Το 2020 η οξυκωδόνη, η οποία πωλείται με διάφορες εμπορικές ονομασίες, με πιο «διάσημη» αυτή του χαπιού OxyContin, ήταν το 54ο πιο συχνά συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 12 εκατομμύρια συνταγές. Περιγράφεται ως ένα ισχυρό, ημισυνθετικό οπιοειδές που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του μέτριου έως σοβαρού πόνου. Στην περιγραφή της χρήσης του επισημαίνεται σήμερα κάτι που παραβλεπόταν εδώ και δεκαετίες: ο κίνδυνος κατάχρησης και εθισμού σε αυτό, οι κίνδυνοι εξαιτίας της υπερδοσολογίας και οι εξαιρετικά σοβαρές παρενέργειες στο νευρικό και μυϊκό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου.
Ο εθισμός στην οξυκωδόνη αποδείχτηκε πολύ εύκολος, κυρίως εξαιτίας της τάσης και της προθυμίας με την οποία οι γιατροί τη συνταγογραφούσαν, αποσιωπώντας επί χρόνια τις ολέθριες παρενέργειες, ενώ υποτιμούσαν και παρέβλεπαν τα σημάδια στέρησης που παρουσίαζαν οι ασθενείς τους, απλώς αυξάνοντας την εκάστοτε δόση. Οι ιατρικές μελέτες αναφέρουν ότι όταν λαμβάνεται από το στόμα, έχει περίπου 1,5 φορά ισχυρότερη επίδραση από την ισοδύναμη ποσότητα μορφίνης. Η επιτυχία του φαρμάκου οφειλόταν και στο ότι η ανακούφιση από τον πόνο άρχιζε συνήθως εντός δεκαπέντε λεπτών και διαρκούσε έως και έξι ώρες. Έτσι, με κάποιον τρόπο οι άνθρωποι που υπέφεραν από τραυματισμούς μπορούσαν για λίγες ώρες, μέχρι την επόμενη δόση, να συνεχίσουν τη ζωή τους «κανονικά», να εργάζονται, ή να ξεχνούν για λίγο τον πόνο.
Ο εθισμός στην οξυκωδόνη αποδείχτηκε πολύ εύκολος, κυρίως εξαιτίας της τάσης και της προθυμίας με την οποία οι γιατροί τη συνταγογραφούσαν, αποσιωπώντας επί χρόνια τις ολέθριες παρενέργειες, ενώ υποτιμούσαν και παρέβλεπαν τα σημάδια στέρησης που παρουσίαζαν οι ασθενείς τους, απλώς αυξάνοντας την εκάστοτε δόση.
Η ιστορία ενός από τα πιο επικίνδυνα φάρμακα συνδέεται με την οικογένεια Sackler και παρουσιάζεται σε μια σειρά έξι επεισοδίων στο Netflix, που ρίχνει φως στις καταστροφικές επιπτώσεις της επιδημίας των οπιοειδών. Μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση ξεδιπλώνεται ο χαρακτήρας του πολυεκατομμυριούχου Richard Sackler, που υποδύεται ο Matthew Broderick, και της Edie Flowers, που υποδύεται η Uzo Aduba. Η τελευταία αφηγείται, ως ερευνήτρια, πώς μέσα από παραπλανητικές στρατηγικές μία από τις πιο πλούσιες, διάσημες και προβεβλημένες οικογένειες της Αμερικής έχτισε «μια αυτοκρατορία του πόνου». Στους τίτλους τέλους της σειράς διαβάζουμε ότι περίπου 300.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει τις τελευταίες δύο δεκαετίες από υπερβολική δόση συνταγογραφούμενων παυσίπονων όπως το OxyContin, το «blockbuster drug» των Sackler.
