Ο Πάρης Γιαχουστίδης ζει στο Βερολίνο εδώ και οκτώ χρόνια, από τότε που ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη. Εικαστικός με δική του γλώσσα και έργο που ξεχώρισε από πολύ νωρίς, βραβευμένος από τη National Gallery Preis στο Haus am Kleistpark, με εκθέσεις σε πολλές γκαλερί της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ελλάδας, ζωγραφίζει πίνακες με χιούμορ και κρυμμένα μηνύματα που ο καθένας μπορεί να αποκωδικοποιήσει με τον δικό του τρόπο. Η κουβέντα μας έγινε όσο ταξίδευε με το τρένο στη Γερμανία.
«Γεννήθηκα στις Σέρρες το 1990 και ενδιάμεσα έζησα στη Χαλκιδική, απ’ όπου κατάγεται η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός και έκανε έργα στους νομούς της Κεντρικής Μακεδονίας, οπότε κάποιες φορές έπρεπε να αλλάζουμε κι εμείς έδρα. Ώσπου η μητέρα μου βρήκε κι αυτή μια αξιοπρεπή δουλειά στις Σέρρες κι έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί.
Είμαι Ελληνάρας, ευαίσθητος, σκληρός, αγαπάω την θάλασσα και το καλό φαΐ. Δεν θα γύριζα όμως στην Ελλάδα γιατί είναι δύσκολο πλέον να είσαι ηθικός. Όταν θα το κάνω, θα πάω σε ένα χωριό στην Κρήτη και θα έχω ένα κήπο και δύο κατσίκες, μια αγελάδα, ένα γουρούνι και την ησυχία μου.
Πάντα ζωγράφιζα, περισσότερο από τότε που πήγα στο δημοτικό. Τότε ζωγράφιζα πάνω στα θρανία και μετά με έβαζαν να τα καθαρίζω. Μια φορά στο γυμνάσιο έβαλα φωτιά στα γραφεία με το οινόπνευμα. Ήμουν ανήσυχος και έκανα πολλές βλακείες. Πείραζα τους άλλους συνέχεια, ειδικά τα κορίτσια. Ήταν πολύ γλυκά και δύσκολα, νευρίαζαν, οπότε ήταν για μένα μια πρόκληση. Παρ’ όλα αυτά, μου άρεσε περισσότερο να κάνω τους ανθρώπους να χαίρονται και να γελάνε, ακόμα και αν έδειχνα γελοίος. Έκανα τον ψυχαγωγό, τον μουσικό, τον ηθοποιό, είχα μάθει όλα τα σκέρτσα του Λάκη Λαζόπουλου από τους “10 μικρούς Μήτσους”.
Ο πατέρας, δυστυχώς, έφυγε νωρίς από τη ζωή, πέρσι, αλλά πρόλαβε να μου μάθει άπειρα πράγματα, άλλωστε χωρίς αυτούς τους γονείς δεν θα ήμουν ό,τι είμαι τώρα. Ο πατέρας με έμαθε να κρίνω και να φιλοσοφώ, να βρίσκω το καλό και να μην ψάχνω το καλύτερο. Έτσι, μια μέρα μου είπε “η μεγαλύτερη χαρά είναι αυτή που δίνεις”. Όταν κατάλαβα τη χαρά που έδινα στον κόσμο όταν έβλεπε τα έργα μου, αποφάσισα ότι αυτό με γεμίζει και ότι αυτό θέλω να κάνω, από το λύκειο κιόλας.
Τη χαρά μού αρέσει να τη δίνω με χίλια δυο πράγματα, αλλά όταν αυτό συμβαίνει μέσα από τη ζωγραφική αυτό είναι το καλύτερο για μένα.
Είμαι ένα παιδί από την επαρχία που γεννήθηκε όταν εμφανίστηκαν οι υπηρεσίες της Google. Ο διαδικτυακός κόσμος έχει επιδράσει πολύ στη ζωή μου. Το διαδίκτυο είναι το πλαίσιο όπου μπορείς να είσαι τα πάντα από παντού, άρα γιατί όχι και ένας ζωγράφος; Να σου πω, μου αρέσει αυτός ο συνδυασμός. Κάποτε έπαιζα μπάλα, άκουγα χιπ-χοπ, πήγαινα και στα μπουζούκια πού και πού για πλάκα και στο τέλος ζωγράφιζα. Ε, πώς να μη βγει κάτι ωραίο;
Σπούδασα στη Θεσσαλονίκη, στο εργαστήριο του Κυριάκου Κατζουράκη που, δυστυχώς, δεν ζει πια, και του κ. Ιωάννη Φωκά. Είναι εκπληκτικό να έχεις ανθρώπους που νοιάζονται για σένα και σου περνάνε μυστικά πιο σημαντικά από κάθε απτό περιουσιακό στοιχείο. Τις περισσότερες φορές αυτοί θα μεταδώσουν την καλλιτεχνική καύλα σε κάποιον που θέλει να γίνει καλλιτέχνης. Οπότε πρέπει να προσέχουμε ποιους βάζουμε σε αυτές τις θέσεις. Τώρα οι περισσότεροι μπαίνουν “στα φιλικά”.
