ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ για τις προγραμματικές δηλώσεις στη Bουλή ο πρωθυπουργός παρουσίασε το σχέδιό του για την επόμενη τετραετία και προϊδέασε για το πολιτικό στίγμα που θέλει προσδώσει σε αυτή. Αφού έκανε μια ιστορική αναφορά στους πολιτικούς που θεωρεί ότι εκσυγχρόνισαν την Ελλάδα, αναφέροντας ονομαστικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, εμμέσως εμφάνισε τον εαυτό του ως συνεχιστή του Κώστα Σημίτη, στον οποίο πίστωσε την ένταξη στην ΟΝΕ.
Μεγαλύτερη έκπληξη, όμως, ήταν η αναφορά στον Ανδρέα Παπανδρέου για την εθνική συμφιλίωση και τη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ενώ παρέλειψε κάθε αναφορά στους τελευταίους πρωθυπουργούς της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών, είναι προφανές πως αισθάνεται απελευθερωμένος απ’ όσα τον συγκρατούσαν από το να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε από την προηγούμενη περίοδο, τη διαμόρφωση μιας νέας «Νέας Δημοκρατίας», την οποία θέλει να φέρει στο φιλελεύθερο κέντρο. Δεν είναι μόνο οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ πολιτικοί στους οποίους έχει αναθέσει σημαντικά υπουργεία (Πιερρακάκης, Φλωρίδης, Μενδώνη, Χρυσοχοΐδης), είναι και η βάση των ψηφοφόρων που έχει αλλάξει. Διατηρεί μεν τον παραδοσιακό πυρήνα των ψηφοφόρων της ΝΔ που δεν εγκαταλείπει το κόμμα, όποια κι αν είναι η ηγεσία κάθε φορά, αλλά έχει προσελκύσει κι ένα μεγάλο μέρος του «εκσυγχρονιστικού κέντρου».
Η πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη περιορίστηκε στη διαχείριση, με τη δικαιολογία ότι της έτυχαν πολλές κρίσεις. Αν ο πρωθυπουργός θέλει να αφήσει το ιστορικό αποτύπωμά του ως πολιτικού που εκσυγχρόνισε την Ελλάδα, θα πρέπει να παραγάγει χειροπιαστό έργο, καθώς οι σχετικές δηλώσεις δεν αρκούν.
Αυτό είχε ως συνέπεια επί Κυριάκου Μητσοτάκη να έρθουν στη Νέα Δημοκρατία ψηφοφόροι που μέχρι τότε βρίσκονταν στα αριστερά της αλλά και να απολέσει ένα τμήμα δεξιών ψηφοφόρων λόγω του χώρου που άφησε ακάλυπτο με τη μετακίνηση αυτή. Για να περιορίσει τις απώλειες αυτές έχει δώσει ειδικό και προβεβλημένο ρόλο σε πρόσωπα με ακροδεξιά πολιτική καταγωγή, όπως ο Μάκης Βορίδης και οι άλλοι που προέρχονται από τον ΛΑ.Ο.Σ., οι οποίοι όμως επίσης έχουν αλλάξει αισθητά τη ρητορική τους και την έχουν προσαρμόσει στη γραμμή της ΝΔ. Είναι γεγονός ότι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στη νέα Βουλή που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές, θα ασκείται αντιπολίτευση και από τα δεξιά της, και μάλιστα από τρία κόμματα.
Η πολιτική στροφή Μητσοτάκη, που σιγά σιγά ολοκληρώνεται, δεν είναι χωρίς αντιδράσεις. Αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν ενοχληθεί (και καραμανλικοί και σαμαρικοί), αλλά αυτές οι ενοχλήσεις ελάχιστα εκδηλώνονται δημόσια σε ένα κόμμα εξουσίας όπως η ΝΔ, όταν βρίσκεται στην κυβέρνηση, και με έναν πρόεδρο και πρωθυπουργό πολύ ισχυρό.
