Η Γνώση της Γραφής
Καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Και με τα χρόνια καταλαβαίνω ολοένα και λιγότερα. Είναι αλήθεια. Αλλά και το αντίθετο είναι αλήθεια: με τα χρόνια καταλαβαίνω ολοένα και περισσότερα. Ναι, είναι αλήθεια, ότι με τα χρόνια καταλαβαίνω πάρα πολλά, σχεδόν τρομακτικά πολλά. Η σκέψη, πόσο λίγα πράγματα καταλαβαίνω, σχεδόν με παραλύει, και η σκέψη πόσο πολλά πράγματα καταλαβαίνω είναι σχεδόν τρομακτική. Πώς είναι δυνατόν να είναι και τα δύο αλήθεια, ότι ταυτόχρονα καταλαβαίνω ολοένα περισσότερα και ολοένα λιγότερα;
Ένα έξυπνο μυαλό θα έλεγε βέβαια πως το γεγονός αυτό είτε αποδεικνύει πως όταν καταλαβαίνεις λίγα σημαίνει ταυτόχρονα ότι καταλαβαίνεις πολλά, πράγμα που νομίζω κατά μια ορισμένη έννοια -σχεδόν γνωστική έννοια- είναι αλήθεια, είτε αποδεικνύει, θα έλεγε το ίδιο έξυπνο μυαλό, πως εδώ γίνεται λόγος για δύο είδη κατανόησης. Και ενδεχομένως αυτό συμβαίνει πραγματικά, ίσως μάλιστα μπορεί να πει κανείς απλώς, ότι μέσα στην κατανόηση και μέσω της κατανόησης που απαιτεί θεωρία και όρους για να κατανοήσει κανείς, αισθάνομαι πως καταλαβαίνω ολοένα και λιγότερα, και πως η έκταση αυτού του είδους της αντίληψης μου φαίνεται όλο και πιο περιορισμένη, ενώ μέσω της κατανόησης που απαιτεί φαντασία και ποίηση για να καταλάβει κανείς, καταλαβαίνω ολοένα και περισσότερα. Ίσως να είναι έτσι. Εν πάση περιπτώσει έχω την αίσθηση πως, έχοντας γράψει κάποια πράγματα περί θεωρίας δοκιμίου, και ύστερα όλο και πιο λίγα, τώρα γράφω κατά προτίμηση σχεδόν μόνο μία γλώσσα, που εν πρώτοις δεν «σημαίνει», αλλά εν πρώτοις είναι αυτό που είναι, σχεδόν όπως οι πέτρες και τα δέντρα και οι θεοί και οι άνθρωποι, και μόνο ύστερα «σημαίνει». Και σ' αυτή τη γλώσσα, που εν πρώτοις είναι αυτό που είναι και μόνο εν δευτέροις σημαίνει, νομίζω πως κατανοώ ολοένα και περισσότερα, ενώ στην άλλη και μέσω της άλλης, της κοινής γλώσσας, της γλώσσας που εν πρώτοις σημαίνει, κατανοώ ολοένα και λιγότερα.
Τα μεγάλα μάτια του ψαριού
Είναι πιθανόν, πως τα βιώματα που σου παρέχουν ορισμένες καταστάσεις, κυρίως τα βιώματα σε καταστάσεις, στις οποίες βρίσκεται κανείς συχνά, διαμορφώνουν ένα είδος πρότυπου για άλλες καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται κανείς, γίνονται ένα είδος αρχετυπικών καταστάσεων, κι εγώ από την πλευρά μου σκέφτομαι, πως η κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, όταν είμαι το καλοκαίρι σε μια μικρή ξύλινη βάρκα ανοιχτά στο φιόρδ, δεν διαφέρει από εκείνη την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι όταν γράφω.
Είναι πιθανόν, πως τα βιώματα που σου παρέχουν ορισμένες καταστάσεις, κυρίως τα βιώματα σε καταστάσεις, στις οποίες βρίσκεται κανείς συχνά, διαμορφώνουν ένα είδος πρότυπου για άλλες καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται κανείς, γίνονται ένα είδος αρχετυπικών καταστάσεων, κι εγώ από την πλευρά μου σκέφτομαι, πως η κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, όταν είμαι το καλοκαίρι σε μια μικρή ξύλινη βάρκα ανοιχτά στο φιόρδ, δεν διαφέρει από εκείνη την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι όταν γράφω.
