Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΝΕΧΙΣΕ και αυτή την εβδομάδα τις προεκλογικές παροχές, τα επιδόματα και τις διευθετήσεις, εστιάζοντας αυτήν τη φορά στο εκλογικό κοινό των συνταξιούχων, των αγροτών και όσων έχουν χρέη στο Δημόσιο. Η αξιωματική αντιπολίτευση υπόσχεται την αύξηση ή ακόμα και τον διπλασιασμό των παροχών, συναγωνιζόμενη την κυβέρνηση στο ποιος θα δελεάσει περισσότερους ψηφοφόρους.
Η πολιτική ηγεσία της χώρας, όπως φαίνεται, έχει τουλάχιστον έναν απρόβλεπτο παράγοντα λιγότερο στην πορεία προς τις εκλογές. Οι περισσότεροι θεωρούν βέβαιο ότι η Τουρκία δεν θα τολμήσει κάποια απονενοημένη ενέργεια τους επόμενους μήνες που θα μετρά τις πληγές της.
Από την άλλη, βέβαια, κανείς δεν θα στοιχημάτιζε κιόλας. Η Τουρκία ήταν ένας παράγοντας που προβλημάτιζε και ανησυχούσε ιδιαίτερα την κυβέρνηση μέχρι πριν από λίγο καιρό. Η πιθανότητα μιας ελληνοτουρκικής κρίσης πριν από τις εκλογές προκαλούσε κάποια αβεβαιότητα τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση.
Στην κυβέρνηση, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, αν οι χειρισμοί της δεν ήταν επιτυχείς, θα είχαν σημαντικό κόστος. Στην αντιπολίτευση, διότι αν ήταν κάποιο περιστατικό σαν εκείνο του Έβρου το 2020, θα μπορούσε να προκαλέσει συσπείρωση γύρω από τον πρωθυπουργό και πιθανόν να λειτουργούσε προεκλογικά υπέρ του.
Στο ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν ότι θα δεχτούν ακόμα μεγαλύτερη πίεση και από τη Νέα Δημοκρατία και από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς εκτιμούν ότι και οι δύο επιδιώκουν να τους αποσπάσουν ψηφοφόρους και όχι να συνεργαστούν μαζί τους.
Μετά την καταστροφή που προκάλεσαν οι σεισμοί στη γειτονική χώρα, οι αισιόδοξοι βλέπουν μια ευκαιρία για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και υποχώρηση της έντασης σε βάθος χρόνου. Οι απαισιόδοξοι εκτιμούν ότι η υποχώρηση θα είναι προσωρινή. Ο πρωθυπουργός ανήκει μάλλον στην κατηγορία των αισιόδοξων. Γι’ αυτό και όταν δήλωσε ότι «μέσα από αυτό το δράμα ίσως προκύψει κάτι καλύτερο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις» δεν πίστευε ότι έκανε απλώς μια ευχή.
Κυβερνητική υποχώρηση για τους καλλιτέχνες
Μεγαλύτερος μπελάς για την κυβέρνηση τελικά, από κει που δεν το περίμενε, αποδείχθηκαν οι καλλιτέχνες με τις διαδηλώσεις τους, οι οποίες ανάγκασαν τον πρωθυπουργό να τους συναντήσει, παρότι στο Μαξίμου πίστευαν ότι οι κινητοποιήσεις «υποκινήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ».
Προφανώς στο επιτελείο του πρωθυπουργού αντιλήφθηκαν ότι οι διαμαρτυρίες του καλλιτεχνικού κόσμου βλάπτουν επικοινωνιακά την κυβέρνηση και άλλαξαν ρότα, παρότι επέμεναν ότι το περίφημο Προεδρικό Διάταγμα δεν είχε επιδεινώσει το στάτους των ηθοποιών, μόνο τακτοποιούσε όσα ήδη ίσχυαν το προηγούμενο διάστημα.
«Το προεδρικό διάταγμα δεν άλλαξε κάτι σε βάρος των ηθοποιών. Τα ίδια ίσχυαν και τα προηγούμενα χρόνια που δεν διαδήλωναν», υποστήριζαν κυβερνητικά στελέχη, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι υπάρχουν άλυτα ζητήματα, τα οποία όμως έλεγαν ότι «είναι διαχρονικά και όχι καινούργια».
Αυτό περίπου είπε και ο πρωθυπουργός στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των καλλιτεχνών την Τετάρτη στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι το Προεδρικό Διάταγμα δεν αναγνωρίζει νέα ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά δικαιώματα ούτε τροποποιεί υφιστάμενες διατάξεις, παρ’ όλα αυτά, με την τροπολογία που έφερε η κυβέρνησή του τους επιστρέφει στο status quo ante και υποστήριξε ότι η αδιαφορία του κράτους σε θέματα που έχουν να κάνουν με την καλλιτεχνική εκπαίδευση και την ακαδημαϊκή αναγνώριση των δικαιωμάτων τους είναι διαχρονική.