Από τη σειρά παρελαύνουν πρόσωπα εμπνευσμένα από αληθινούς χαρακτήρες, επιστήμονες και άνθρωποι που πονούν, θύτες και θύματα, φιλόδοξα στελέχη εταιρειών, ενώ περιγράφονται συμφωνίες και εξαγορές συνειδήσεων, χρηματισμοί και κενά στο σύστημα της υγειονομικής περίθαλψης. Βασίστηκε στα βιβλία «Empire of Pain» του Patrick Radden Keefe και «Pain Killer» του Barry Meier και αναλύει όλα τα λάθη που έγιναν μέσα σε ένα σύστημα που αφορά την υγεία αλλά στοχεύει κυρίως στο κέρδος.
Δύο σπουδαία βιβλία για μια θανατηφόρα επιδημία
Το «Empire of Pain» του Patrick Radden Keefe, best seller και από τα πιο αξιοσημείωτα του 2021, σύμφωνα με τους «New York Times» είναι ένα πορτρέτο τριών γενεών της οικογένειας Sackler, της οποίας η περιουσία χτίστηκε από το Valium και η φήμη της καταστράφηκε από το OxyContin.
Το βιβλίο ακολουθεί την ιστορία της δυναστείας των πολυεκατομμυριούχων φιλάνθρωπων και φιλότεχνων, που το όνομά τους έχει κοσμήσει τους τοίχους πολλών ιστορικών ιδρυμάτων, του Χάρβαρντ, του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης, της Οξφόρδης, του Λούβρου. Είναι μία από τις πλουσιότερες οικογένειες στον κόσμο, υπεύθυνη ωστόσο για την παραγωγή και την εμπορία του παυσίπονου που αποτέλεσε τον καταλύτη της κρίσης των οπιοειδών.
Η οικογένεια με μακιαβελικές μεθόδους χειραγώγησε γιατρούς, επηρέασε τον FDA και υποβάθμισε την εθιστικότητα του φαρμάκου, ενώ, έχοντας ένα επιτελείο μεγάλων νομικών όπως ο τέως δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ρούντι Τζουλιάνι, κατάφερε να αποφύγει να της αποδοθούν ευθύνες σχετικά με τη χρήση του φαρμάκου. Το «Empire of Pain» είναι ένα πορτρέτο της δεύτερης χρυσής εποχής της Αμερικής, μια μελέτη της ατιμωρησίας της οικονομικής και κοινωνικής ελίτ και μια ωμή παρουσίαση της απληστίας που δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες περιουσίες του κόσμου.
Το δεύτερο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η σειρά είναι το «Pain Killer» του βραβευμένου δημοσιογράφου Barry Meier, του οποίου το ειδικό ρεπορτάζ στους «New York Times» προκάλεσε εθνικό ενδιαφέρον για το OxyContin. Καταγράφει την άνοδο της βιομηχανίας διαχείρισης πόνου, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, και αποκαλύπτει τις υπερβολές και τις καταχρήσεις της.
Το ισχυρό φάρμακο που διαφημίστηκε ως σωτηρία για εκατομμύρια ανθρώπους πυροδότησε μια εθνική τραγωδία. Όταν βγήκε στην αγορά το OxyContin, θεωρήθηκε ένα φαρμακευτικό όνειρο, ένα «θαυματουργό» φάρμακο, προάγγελος μιας τεράστιας αλλαγής στην ιατρική περίθαλψη, ενώ θα έφερνε και τεράστια κέρδη στον παρασκευαστή του.
Το φάρμακο αποδείχτηκε τόσο «θαυματουργό» όσο και εθιστικό, και σημάδεψε πόλεις, κωμοπόλεις και προάστια, αυξάνοντας την εγκληματικότητα και τα ποσοστά βίας και θανάτων των χρηστών του. Καθώς οι αναφορές στα περιστατικά υπερβολικής δόσης OxyContin γίνονταν πρωτοσέλιδα και ειδήσεις στα δίκτυα, γιατροί και ιατρικοί επισκέπτες που προωθούσαν το φάρμακο, ρυθμιστικές αρχές, στελέχη της βιομηχανίας και νομοθέτες έσπευσαν να υποβαθμίσουν τη ζημιά.
