ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ οι βουλευτικές εκλογές αποδείχθηκαν μια πρωτίστως ανδρική υπόθεση. Από τους πολιτικούς αρχηγούς μέχρι τη σύνθεση των τηλεοπτικών πάνελ, της ιδιωτικής αλλά και της δημόσιας τηλεόρασης, το ανδρικό στοιχείο ήταν κυριαρχικό κατά την προεκλογική περίοδο. Σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. δεν εμφανίζεται συστηματικά μια τέτοια κατάσταση εξακολουθητικής ανισορροπίας των φύλων όσον αφορά την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα εν όψει εκλογών αλλά και ευρύτερα. Αυτή η σε βάρος των γυναικών ανισορροπία αποτυπώθηκε εμφατικά στο εκλογικό αποτέλεσμα: μεταξύ των 300 της Βουλής, οι γυναίκες που κάθισαν στα κοινοβουλευτικά έδρανα αντιστοιχούν στο 23% του συνόλου, αριθμός που είναι συγκρίσιμος με αντίστοιχα ποσοστά κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των γυναικών που υπάρχουν σε χώρες με δημοκρατία χαμηλής ποιότητας (στοιχεία Παγκόσμιας Τράπεζας), απέχοντας σημαντικά από τα συνήθη ποσοστά εκπροσώπησης των γυναικών στη Βουλή σε χώρες της Ε.Ε. (Νορβηγία 45%, Δανία 44%, Ισπανία 43%, Πορτογαλία 37%).
Έχει ενδιαφέρον ότι μια τέτοια κατάσταση χάσματος των φύλων στην πολιτική και στη δημόσια σκηνή διαπερνά όλες τις περιοχές της πολιτικής αρένας. Μπορεί να είναι περισσότερο τονισμένη από το κέντρο και προς τα δεξιά του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα, ωστόσο οι διαφορές απ’ άκρου εις άκρον της κατεστημένης πολιτικής σκηνής μεταξύ των κομμάτων της διακυβέρνησης είναι μικρότερες απ’ όσο προϊδεάζει μια ιδεοτυπική διάκριση αριστεράς - δεξιάς. Σαφώς, σε επίπεδο ιδεολογίας και θέσεων η ισότητα των φύλων είναι ένα ζήτημα θεμελιώδους σημασίας στο αριστερό φάσμα του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα, όμως σε επίπεδο πρακτικών, συμπεριφορών και κουλτούρας οι διαφορές είναι μικρότερες. Έτσι, συμπεριφορές και πρακτικές που συντηρούν και αναπαράγουν το χάσμα του φύλου εντοπίζονται και πέραν του κατεστημένου συντηρητικού χώρου, ενώ μια μοντέρνα διαχείριση ζητημάτων ταυτότητας φύλου δεν είναι πια ταμπού ούτε στον ευρύτερο κεντροδεξιό χώρο. Παρότι τα ζητήματα φύλου δεν είναι πλέον τόσο διαιρετικά και συγκρουσιακά, δεν γίνονται μεγάλα βήματα για τη διευθέτησή τους προς μια κατεύθυνση που να αποκαθιστά ανισορροπίες και να βάζει φρένο σε κοινωνικές διακρίσεις που έχουν το φύλο ως υπόβαθρο για την αναπαραγωγή τους.
Μεταξύ των 300 της Βουλής, οι γυναίκες που κάθισαν στα κοινοβουλευτικά έδρανα αντιστοιχούν στο 23% του συνόλου, αριθμός που είναι συγκρίσιμος με αντίστοιχα ποσοστά κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των γυναικών που υπάρχουν σε χώρες με δημοκρατία χαμηλής ποιότητας.