Δεν ξέρω, αν μια τέτοια σκέψη είναι ιδιαίτερα έξυπνη, αλλά ακριβώς όπως η βάρκα κι εγώ βρισκόμαστε στον ίδιο ρυθμό, το ρυθμό των κυμάτων, όταν είμαι με τη βάρκα ανοιχτά στο φιόρδ, έτσι ακριβώς πρέπει και το γράψιμό μου να βρίσκεται στο ρυθμό του. Και να μπορεί κάτι να συμβεί: Θα τσιμπήσει κάποιο ψάρι; Ένα μεγάλο; Ένα μικρό; Τι ψάρι; Και μπορεί να σηκωθεί αέρας; Θα αντέξει η βάρκα την καταιγίδα που ίσως τότε με απειλεί; Και σε μια τέτοια περίπτωση θα τα καταφέρω να φθάσω σώος στην ξηρά; Και τι θα συμβεί με εκείνον για τον οποίο γράφω; Και το φιόρδ, τι να κρύβει άραγε στα βάθη του; Τι κρύβεται στα βάθη της λογοτεχνίας, εκεί κάτω στο βυθό; Και μαζί η σιωπή, η απέραντη σιωπή, η σιωπή που είναι τόσο μεγάλη, που καμιά φορά ανασταίνει μπροστά μου τους νεκρούς φίλους μου. Και τη σιωπή αυτή επίσης θέλω πολύ να αποδώσω με τη λογοτεχνία μου. Και μαζί τον άνεμο.
Αρνητικός μυστικισμός
Υπάρχουν πράγματα, και πιθανώς ανήκουν στα πιο σημαντικά, για τα οποία θα ’πρεπε κανείς μάλλον να σωπαίνει, πράγματα που μεταβάλλονται ή και παραμορφώνονται όταν τα προφέρει κανείς, ίσως μεταβάλλονται μάλιστα τόσο πολύ όταν δοκιμάσει κανείς να τα προφέρει, ώστε αυτό που ξέραμε ότι υπάρχει στο ανείπωτο, χάνεται. Γι' αυτό που δεν μπορούμε να μιλήσουμε πρέπει να σωπαίνουμε, είπε ο Βίτγκεσταϊν. Αντιθέτως ο Ντεριντά λέει, γι αυτό που δεν μπορούμε να μιλήσουμε, γι' αυτό μπορούμε να γράψουμε. Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοούν και οι δύο.
Έτσι, αυτό που γνωρίζουμε βαθιά μέσα μας, θα ’πρεπε μάλλον να το περιβάλλουμε με σιωπή. Μπορεί κι αυτό καθεαυτό να είναι σιωπηλό, να είναι αποκλειστικά αυτό που δεν λέγεται μέσα σ' αυτό που λέγεται. Στην περίπτωση αυτή βέβαια, εννοείται πως αυτό που ξέρουμε βαθιά μέσα μας, δεν μπορούμε να το εκθέτουμε βάναυσα και να το ντύνουμε με επιχειρήματα, είναι πολύ σιωπηλό για κάτι τέτοιο, απλώς το γνωρίζουμε κατά κάποιο τρόπο. Από πού το γνωρίζουμε και γιατί θελήσαμε να το γνωρίσουμε και όλα τα σχετικά, αυτό δεν είναι τόσο ενδιαφέρον. Πιθανώς το καλύτερο είναι να το αφήσουμε έτσι αόριστο όπως είναι μέσα σ' αυτό που γράφουμε.
Ωστόσο θα ήθελα να πω κάτι. Διότι - ας αρχίσω έτσι - στην πάροδο των χρόνων έχω διαπιστώσει ότι -για μένα τουλάχιστον - υπάρχει μια σχέση, για να το πω εν πρώτοις έτσι αόριστα, ανάμεσα σε εκείνο που ορισμένοι άνθρωποι βιώνουν σε διάφορες θρησκευτικές κοινότητες -ορισμένοι άνθρωποι λένε επίσης ότι βιώνουν κάτι τέτοιο στη φύση και χάρη στη φύση- και σ’ εκείνο που εγώ ο ίδιος βιώνω κατά καιρούς με το γράψιμο, με άλλα λόγια: το γράψιμο μου έδειξε τη θρησκευτικότητα και με έκανε ευλαβικό άνθρωπο. Μερικά από τα πιο βαθιά βιώματά μου μπορεί κανείς -όπως διαπίστωσα με τον καιρό- να τα χαρακτηρίσει μυστικιστικά. Και αυτά τα μυστικιστικά βιώματα είναι συνδεδεμένα με το γράψιμο. Για μένα λοιπόν συμβαίνει το εξής: ούτε αυτά που έχω βιώσει στη ζωή, ούτε εκείνα που έχω βιώσει στο θάνατο, με έχουν βγάλει από τον αυτοεπιβεβλημένο αθεϊσμό μου. Αυτό το έκανε το γράψιμο, πολλές ημέρες και χρόνια προσωπικού γραψίματος, ημέρες και χρόνια στα οποία απασχολήθηκα με το γράψιμο - και σε ευτυχισμένες ώρες, ας πούμε, δεν απασχολήθηκα απλώς, αλλά ήμουν βυθισμένος σ' αυτό, στο γράψιμο. Το γράψιμο με έχει αλλάξει και έχει διαλύσει αυτή την δοκησίσοφη βεβαιότητα και την έχει αντικαταστήσει με την ταπεινή πεποίθηση πως η μοίρα μου εξαρτάται από τους άλλους και το Άλλο. Αυτό που είμαι, ο εαυτός μου, υπάρχει χάρη στους άλλους και το Άλλο.