Πίσω από όλα αυτά βρισκόταν μία από τις πλουσιότερες οικογένειες της Αμερικής που συνέβαλε στην ενίσχυση του προβλήματος και είχε τα μέσα να καλύπτει τις αντιδράσεις. Τα αντανακλαστικά των Αρχών αποδείχτηκαν πολύ αργά, η απειλή που προέκυψε με τη ραγδαία αύξηση της κατάχρησης συνταγογραφούμενων φαρμάκων σε νέους ανθρώπους υπήρξε καθοριστική και είχε τεράστια διάδοση, με την κρίση των οπιοειδών να έχει κορυφωθεί πλέον και πολλούς να υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει επιστροφή.
Το βιβλίο, όπως και η ομότιτλη σειρά του Netflix, επισημαίνουν ότι ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών σήμερα δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο μέτωπο των παράνομων ναρκωτικών που διακινούνται λαθραία αλλά οφείλει να επεκταθεί και σε μερικές από τις πιο θανατηφόρες ουσίες που παράγονται και πωλούνται νόμιμα στην Αμερική. Το OxyContin, που πωλήθηκε για πρώτη φορά το 1996 ως μέρος της θεραπείας καρκινοπαθών και άλλων πασχόντων από χρόνιο πόνο, έγινε το μαγικό χαπάκι για πολλούς εφήβους, που, παίρνοντας ένα «Oxy», είχαν την πρώτη εμπειρία με ουσίες, οδηγούνταν πολύ γρήγορα στην εξάρτηση, στη σκοτεινή πλευρά του φαρμάκου και πολλοί από αυτούς στον θάνατο.
Η ιστορία της φιλότεχνης οικογένειας Sackler
Η οικογένεια Sackler μπορεί να έχει χαρακτηριστεί ως η «πιο κακή οικογένεια στην Αμερική» και οι «χειρότεροι έμποροι ναρκωτικών στην ιστορία», αλλά το όνομά τους φιγουράριζε μέχρι πολύ πρόσφατα στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, από το Metropolitan Museum of Art, το Smithsonian και το Guggenheim μέχρι το Ashmolean της Οξφόρδης, το V&A στο Λονδίνο και το Dundee, την Tate, τις Serpentine Galleries και το Λούβρο (ήταν το πρώτο μουσείο που το 2019 αφαίρεσε το όνομα της οικογένειας από τις αίθουσές του), σε μεγάλα θέατρα και πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα. Από το 2021 μέχρι το 2023 περισσότερα από 25 ιδρύματα παγκοσμίως έχουν αποσύρει τις πλακέτες με το όνομά τους ή έχουν μετονομάσει αίθουσες και πτέρυγες που έφεραν το όνομα Sackler, αποσύροντας την αιγίδα της.
Στις διαμαρτυρίες εναντίον των Sacklers πρωτοστάτησε η ομάδα PAIN που ίδρυσε η Nan Goldin το 2017, η οποία ενημέρωσε και ευαισθητοποίησε τον κόσμο της τέχνης για τον ρόλο των αυτών των μαικήνων»στην κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ. Μετά από αυτό, πολλά μουσεία δήλωσαν ότι δεν θα δέχονταν πλέον δωρεές από τα μέλη της οικογένειας.
Ατέρμονοι και πολύπλοκοι δικαστικοί αγώνες
Οι Sacklers είναι οι ιδιοκτήτες της Purdue Pharma, της φαρμακευτικής εταιρείας της οποίας το κύριο φάρμακο είναι το OxyContin. Σχεδόν και οι 50 Πολιτείες των ΗΠΑ έχουν καταθέσει αγωγές κατά των μελών της οικογένειας Sackler για τον φερόμενο ρόλο τους στην κρίση των οπιοειδών. Οι αγωγές και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ενώ τα ποσά που έχουν δοθεί κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ξεπερνούν τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Σε έναν πρώτο διακανονισμό του 2019, η οικογένεια θα έδινε 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Έτσι και θα παρέμεναν δισεκατομμυριούχοι και δεν θα διώκονταν ποινικά για τη συμβολή τους στη κρίση των οπιοειδών.
