ΦΡΕΝΙΤΙΔΑ ΠΛΕΙΟΔΟΣΙΑΣ, ΑΚΟΜΗ και για τα θεωρητικά ταπεινά, αν και σπάνια μετριοπαθή στα χτυπήματά της, μεγέθη της ελληνικής διανομής, έχει προκαλέσει εδώ στο Βερολίνο μια ταινία με άγνωστους πρωταγωνιστές, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Καναδο-κορεάτισσας Σελίν Σονγκ, χωρίς βία, σεξ και εφέ, με θέμα τη συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας 24 χρόνια μετά τον αποχωρισμό τους.
Το «Past Lives» είχε γοητεύσει τους πάντες στο Sundance μερικές εβδομάδες πριν και τώρα δικαίως σαρώνει σε εντυπώσεις στην Berlinale: το ανάλαφρο, αλλά τόσο στοχαστικό, ανεπιτήδευτο και περίπλοκο στη δομή και στην εξέλιξή του έργο είναι μια αυθεντική ιστορία μισεμού και νόστου που ξεκίνησε από τα προσωπικά βιώματα της σκηνοθέτιδας και παραδίδεται ευθύβολα και εγκάρδια σ' εμάς, τους ευτυχείς και συγκινημένους παραλήπτες της διακεκομμένης, συγκρατημένης ερωτικής επιστολής μεταξύ δύο παιδιών του δημοτικού που μοιράστηκαν ελάχιστες στιγμές και δεν πρόλαβαν να σιγουρευτούν αν είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.
Το «Past Lives», που εξερευνά την πιθανότητα της μαγικής σύνδεσης δύο ψυχών από το παρελθόν, σύμφωνα με τον κορεατικό θρύλο, μιλάει για δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να μη θυμούνται καν ότι διασταυρώθηκαν, όπως συμβαίνει σε εκατομμύρια συμμαθητές που ζουν μόνο ως τυχαία θραύσματα σφηνωμένα κάπου στο μυαλό μας, αλλά δεν χάθηκαν ποτέ ουσιαστικά, ακόμη κι αν οι ζωές τους τράβηξαν άλλες πορείες.
Το «Past Lives» ξεκινά με ένα καταπληκτικό πλάνο σε ένα μπαρ, όπου δύο άνδρες και μία γυναίκα, οι πρωταγωνιστές της ταινίας που δεν μας έχουν ακόμη συστηθεί, πίνουν το ποτό τους, μιλούν περιστασιακά και κοιτάζονται σταυρωτά ή λοξά, και κάποιοι, μια παρέα απέναντι, που επίσης δεν γνωρίζουμε, ακούμε, αλλά δεν βλέπουμε, συζητούν μεταξύ τους και υποθέτουν τι είναι ο ένας για τον άλλον: αδέλφια, γνωστοί, φίλοι, εραστές;
Κι εκεί που νομίζουμε πως θα έχουμε σύντομα απάντηση, η σύγχυση παραμένει για εμάς, σαν να ανήκουμε στο μακρινό τραπέζι που αναρωτιέται τι θα απογίνουν οι τρεις που δεν αγγίζονται και χαμογελούν εκπλεπτυσμένα και αμήχανα, στα όρια της ευγένειας και του συναισθήματος, σαν να περιμένουν κάτι που δεν έρχεται, ίσως γιατί κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα.
Την ανάπτυξη της στιχομυθίας στο συγκεκριμένο μπαρ θα τη δούμε να ξεδιπλώνεται πλήρως στην τρίτη πράξη της ταινίας, σε μια σεκάνς που είναι instant classic άμα τη εμφανίσει, με τον τρόπο που η Σελίν Σονγκ χειρίζεται τη γλώσσα, το βλέμμα και τη στάση των σωμάτων: η Νόρα έχει πλέον μετακομίσει από την Κορέα στον Καναδά και από εκεί στην Αμερική, έχει παντρευτεί τον Άρθουρ και δέχεται την επίσκεψη του Χάε Σανγκ, του παιδικού της έρωτα, με τον οποίο είχε χαθεί για χρόνια.
