Τον Δεκέμβριο του 1957 το βραβείο Γκονκούρ απονέμεται στον Γάλλο συγγραφέα Ροζέ Βαγιάν για το βιβλίο «Ο νόμος». Ο Ντασέν, όπως έχει ήδη κάνει με τις δύο προηγούμενες επιτυχημένες ταινίες του, το «Ριφιφί» και το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», αποφασίζει να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Οι Γάλλοι και Ιταλοί παραγωγοί επενδύουν γενναιόδωρα στη νέα ταινία του σκηνοθέτη, η διανομή της οποίας είναι εντυπωσιακή: παίζουν η Μελίνα, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Ιβ Μοντάν και ο Πιερ Μπρασέρ.
Ο Ντασέν επισκέπτεται με τον Βαγιάν την Ιταλία, την περιοχή της Απουλίας, όπου εκτυλίσσεται η δράση του βιβλίου. Η βράβευση του βιβλίου έχει εκτοξεύσει τις πωλήσεις. Όλοι περιμένουν την ταινία.
Για τους διαλόγους της ταινίας, ο σκηνοθέτης συνεργάζεται με τη Φρανσουάζ Ζιρού, σημαντική προσωπικότητα των γαλλικών γραμμάτων. Διευθύντρια του περιοδικού «Εlle» και συνιδρύτρια του περιοδικού «L’ Exrpess», διατελεί στη συνέχεια υπουργός Πολιτισμού. «Το καλύτερο σενάριο που έγραψα ποτέ», σύμφωνα με τον ίδιο.
Για τον κρίσιμο κεντρικό ρόλο της 15χρονης ηρωίδας ο Ντασέν κάνει δοκιμαστικά με πλήθος νεαρών Γαλλίδων και Ιταλίδων ηθοποιών. Tα δημοσιεύματα αναφέρουν την Μπριζίτ Μπαρντό, τη Μιλέν Ντεμονζό αλλά και την Κάρολ Μπέικερ. Ο Ντασέν επιθυμεί την Κλαούντια Καρντινάλε, 17 ετών, η οποία μόλις έχει αναδειχθεί σε τοπικά καλλιστεία. Δεν έχει γυρίσει ακόμη άλλη ταινία αλλά ηλικιακά είναι πολύ κοντά στην ηλικία της ηρωίδας του βιβλίου.
Μετά από δύο ταινίες γυρισμένες με απόλυτη ελευθερία, ο Ντασέν βρίσκεται εγκλωβισμένος από τον παραγωγό, ο οποίος τον αναγκάζει να προσλάβει μια πρωταγωνίστρια που δεν επιθυμεί και να προσαρμόσει το σενάριο, προσθέτοντας σκηνές για τη Λολομπρίτζιτα.
Αρχές Μαΐου 1958, πέντε μέρες πριν την έναρξη των γυρισμάτων, το συνεργείο συγκεντρώνεται στη Ρώμη ώστε να μεταβούν όλοι μαζί στα νότια για τα εξωτερικά γυρίσματα. «Πέντε μέρες πριν αρχίσει το γύρισμα, ο Τζούλι είχε έναν φοβερό καυγά με τον παραγωγό», θυμάται η Μελίνα. «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί στη Ρώμη γιατί τους είχε διαβεβαιώσει πως όλα ήταν εντάξει, πως είχε εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση κι όμως εκείνη την τελευταία στιγμή δεν είχαν συμβόλαια. Ο παραγωγός είπε πως όλα θα κανονίζονταν το άλλο πρωί. Λοιπόν το άλλο πρωί είπε στον Τζούλι πως τα χρήματα δεν υπήρχαν πια και έπρεπε να τους διώξει όλους. "Θα ‘χω χρήματα σε μια ώρα αν προσλάβεις την Τζίνα Λολομπρίτζιτα"».
Ο Ντασέν μένει ξάγρυπνος. Σκέφτεται να τα παρατήσει και να γυρίσει στο Παρίσι. Τον κρατά το γεγονός ότι έχει δεσμευτεί απέναντι στους ηθοποιούς και στους τεχνικούς, τους οποίους έχει συγκεντρώσει στη Ρώμη. Έτσι, πρωταγωνίστρια χρίζεται η Τζίνα Λολομπρίτζιτα.