Η Purdue κατέθεσε αίτηση πτώχευσης στο White Plains της Νέας Υόρκης λίγο μετά τον πρώτο διακανονισμό, αλλά πολλές Πολιτείες επιδιώκουν υψηλότερες αποζημιώσεις. Οι Sacklers μεταβίβασαν παράνομα τουλάχιστον 10,7 δισεκατομμύρια δολάρια από την Purdue σε υπεράκτιους λογαριασμούς, όταν η εταιρεία άρχισε να δέχεται νομικό έλεγχο, ενώ τα μέλη της οικογένειας θεωρούνται πλέον υπεύθυνα για την υγειονομική κρίση που έχει προκύψει. Το 2021 ζήτησαν να τους δοθεί ασυλία και να προστατευθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία από αγωγές που συνδέονται με την κρίση των οπιοειδών.
Τον Σεπτέμβριο του 2021 η εταιρεία κατάφερε την έγκριση ενός σχεδίου ύψους 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο θα διέλυε νομικά τη φαρμακοβιομηχανία τους και θα την αναδιάρθρωνε σε μια εταιρεία κοινής ωφέλειας που θα επικεντρωνόταν στην αντιμετώπιση της κρίσης των οπιοειδών και στην αποζημίωση ατόμων και οικογενειών που υπέστησαν ζημιά από τα προϊόντα της.
Ακολουθεί πλήθος αποφάσεων που μπορεί να φαίνονται βαρετές στον αναγνώστη, αλλά δείχνουν ότι οι Sacklers είναι αποφασισμένοι να θωρακιστούν πίσω από διακανονισμούς, να αποφύγουν την ποινική δίωξη και να διατηρήσουν ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους.
Η ιστορία μιας αυτοκρατορίας
Η ιστορία της αυτοκρατορίας ξεκινά όταν ο Arthur, ο Μortimer και ο Raymond Sackler, τρία παιδιά Εβραίων μεταναστών από τη Γαλικία και την Πολωνία, μεγάλωναν στο Μπρούκλιν τη δεκαετία του 1930. Και οι τρεις σπούδασαν Ιατρική και αναφέρονται ως πρωτοπόροι στις φαρμακευτικές τεχνικές που έθεσαν τέρμα στην κοινή πρακτική των λοβοτομών. Με τον Arthur πατριάρχη της οικογένειας αγόρασαν μια μικρή φαρμακευτική εταιρεία, την Purdue-Frederick, και «επινόησαν» την ιατρική διαφήμιση, ένα είδος μάρκετινγκ πολύ μπροστά από την εποχή του, οργανώνοντας καμπάνιες που απευθύνονταν απευθείας στους γιατρούς και επιστρατεύοντας διακεκριμένους γιατρούς για να υποστηρίξουν τα προϊόντα της Purdue.
Ο Arthur υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συλλέκτες έργων τέχνης της γενιάς του και δώρισε την πλειονότητα των συλλογών του σε μουσεία σε όλο τον κόσμο. Μετά τον θάνατό του τα αδέλφια και ο ανιψιός του ονόμασαν την εταιρεία Purdue Pharma και τα ηνία πέρασαν στα χέρια του Richard Sackler, γιου του Raymond. Αυτός συνέχισε την έρευνά του για τα παυσίπονα καθ' όλη τη δεκαετία του 1990 ως επικεφαλής της Purdue Pharma και ηγήθηκε της κερδοφόρας κούρσας της εταιρείας, με τα μέλη της οικογένειας, γιους, ανιψιούς/-ές, εγγονούς/-ές, να απολαμβάνουν χωρίς ανησυχία τα τεράστια κέρδη.
Είναι ουσιαστικά ο «εφευρέτης» του OxyContin. Ενώ υπήρχαν ανησυχίες σχετικά με τις εθιστικές ιδιότητές του, οι εκπρόσωποι πωλήσεων της Purdue Pharma παρέπεμπαν τους γιατρούς ή όσους είχαν ενστάσεις σε μια πλαστή μελέτη που έδειχνε ότι ο εθισμός εμφανιζόταν μόνο σε μια μειοψηφία ασθενών. Τα στοιχεία αυτά καταρρίφθηκαν από έναν από τους αρχικούς συγγραφείς της μελέτης, τον Hershel Jick. Παρ' όλα αυτά, το OxyContin εγκρίθηκε από τον FDA το 1995 από τον δρα Κέρτις Ράιτ, ο οποίος έγινε υπάλληλος της Purdue Pharma μόλις δύο χρόνια μετά. Τα μπόνους στους αντιπροσώπους πωλήσεων και στους γιατρούς που υπέγραφαν τις περισσότερες συνταγές ήταν παραπάνω από γενναιόδωρα.
Υπάρχει μια ιστορία που διαβάζω σε ξένα μέσα ότι ο Αbraham Sackler είπε κάποτε στους τρεις γιους του «αυτό που έχω να σας δώσω είναι ένα καλό όνομα». Κι αυτό τουλάχιστον οι Sacklers το έχασαν για πάντα. Ο υπερβολικός πλούτος των τελευταίων ετών –η οικογένεια συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά στη λίστα του Forbes με τις πλουσιότερες οικογένειες της Αμερικής το 2015– προέρχεται από την αύξηση των πωλήσεων του OxyContin. «Η κρίση των οπιοειδών δεν ήταν κάτι που απλώς συνέβη, όπως ένας τυφώνας ή μια πλημμύρα», λέει ο παραγωγός της σειράς Alex Gibney. «Ήταν κάτι που κατασκευάστηκε από εταιρείες που ήθελαν να έχουν εξωφρενικό κέρδος. Συνειδητοποίησα ότι αυτή η κρίση των οπιοειδών για την οποία ακούω τόσο πολλά δεν ήταν απλώς μια κρίση, ήταν στην πραγματικότητα ένα έγκλημα».
«Ζούμε σε μια χώρα όπου οι έμποροι ναρκωτικών που διακινούνται στους δρόμους μπαίνουν συχνά στη φυλακή», αναφέρει ο συν-σεναριογράφος Micah Fitzerman-Blue, «αντίθετα με τα διεφθαρμένα εταιρικά στελέχη που έφτιαξαν και διακίνησαν το φάρμακο, τα οποία δεν έχουν μπει στη φυλακή».
Προτιμήστε να δείτε τη σειρά σαν ντοκιμαντέρ για την άνοδο και την πτώση μιας οικογένειας και την κρίση των οπιοειδών. «Πολλοί τοξικομανείς, βρίσκοντας τα συνταγογραφούμενα παυσίπονα πολύ ακριβά ή πολύ δύσκολο να τα προμηθευτούν, έχουν στραφεί στην ηρωίνη. Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Ιατρικής της Εξάρτησης, τέσσερις στους πέντε ανθρώπους που δοκιμάζουν ηρωίνη σήμερα ξεκίνησαν με συνταγογραφούμενα παυσίπονα. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων δείχνουν ότι εκατόν σαράντα πέντε Αμερικανοί πεθαίνουν πλέον κάθε μέρα από υπερβολική δόση οπιοειδών», γράφει το «New Yorker».
Το τρέιλερ της σειράς.
Με πληροφορίες από Netflix, FDA, τα βιβλία «Empire of Pain» του Patrick Radden Keefe και «Pain Killer» του Barry Meier, τα περιοδικά «TIME» και «New Yorker», το PAIN (Prescription Addiction Intervention Now) και τους «New York Times».