Στη Γερμανία πήγα εντελώς τυχαία, γιατί έκανα και το μοντέλο κάποτε. Έμεινα εκεί γιατί η νυχτερινή ζωή έμοιαζε με αυτήν της Ελλάδας, με καλύτερη μουσική όμως, και “εύκολο” κόσμο, απελευθερωμένο. Πλέον έχει απελευθερωθεί too much, σε βαθμό χυδαιότητας, όπως την εξηγεί ο Μποντριγιάρ, και όποιος κατάλαβε-κατάλαβε.
Στη μετέπειτα πορεία μου ο φίλος μου και επιμελητής Peter Ungeheuer ήταν ο σημαντικότερος καλλιτεχνικά άνθρωπος που με έβαλε στη σκηνή της τέχνης του Βερολίνου και μου έδωσε σημαντικές συμβουλές. Επίσης, οι καλές γκαλερί με βοήθησαν και με στήριξαν πολύ: η Ζίνα Αθανασιάδου, με το αλάνθαστο μάτι της, στη Θεσσαλονίκη και ο Freddy Kornfeld, με την αποφασιστικότητά του και την εμπειρία του στο μάρκετινγκ, στο Βερολίνο.
Είμαι Ελληνάρας, ευαίσθητος, σκληρός, αγαπάω την θάλασσα και το καλό φαΐ. Δεν θα γύριζα όμως στην Ελλάδα γιατί είναι δύσκολο πλέον να είσαι ηθικός. Όταν θα το κάνω, θα πάω σε ένα χωριό στην Κρήτη και θα έχω ένα κήπο και δύο κατσίκες, μια αγελάδα, ένα γουρούνι και την ησυχία μου. Τώρα δεν μπορώ, γιατί είμαι ανυπότακτος.
Στα έργα μου η Ελλάδα είναι στις ντρίμπλες που κάνω στον παρατηρητή, σε τίποτα άλλο, αλλά η επόμενη μεγάλη μου έκθεση στην Ελλάδα με την Γκαλερί Αθανασιάδου θα γίνει αποκλειστικά με θεματική τον «Έλληνα», αυτόν που όλοι ξέρουμε. Ξέρω ότι θα είναι μεγάλη η έκθεση.
Έχω γνωρίσει πολύ γνωστό κόσμο, απλώς προσπαθώ να μη γνωρίζω και πολλούς ήρωές μου γιατί μετά τους απομυθοποιώ. Οι απλοί άνθρωποι από κοντά γίνονται ήρωες με αυτά που λένε. Με κάλεσαν κάποτε να κάνω έκθεση στη Λειψία και ένα έργο μου ήταν δίπλα σε αυτό του Neo Rauch – εν τω μεταξύ είχε κάνει κάτι συντηρητικές δηλώσεις κάποτε, δεν τον πάω από τότε – και ξαφνικά τον βλέπω δίπλα μου να κοίτα αυτό που έκανα.
Λοιπόν, κάποτε στη Θεσσαλονίκη, στο εργαστήριο, είχαμε ένα βιβλίο του και καθόμασταν με τις ώρες και το κοιτούσαμε και λέγαμε “α ρε, τι ζωγραφάρα που είναι”. Τέλος πάντων, του διηγήθηκα τότε αυτή την ιστορία και μετά με κοίταξε ανέκφραστος, κλασικός Ανατολικογερμανός, και λέει “schön”, δηλαδή “ωραία”, και φεύγει. Ε, ξενέρωσα εννοείται.
Η μεγαλύτερη στιγμή μου καλλιτεχνικά είναι όταν, τελειώνοντας το μάστερ μου στη Γερμανία, έκανα αίτηση για το βραβείο National Gallery Preis στο Haus am Kleistpark. Ήταν άλλη μια αίτηση, απ’ αυτές που απλώς κάνεις και τις ξεχνάς, γιατί λες “εντάξει, χίλια άτομα έκαναν αίτηση”.