Ένα μεγάλο άρθρο στους «ΝΥ Τimes» αναγγέλλει την επόμενη ταινία του Ντασέν, αναφέροντας ότι είναι σε εξέλιξη σε απομονωμένη, αγροτική περιοχή τα γυρίσματα της ταινίας «Ο νόμος». Τα γυρίσματα γίνονται στο γραφικό ιταλικό χωριό Rodi Garganico, μακριά από τις μεγάλες ιταλικές πόλεις.
Στο μικρό ιταλικό χωριό Manacore, η εξουσία μοιράζεται μεταξύ του Don César (Πιερ Μπρασέρ), μεγαλοκτηματία, και του Matteo Brigante (Ιβ Μοντάν) μαφιόζου. Η Mariette (Τζίνα Λολομπρίτζιτα), μια από τις γυναίκες στην υπηρεσία του Don Cesar, αποτελεί το αντικείμενο του πόθου όλων των ανδρών του χωριού. Η ίδια θέλει να παντρευτεί τον νεαρό Γάλλο αγρονόμο Enrico (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) που έρχεται στο χωριό για να φέρει την πρόοδο αποστραγγίζοντας τα γειτονικά έλη. Η Μελίνα είναι η καταπιεσμένη γυναίκα του δικαστή, ένας χαρακτήρας μεταξύ Μαντάμ Μποβαρί και Άννας Καρένινα, όπως λέει η ίδια, ερωτευμένη με τον γιο του Matteo.
Η ιστορία περιγράφει τη μεταβίβαση της εξουσίας από τον ετοιμοθάνατο μεγαλοτσιφλικά στην τοπική μαφία. Οι σχέσεις είναι σχέσεις εξουσίας, και απεικονίζονται παραστατικά μέσα από τον «Νόμο», ένα απαγορευμένο παιχνίδι στο οποίο ο νικητής επιβάλλει τη θέλησή του στους ηττημένους, χωρίς αυτοί να φέρουν αντίρρηση.
Η ιταλική λογοκρισία αντιδρά απέναντι στη δυσφημιστική, κατά τη γνώμη τους, παρουσίαση της ιταλικής επαρχίας. Μπροστά στον κίνδυνο να ματαιωθούν τα γυρίσματα, το σενάριο τροποποιείται και εισάγονται θετικοί χαρακτήρες που δίνουν ελπίδα, αλλάζοντας τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Βοηθός σκηνοθέτη είναι ο Jacques Deray που τα επόμενα χρόνια γυρίζει μερικές από τις πιο δημοφιλείς γαλλικές ταινίες όπως το «Mπορσαλίνο» (1970) και η «Πισίνα» (1969).
Το κλίμα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο και αυτό οφείλεται τόσο στη συμπεριφορά της Λολομπρίτζιτα όσο και στην αμοιβαία αντιπάθεια ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες. Τα επόμενα χρόνια η Μελίνα αναφέρεται επανειλημμένα σε αυτό, δηλώνοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Η Τζίνα Λολομπρίτζιτα ήταν μια τρομερή εμπειρία για μένα. Ξέρω ότι είμαι ζηλιάρα, αλλά δεν μπορώ να συμπεριφέρομαι με αυτόν τον τρόπο – να σταματώ το γύρισμα μιας ταινίας απαιτώντας κοντινά πλάνα».