Οι τρεις τους βρίσκονται για πρώτη φορά, και ουσιαστικά οι δυο παλιοί συμμαθητές μοιράζονται τον ίδιο φυσικό χώρο μετά την ψηφιακή επικοινωνία ετών, επίσης για πρώτη φορά μετά το μεγάλωμα στην ίδια γειτονιά της Σεούλ, τις μακρινές αναμνήσεις στην ίδια τάξη, στο δρομάκι της επιστροφής, στην παιδική χαρά και στο οικογενειακό αυτοκίνητο που έπιασαν ο ένας το χέρι του άλλου.
Μια απωθημένη γλυκύτητα μαζί με το αόρατο δέσιμο του ανταγωνιστικού κοριτσιού με το ιπποτικό αγόρι μαζεύουν την τεράστια απόσταση στον χωροχρόνο που τους χωρίζει: αν το καλοσκεφτούμε, το «Past Lives», που εξερευνά την πιθανότητα της μαγικής σύνδεσης δύο ψυχών από το παρελθόν, σύμφωνα με τον κορεατικό θρύλο, μιλάει για δύο ανθρώπους που θα μπορούσαν να μη θυμούνται καν ότι διασταυρώθηκαν, όπως συμβαίνει σε εκατομμύρια συμμαθητές που ζουν μόνο ως τυχαία θραύσματα σφηνωμένα κάπου στο μυαλό μας, αλλά δεν χάθηκαν ποτέ ουσιαστικά, ακόμη κι αν οι ζωές τους τράβηξαν άλλες πορείες.
Το charm της ταινίας της Σονγκ είναι πως δεν μεγαλοπιάνεται, κρατά χαμηλό προφίλ και ελλειπτικούς, σχεδόν μπανάλ διαλόγους, και προκαλεί εύκολα την ταύτιση, αφήνοντας την πρόσβαση ελεύθερη σε κάτι πιο μύχιο και ρεαλιστικά μαγικό, αν και όχι πρακτικά εύκολο και δόκιμο: την πιθανότητα μιας χαμηλόφωνα αιώνιας αγάπης ερήμην των προσδοκιών και της διαδρομής μας.
Κι ενώ το κλισέ χολιγουντιανό σινεμά κάνει ολόκληρη φασαρία για τη φωτογενή επιλογή που θα οδηγήσει σε ονειρεμένο γάμο, και η τυπική ρομαντική λογοτεχνία σε ένα τραγικό φιάσκο αντίστοιχα, το έξοχο βάπτισμα της Σονγκ στο σινεμά, μετά τη σκηνοθεσία του τσεχοφικού Γλάρου στη σκηνή και ένα off Broadway δικό της θεατρικό, το «Endings», που ατυχώς συνέπεσε με την καραντίνα, μας προσκαλεί σε μια λεπτεπίλεπτη εμπειρία που μπλέκει δωδεκαετείς κύκλους στις ζωές δυο ανθρώπων με τις εναλλακτικές που εγκατέλειψαν μοιραία στο πέρασμα του χρόνου, τη μαρτυρία ενός ανομολόγητου έρωτα που δεν ενόχλησε κανέναν, αλλά υπάρχει κάπου στα χαρτιά, και τη θέα της φλόγας που κρύβεται πίσω από τα λόγια της overachiever Νόρα και του συνηθισμένου, όπως συχνά αυτοαποκαλείται, φίλου της που έμεινε πίσω και εύλογα ήταν ο πρώτος που θυμήθηκε πως κάτι λείπει, που δεν αναπληρώθηκε ποτέ από τις περιστάσεις.
Μια επίδοξη θεατρική συγγραφέας, που έχει τη μερική πολυτέλεια του κοσμοπολιτισμού, σίγουρα βλέπει αλλιώς τα πράγματα από τον πιο δωρικό άνδρα που για πρώτη φορά ταξιδεύει στο Μανχάταν, και δεν είναι σπουδαίος ούτε στα αγγλικά ούτε στα αισθηματικά. Αλλά και οι δυο σκοντάφτουν στο πολύτιμο, εύθραυστο υλικό που γνωρίζουν πως υπάρχει μεταξύ τους – ένας μαγνήτης που αλλάζει πόλους.
Ωστόσο, όσο και προσπαθήσει μια ανάλυση να περιγράψει και να διεισδύσει στο «Past Lives», το επίτευγμά του είναι πως εξηγείται από μόνο του, οργανικά, σαν να καταργεί την κριτική βαρύτητα και να φτιάχτηκε ειδικά για τη θερμοκρασία του σώματός μας.