Μια μέρα που δούλευα, σε μπαρ –τότε θεωρούσα αδιανόητο να μπορώ να ζω από τα έργα μου–, μάλωσα με κάποιον και βγήκα έξω να πάρω αέρα. Τότε είδα ότι με είχαν διαλέξει στους δώδεκα καλύτερους για την ομαδική έκθεση στο μουσείο και λέω “ναι, ρε, σας γάμησα!”. Τα ονόματα σε αυτή την έκθεση ήταν τεράστια κι εγώ ο κανένας, με κάτι φτωχά σε παρασκευή έργα.
Δεν περίμενα να πάρω το βραβείο, αλλά ήξερα ότι αυτό που ζωγράφισα ήταν πολύ κοντά από κάθε άλλο έργο στη θεματολογία. Και ενώ έτρωγα κάτι τυροπιτάκια στην εκδήλωση και ο εκφωνητής μιλούσε για τέχνη και ιστορίες, ξαφνικά ακούω το όνομά μου – ο κόσμος γύρισε να με ψάξει και ένας γνωστός μου που ήταν εκεί άρχισε να χειροκροτά. Ήταν υπέροχα. Βγήκα έξω και πήρα τηλέφωνο τον πατέρα, του είπα “το κερδίσαμε!”. Εκεί ένιωσα ότι εκπροσώπησα κάποιον, είτε την οικογένεια είτε την Ελλάδα. Αυτή ήταν η πιο σημαντική μου στιγμή.
Μου αρέσει ο David Salle, ο David Hockney και η Cecily Brown. Αυτούς μου αρέσει να κάθομαι και να βλέπω ώρες, να θαυμάζω τα έργα τους.
Τα πιο πρόσφατα έργα μου βασίστηκαν σε παλιές, ασπρόμαυρες αμερικανικές διαφημίσεις. Εγώ πήρα αυτές τις εικόνες και τις ξαναέκανα από την αρχή, σε μεγάλο μέγεθος, με μολύβια χρωματιστά. Εκεί έδωσα τα δικά μου χρώματα, χωρίς να τα έχω επεξεργαστεί στον υπολογιστή, ήθελα το μυαλό να κάνει αυτό που θα έκανε το Photoshop. Μετά, με ακρυλικά χρώματα, μπήκα και έκανα σχόλιο στο πρώτο επίπεδο της εικόνας κι έτσι άλλαξα το νόημα της αρχικής.
Από τη μια το κάνω γιατί θέλω να έχει ο παρατηρητής την αίσθηση του ρίσκου που παίρνει ο καλλιτέχνης να αλλάξει κάτι και να κάνει ένα σχόλιο, που στο τέλος μπορεί να μην ταιριάζει και το έργο να είναι για πέταμα. Όμως δεν είναι μια φωτογραφία αλλά ένα σχέδιο που πήρε ώρες να φιλοτεχνηθεί για ώρες για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε.
Από την άλλη πλευρά, σε αυτές τις διαφημίσεις βλέπουμε πρότυπα οικογένειας που δεν υπάρχουν πλέον, αλλά οι άνθρωποι τα ακολουθούν ακόμα. Εγώ σχολιάζω, θέτω ερωτήματα, αν είναι σωστό να τα ακολουθούμε ακόμα ή όχι, δεν δίνω απαντήσεις. Το έργο ολοκληρώνεται μέσα σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ο καθένας παίρνει τις απαντήσεις που θέλει.
Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι βλάκας για να κάνει τέχνη καλή. Πρέπει να έχει τα κατάλληλα υλικά και τη γνώση επί του θέματος, να έχει όραμα, να είναι τρελός και να πιστεύει ότι όλα γίνονται βαθιά μέσα του. Η τέχνη δεν έχει φύλο. Μόνο τα έμψυχα έχουν φύλο. Η τέχνη έχει τα χαρακτηριστικά του καλλιτέχνη της. Τη μια είναι γκέι, την άλλη στρέιτ, την άλλη δεν είναι τίποτα, μπορεί και τα δύο. Και υπάρχουν και καλλιτέχνες που είναι φασίστες, τα πάντα υπάρχουν».
— Βιοπορίζεσαι από αυτό που κάνεις;
Δεν έχω κάτι άλλο καλύτερο να κάνω, βρήκα κάτι που μου αρέσει και αφού το διάλεξα θα το πάω ως το τέλος, μέχρι να πεθάνω. Μου ήταν, και είναι, υπεραρκετό. Τώρα δουλεύω για μια ατομική έκθεση στο Βερολίνο που ονομάζεται «Paris in wonderland». Δεν θέλω να πω πολλά, θέλω να δείξω. Όποιος είναι στο Βερολίνο τον Ιούνιο, ας έρθει να πιούμε μια μπίρα στο opening…
Instagram: @paris_giachoustidis
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τα εικαστικά έργα του Πάρη Γιαχουστίδη εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.