Όταν έγινε η Άνγκελα Μέρκελ επικεφαλής του CDU δεν ήταν λίγοι οι άνδρες δελφίνοι και μεγαλοστελέχη του κόμματος που δυσανασχέτησαν με την επιλογή μιας γυναίκας, άτεκνης, Ανατολικογερμανίδας και προτεστάντισσας στην ηγεσία ενός Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, στο οποίο το πρότυπο της γυναίκας που κυριαρχεί είναι εκείνο της εκκλησιαζόμενης καθολικής πολύτεκνης μητέρας. Δεν ήταν όμως το ανδρικό κατεστημένο μόνο του CDU αλλά και του SPD, με τον πρώην καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ να φέρεται απαξιωτικά και σεξιστικά στη Μέρκελ. Ακόμη και σε αυτό το υψηλό επίπεδο από άποψη θέσης και εξουσίας να βρεθεί μια γυναίκα, τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Η Τζασίντα Άρντερν, όταν εξελέγη επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος της Νέας Ζηλανδίας, κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα αν οι απαιτήσεις της μητρότητας θα της επέτρεπαν να κερδίσει τις εκλογές. Το φύλο για μια γυναίκα αντιμετωπίζεται ως μια μεταβλητή που μπορεί να επηρεάσει τον ρόλο της στην πολιτική, προφανώς και στην εργασία, κάτι που κανείς δεν θεωρεί ότι μπορεί να αφορά έναν άνδρα με αντίστοιχα χαρακτηριστικά που θα βρεθεί στην ίδια θέση.
Στη χώρα μας τα πράγματα έχουν μείνει πιο πίσω και εξελίσσονται με πιο αργούς ρυθμούς σε σύγκριση με αρκετές από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Το χάσμα φύλου στην πολιτική στην Ελλάδα έχει πολλές πτυχές: μία από αυτές είναι ότι δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα από τους θεσμούς ούτε ως μια ελλειμματική διάσταση της ελληνικής δημοκρατίας. Παρά τα βήματα που έχουν γίνει, η κοινωνία παραμένει ακόμη πατριαρχική, γεγονός που λειτουργεί ως ένα πέπλο συγκάλυψης τέτοιων ελλειμμάτων. Το ότι μάλιστα αυτά συντηρούνται όχι μόνο σε περιοχές του κοινωνικού γίγνεσθαι όπου σωρεύονται κοινωνικές ανισότητες αλλά και εκεί όπου έχει συντελεστεί η κοινωνική απογείωση καταδεικνύει ότι το χάσμα φύλου αποτελεί μια βαθιά μορφή ανισότητας και ότι οι «γυάλινες οροφές» που πρέπει να σπάσουν οι γυναίκες για να αναδειχθούν σε θέσεις εξουσίες είναι πολλές και με πολλά προαπαιτούμενα.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της προεκλογικής περιόδου ήταν το debate των πολιτικών αρχηγών τον Μάιο του 2023. Έξι άνδρες πολιτικοί αρχηγοί αποτύπωναν το πλαίσιο μιας απόλυτα ανδροκρατούμενης πολιτικής σκηνής. Μετά από τέσσερα χρόνια, η αντίστοιχη εικόνα θα είναι κατάτι διαφορετική, καθώς ήδη ένα κόμμα (Πλεύση Ελευθερίας) διαθέτει γυναίκα επικεφαλής. Ζητούμενο, πάντως, αποτελεί το αν οι ανοιχτές διαδικασίες εκλογής αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ θα φέρουν μια γυναίκα στο τιμόνι του κόμματος. Ωστόσο, ακόμη και για ένα κόμμα της αυτοπροσδιοριζόμενης ως ριζοσπαστικής αριστεράς το ζήτημα του φύλου δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα, ένα έστω συμπληρωματικό κριτήριο στην όλη διαδικασία. Αν όμως ούτε σε ένα κόμμα που με βάση τις θέσεις και τη ρητορική του δίνει προτεραιότητα σε ζητήματα «ουσιαστικής ισότητας των φύλων στην πράξη», ευαγγελίζεται την «απόλυτη ισότητα» και καταγγέλλει το αντίπαλο κόμμα για «έλλειμμα ισότητας των φύλων στην κυβέρνηση» το ζήτημα του φύλου στην ηγεσία του δεν αντιμετωπίζεται ως καίριο, αναρωτιέμαι αν υπάρχει ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο σε μια κατά τα άλλα ριζοσπαστική φεμινιστική ρητορική αλλά και αν υπάρχει η προοπτική να σπάσουν οι «γυάλινες οροφές» στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.