Σπόντες για το άρθρο 16
Ο πρωθυπουργός δεν έχασε την ευκαιρία να πει στους καλλιτέχνες που επιθυμούν αναγνώριση των πτυχίων τους ότι όσο δεν αλλάζει το άρθρο 16 του Συντάγματος τα πτυχία των ιδιωτικών σχολών δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως πανεπιστημιακά.
Άφησε ξεκάθαρες αιχμές, μάλιστα, σχετικά με την αντίθεση της πολιτικής του στο θέμα αυτό με τα κόμματα της αριστεράς, όταν τους είπε: «Θα χαρώ πάρα πολύ, βέβαια, πρέπει να πω, όταν με το καλό προχωρήσει αυτή η μεταρρύθμιση ‒γιατί είναι στις προθέσεις μας στην επόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση να αλλάξουμε το άρθρο 16‒, όσοι διαμαρτυρήθηκαν μετ’ επιτάσεως και ζήτησαν την αναγνώριση της δυνατότητας της ιδιωτικής εκπαίδευσης να παρέχει πτυχία τα οποία θα είναι ουσιαστικά πανεπιστημιακά, να μας στηρίξουν σε αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια που θα κάνουμε τότε».
Κάπως έτσι, πάντως, και μετά από διαδηλώσεις δύο μηνών που κορυφώθηκαν τις τελευταίες μέρες κάμφθηκε η αρχικά άκαμπτη στάση της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στην ανάδειξη του θέματος και υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους σπουδαστές των καλλιτεχνικών σχολών «σαν πελατεία για τα ιδιωτικά κολέγια των φίλων της», όπως λέει ο Αλέξης Τσίπρας.
Πολιτικές πλειοδοσίες και πλειστηριασμοί
Πεδίο προεκλογικής αντιπαράθεσης αποτέλεσαν και οι πλειστηριασμοί μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τον ΣΥΡΙΖΑ να καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι θα βγάλει 700.000 σπίτια σε πλειστηριασμό. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ισχυρίστηκε ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου απλώς επιβεβαίωσε τον νόμο που ψηφίστηκε όταν ο Τσίπρας ήταν πρωθυπουργός και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει πολιτική σπέκουλα, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης εκτίμησε ότι τη χρονιά αυτή θα απειληθούν με πλειστηριασμό 50.000 πρώτες κατοικίες.
Το πρόβλημα βεβαίως είναι υπαρκτό και σοβαρό, αν και τα 700.000 σπίτια που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά στοιχεία και είναι γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν συμβάλει στο ξήλωμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Ακόμα και σήμερα, τα κόμματα της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης ελάχιστα συζητάνε για τους ελέγχους και τους κανόνες που πρέπει να μπουν ώστε να ξεχωρίσουν οι λεγόμενοι «κακοπληρωτές» από τους ανθρώπους που πραγματικά έχουν πτωχεύσει.
Το εκκρεμές του ΠΑΣΟΚ
Το ερώτημα που βάζουν όλοι πιεστικά στο ΠΑΣΟΚ, και περιμένουν να απαντήσει, είναι με ποιον θα κυβερνήσει στην περίπτωση που δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τις τελευταίες μέρες ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει μετακινηθεί ελαφρώς από τις θέσεις που εξέφραζε το προηγούμενο διάστημα.
«Εάν το βράδυ της Κυριακής των εκλογών το ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρό, θα βάλουμε τις κοινωνικές και εθνικές προτεραιότητες ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση», είπε σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση με μια δήλωση που αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Κάτι ακόμα που πρόσεξαν ορισμένοι αναλυτές είναι ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν αναφέρει πια τόσο συχνά ότι δεν θα συναινέσει σε μια κυβέρνηση που θα έχει πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα.
Στο ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν ότι θα δεχτούν ακόμα μεγαλύτερη πίεση και από τη Νέα Δημοκρατία και από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς εκτιμούν ότι και οι δύο επιδιώκουν να τους αποσπάσουν ψηφοφόρους και όχι να συνεργαστούν μαζί τους.
Όσο για τις μετακινήσεις σχετικά άγνωστων στελεχών του ΠΑΣΟΚ, και πάντως όχι με κρίσιμο ρόλο στο κόμμα, τα οποία η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να εμφανίσει ως πολύτιμα αποκτήματα, θεωρούν ότι είναι μια επικοινωνιακή υπερβολή της Νέας Δημοκρατίας προκειμένου να δημιουργήσει εντυπώσεις που εξυπηρετούν το σχέδιο της πολιτικής λεηλασίας, την οποία δέχονται και από τις δύο πλευρές.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.