Η αλλαγή της ΝΔ και η εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη ως πολιτικού συνεχιστή του Κώστα Σημίτη (ακόμα και αν δεν το εξέφρασε ρητά, αλλά με τον έμμεσο τρόπο που το έκανε), με κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας, θα κριθεί στην πράξη. Ακόμα περισσότερο θα κριθεί ως προς το αν εξαγγελίες όπως αυτή της μεταρρύθμισης και ενίσχυσης του ΕΣΥ γίνουν πράξη. Στην πρώτη τετραετία, πάντως, μεταρρυθμιστικό έργο δεν έγινε, πλην κάποιων βημάτων στην Ψηφιακή Πολιτική, όπου η χώρα είχε μείνει πολύ πίσω. Η απαράδεκτη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο ΟΣΕ και αποκαλύφθηκε με το δυστύχημα των Τεμπών είναι ενδεικτική, καθώς παρόμοια είναι η κατάσταση και σε πολλούς ακόμα τομείς του Δημοσίου.
Η πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη περιορίστηκε στη διαχείριση, με τη δικαιολογία ότι της έτυχαν πολλές κρίσεις. Αν ο πρωθυπουργός θέλει να αφήσει το ιστορικό αποτύπωμά του ως πολιτικού που εκσυγχρόνισε την Ελλάδα, θα πρέπει να παραγάγει χειροπιαστό έργο, καθώς οι σχετικές δηλώσεις δεν αρκούν.
Πολιτικά, ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πάει ένα βήμα μπροστά και αυτό οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν πρέπει να το υποβαθμίσουν αλλά να το αναλύσουν σωστά, αν θέλουν να τον αντιμετωπίσουν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης όχι μόνο αιφνιδιάστηκαν από την επισημοποίηση της πολιτικής μετακίνησης κατά τη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων αλλά τα περισσότερα δεν την έχουν ερμηνεύσει ακόμα κι έχουν μείνει στην παλιά στρατηγική, αφήνοντάς του τον χώρο που θέλει για να κινείται ελεύθερα.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης αισθάνεται δικαιωμένος για την εκτίμησή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος χορηγός του Μητσοτάκη, αλλά αυτό δεν του λύνει το πρόβλημα. Στο ΠΑΣΟΚ, το δίλημμα για πολλούς είναι αν θα ασκήσουν τώρα μια σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση, προκειμένου να πείσουν ότι αυτοί είναι οι γνήσιοι εκφραστές και του κοινωνικά φιλελεύθερου κέντρου και των εκσυγχρονιστών (από το πολιτικό ρεύμα των οποίων προέρχεται και ο Νίκος Ανδρουλάκης) ή αν θα μετακινηθούν προς μια πιο αριστερή και ριζοσπαστική αντιπολίτευση, προκειμένου να καλύψουν ένα τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται σε αποδρομή. Είναι όμως αυτή η σωστή συνταγή; Ο Κώστας Σημίτης, υποστηρίζουν παλιοί συνεργάτες του, είχε καταφέρει να κυριαρχήσει πολιτικά, προσελκύοντας ψηφοφόρους από δεξιά και από αριστερά, χωρίς να μετακινηθεί από τις θέσεις του.
Στον ΣΥΡΙΖΑ τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στο εσωτερικό και στη μάχη της διαδοχής και ελάχιστα παρατηρούν τι κάνει η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το μοναδικό στέλεχος που ξεχώρισε, μίλησε για τις αιτίες της ήττας πολιτικά και φάνηκε να εμπνέει αρκετό κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και της αριστεράς, ο Διονύσης Τεμπονέρας, δεν θα είναι υποψήφιος για την ηγεσία του κόμματος. Οι υπόλοιποι, για την ώρα, δεν έχουν δώσει σαφές πολιτικό στίγμα και μιλούν αρκετά γενικά και αόριστα, προκειμένου να ψαρέψουν σε όλες τις δεξαμενές των τάσεων, ενώ αποφεύγουν να αναφερθούν στα αίτια της ήττας. Κυρίως όμως κανένας (πλην Τεμπονέρα) δεν μιλά για το τι πρέπει να αλλάξουν και πως θα αντιμετωπίσουν τη ΝΔ που αλλάζει διαρκώς κάτω από τα ραντάρ τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.