Η Τζίνα Λολομπρίτζιτα, 31 ετών, με 13 χρόνια καριέρας, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της. Έχει ήδη πρωταγωνιστήσει σε ταινίες του René Clair (Les Belles de nuit, 1952), του John Huston (Plus fort que le diable, 1953) με πρωταγωνιστή τον Humphrey Bogart, του Carol Reed (Lola, 1956) με τον Burt Lancaster και τον Tony Curtis, του Vittorio De Sica, του Jean Delannoy (Notre-Dame de Paris, 1956) με τον Anthony Quinn στον ρόλο του Quasimodo, του King Vidor (H Βασίλισσα του Σαβά, 1959), του John Sturges (Never so few, 1958) με τον Frank Sinatra και τον Steve McQueen και σε ιδιαίτερα επιτυχημένες ιταλικές ταινίες του Luigi Comencini: Pane, amore e fantasia 1953, Pane, amore e gelosia, 1954. Ο Orson Welles έχει γυρίσει το ντοκιμαντέρ Portrait of Gina (1958). Η αγωνία της να διατηρήσει την εικόνα της αποδεικνύεται βάσιμη. Μετά από λίγες ακόμη αμερικάνικες ταινίες με τον Rock Hudson (Come September, 1961/ Strange Bedfellows, 1965) και με τον Sean Connery (Woman of Straw, 1964), η καριέρα της αρχίζει να φθίνει.
«Ντρέπομαι που δέχθηκα τη Λολομπρίτζιτα, ήταν απαίσια, τα κατέστρεψε όλα». Μετά από δύο ταινίες γυρισμένες με απόλυτη ελευθερία, ο Ντασέν βρίσκεται εγκλωβισμένος από τον παραγωγό, ο οποίος τον αναγκάζει να προσλάβει μια πρωταγωνίστρια που δεν επιθυμεί και να προσαρμόσει το σενάριο προσθέτοντας σκηνές για τη Λολομπρίτζιτα. Το κακό κλίμα στα γυρίσματα και το γεγονός ότι ο Ντασέν αναγκάζεται να ξαναγράψει το σενάριο μέσα σε τέσσερις ημέρες επηρεάζουν πολύ το τελικό αποτέλεσμα.
Η ταινία κοστίζει 400 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα, γεγονός που την κατατάσσει ως μια από τις πιο ακριβές γαλλικές παραγωγές. Αρχίζει να προβάλλεται στην Ευρώπη τον Ιανουάριο του 1959 χωρίς εισπρακτική επιτυχία. Η ταινία κερδίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας στο 2ο Mar del Plata Film Festival στην Αργεντινή τον Μάρτιο του 1959, ενώ η Τζίνα Λολομπρίτζιτα βραβεύεται για την ερμηνεία της με το γερμανικό βραβείο Bambi 1959 μαζί με τον Ροκ Χάντσον και τον Τόνι Κέρτις.
Στην Ελλάδα, η ταινία αρχίζει να προβάλλεται στα μέσα Οκτωβρίου 1959 με τίτλο «Ο θηλυκός δαίμων». Ο Μάριος Πλωρίτης στην «Ελευθερία» αναφέρεται στην έλλειψη συνοχής και συνάφειας της ταινίας
Στην Αμερική δεν προβάλλεται άμεσα, παρόλες τις ανταποκρίσεις για ουρές στο Champs-Elysees Theatre και παρόλο που οι πρωταγωνιστές είναι γνωστοί στο αμερικανικό κοινό: ο Ιβ Μοντάν γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ και παράλληλα γυρίζει την ταινία «Let’s fall in love» με τη Μέριλιν Μονρόε, ενώ η Λολομπρίτζιτα είναι μια από τις πιο εξαγώγιμες Ιταλίδες ηθοποιούς. Τελικά η ταινία προβάλλεται στην Αμερική τον Νοέμβριο του 1960, μετά την επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή», με τίτλο «Where the hot wind blows».
Η ταινία ανοίγει σχεδόν ταυτόχρονα στο Λος Άντζελες (9 Νοεμβρίου 1960) και στη Νέα Υόρκη (11 Νοεμβρίου 1960), έναν μήνα μετά την πρεμιέρα του «Ποτέ την Κυριακή», και σημειώνει σημαντικές εισπράξεις σε Αμερική και Καναδά. Κυκλοφορεί σε επανεκδόσεις το 1962 και το 1963, καθώς η ζήτηση του κοινού για ταινίες με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι είναι μεγάλη, μετά την επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή» και των ταινιών του Φελίνι με τον Μαστρογιάνι.
Το άρθρο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο του Σπύρου Αρσένη «Ο Ντασέν πριν το Ποτέ την Κυριακή», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη.