» (J. Habermas), τα οποία συνδέθηκαν με την αποδυνάμωση των θεσμών εκπροσώπησης, με υποχώρηση της πολιτικής συμμετοχής, κυρίως με περιορισμό της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Από τη στροφή του αιώνα και μετά βιώνουμε έναν καταιγισμό κρίσεων που ξεκινά με την 11η Σεπτεμβρίου και κρίσεις ασφάλειας, ακολουθούν οικονομικές κρίσεις, ενώ στις ημέρες μας οι κρίσεις κορυφώνονται με την πολεμική επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, την ενεργειακή και την κλιματική κρίση.
Η χρονικά παρατεταμένη συγκυρία και το σερί των κρίσεων που βιώνουμε, εκτός από περαιτέρω συρρίκνωση της εμπιστοσύνης, ευνοεί την ανάδειξη μιας μορφής «κυνικής δυσπιστίας», στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι διακατέχονται από εγωπαθείς διαθέσεις, γι’ αυτό δεν θα διστάσουν να εκμεταλλευτούν τους άλλους προκειμένου να αποκομίσουν ατομικά οφέλη
Με φόντο τον καταιγισμό κρίσεων που γεννά νέες αβεβαιότητες, το βαθύ έλλειμμα κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης αποδυναμώνει τον ορθολογικό τρόπο σκέψης και πριμοδοτεί την ανάδυση ενός συνωμοσιολογικού credo. Παρότι γνωρίζουμε ότι τα συνωμοσιολογικά μοτίβα προϋπάρχουν, η επιρρέπεια σε αυτά αυξάνεται μέσα σε ένα πλαίσιο που διακρίνεται από υψηλό βαθμό δυσπιστίας.
Υπό την πίεση της πραγματικότητας των διαρκών κρίσεων υπάρχει μεγαλύτερη δυσπιστία στα καθιερωμένα γεγονότα και ευπιστία σε «εναλλακτικές αλήθειες». Αν συνδέσουμε πορίσματα ποιοτικών αναλύσεων και εμπειρικών ποσοτικών μελετών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, παρότι όσοι εμφανίζονται πιο εύπιστοι στα «εναλλακτικά γεγονότα» δεν τα θεωρούν απαραίτητα περισσότερο αληθοφανή από τα καθιερωμένα γεγονότα (D. Newman, S. Lewandowsky, R. Mayo), τα εκλαμβάνουν ως περισσότερο καθησυχαστικά, που «προσφέρονται ως ανακούφιση» (Μ. Shermer) και λειτουργούν ως δίαυλοι εκτόνωσης των φόβων που επιδεινώνονται εν μέσω μεγάλων αλλαγών και επιτάχυνσης των τεχνικο-επιστημονικών εξελίξεων.
Η χρονικά παρατεταμένη συγκυρία και το σερί των κρίσεων που βιώνουμε, εκτός από περαιτέρω συρρίκνωση της εμπιστοσύνης, ευνοεί την ανάδειξη μιας μορφής «κυνικής δυσπιστίας», στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι διακατέχονται από εγωπαθείς διαθέσεις, γι’ αυτό δεν θα διστάσουν να εκμεταλλευτούν τους άλλους προκειμένου να αποκομίσουν ατομικά οφέλη (E. Greenglass).
Μια τέτοια δομή σκέψης είναι εργαλειοποιήσιμη από το περιβάλλον των απανταχού λαϊκιστών που, καλλιεργώντας μια ψευδο-αντικαθεστωτική ρητορική, μανιπουλάρουν το αίσθημα αποξένωσης των κυνικά δύσπιστων από το πολιτικό σύστημα, τους θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό.
Μπορεί να ηχεί κλισέ, αλλά όντως ο καταιγισμός των κρίσεων που βιώνουμε υποσκάπτει τη δημοκρατία. Καταρχάς γιατί δημιουργεί συνθήκες που δίνουν χώρο σε συνωμοσιολογικές νοοτροπίες να αναδειχθούν σε έκταση και με τρόπο που είναι πρωτόγνωρος στον μεταπολεμικό δυτικό κόσμο. Επίσης, επειδή προσφέρει πολιτικές ευκαιρίες στους λαϊκιστές διαφορετικής ιδεολογικής χροιάς, οι οποίοι αυξάνουν την επιρροή τους, αν και όχι απαραίτητα μέσα από την πειθώ που ασκεί η ιδεολογία τους αλλά κυρίως από τη διείσδυση της ρητορικής τους στο κοινό. Μέσα σε αυτό το κλίμα η πολιτική διαχείριση βάζει φρένο σε σθεναρές πολιτικές αποφάσεις: οι πολιτικοί και οι θεσμοί που διαχειρίζονται τα προβλήματα γίνονται αμυντικοί και οι αποφάσεις τους συχνά είναι άτολμες.
Έτσι, όσο η εμπιστοσύνη περιορίζεται και η κυνική εκδοχή της δυσπιστίας γιγαντώνεται, ζητήματα σύνθετα που διχάζουν παραμένουν σε εκκρεμότητα, κάτι που λειτουργεί ως φαύλος κύκλος, επιτείνοντας τη δυσπιστία και δημιουργώντας περαιτέρω ευκαιρίες υπέρ των λαϊκιστών.
Ο καταιγισμός των κρίσεων είναι μια πραγματικότητα και αν η δημοκρατία θα αντέξει και με ποιο κόστος την πολύπλευρη ασφυκτική πίεση, από το εσωτερικό και το εξωτερικό του δημοκρατικού συστήματος, είναι ένα ζήτημα ανοιχτό. Τα προβλήματα της δημοκρατίας δεν είναι αξεπέραστα αλλά ούτε και αυτονόητα διαχειρίσιμα. Η επισήμανση της Anne Applebaum ότι δεν υπάρχουν comfort zones για τις δημοκρατίες και η πολεμική εναντίον τους δεν γνωρίζει εξαιρέσεις αποτελεί μια όχι κινδυνολογικής χροιάς ρεαλιστική επισήμανση.