«Πώς και γιατί γράφω» - Κάτι σαν μια αυτοβιογραφία του Γιον Φόσε
Νεροπίστολο
Ι
Το μεσημέρι φάγαμε ό,τι πιο νόστιμο υπάρχει, πατατοκεφτέδες. Διψάμε. Η μητέρα με παρακαλεί να πάω στο υπόγειο και να φέρω ένα μπουκάλι χυμό βατόμουρο. Κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες με ένα κόκαλο στο στόμα, σκοντάφτω σε ένα ζευγάρι παπούτσια, τρέχω έξω στο χιόνι και στο κρύο, στρίβω στη γωνία και κατεβαίνω στο υπόγειο. Πηγαίνω στο ντουλάπι με τα τρόφιμα, βρίσκω ένα μπουκάλι, πάνω στην ετικέτα γράφει χυμός βατόμουρο. Παίρνω το μπουκάλι και ξαναβγαίνω τρέχοντας. Και τότε, στην αυλή γλιστράω - ο πάγος! Και το μπουκάλι δεν πρέπει να σπάσει! Κι εγώ χτυπάω και ύστερα το αίμα! Το αίμα τινάζεται! Και τώρα! Τώρα θα τρομάξει η μητέρα μου, τρομάζει πολύ, γιατί το αίμα τινάζεται σίγουρα ένα μέτρο μακριά από το χέρι μου, μήπως έχει κοπεί το χέρι μου και το αίμα τρέχει και τρέχει και το χέρι μου σίγουρα έχει κοπεί και το αίμα πετάγεται σίγουρα ένα μέτρο μακριά από το χέρι μου, τινάζεται, τι να κάνω, να κρυφτώ; Η μητέρα μου σίγουρα θα τρομάξει πάρα πολύ όταν δει πόσο αιμορραγώ, τι να κάνω; Αιμορραγώ τόσο πολύ και πρέπει να ανεβώ τις σκάλες για να πάω στη μητέρα και έχω ακόμα το κόκαλο στο στόμα, και ανεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες και το αίμα τινάζεται και πρέπει να ηρεμήσω.
ΙΙ
Ένας άντρας που δεν τον ξέρω κάθεται δίπλα μου και κρατάει το χέρι μου πάνω στα γόνατά του. Κάθομαι μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Είναι και η μητέρα μου μαζί. Είναι και ο πατέρας. Τους βλέπω αλλά όχι πολύ καθαρά. Βλέπω το σπίτι μας. Δεν ξέρω κανέναν που έχει πεθάνει, αλλά τώρα πρέπει μάλλον να πεθάνω εγώ, αν και είμαι μόλις επτά ετών. Δεν φοβάμαι. Γυρίζω και κοιτάζω το σπίτι μας. Σκέφτομαι, τώρα βλέπω το σπίτι μου για τελευταία φορά.
ΙΙΙ
Είμαι στο σπίτι, κάθομαι στον καναπέ και ακουμπάω σε μαξιλάρια. Οι γονείς μου με ρώτησαν αν θέλω κάτι κι εγώ είπα ένα νεροπίστολο και τότε πήγε ο πατέρας στο μαγαζί του για να μου αγοράσει ένα νεροπίστολο. Το χέρι μου είναι τυλιγμένο από πάνω ώς κάτω με έναν επίδεσμο, κρέμεται σε μία θηλιά. Η μητέρα μου έδωσε την άδεια να πυροβολήσω με το νεροπίστολο στην πόρτα του καθιστικού, αλλά με δυσκολία σηκώνω το γερό μου χέρι.
Από τότε ήμουν συγγραφέας
Μεγάλωσα σε ένα φιόρδ με θέα μόνο τη θάλασσα. Αγαπώ αυτή τη θέα και καθορίζει πολύ έντονα την ασυνείδητη διάθεσή μου. Αν δεν δω για ένα μεγάλο διάστημα τη θάλασσα, έχω την αίσθηση πως κάτι δεν πάει καλά. Η θάλασσα καθορίζει τη ζωή μας, τον πολιτισμό μας, τα πάντα. Είτε έχεις ένα κτήμα με πρόβατα και μια αγελάδα. Είτε είσαι ψαράς. Είναι μια έντονη ζωή. Ένας θείος μου έφυγε στη θάλασσα. Όταν γύρισε είδε για πρώτη φορά τον γιο του. Ήταν τότε δύο ετών.
Η πιο σημαντική εμπειρία της ζωής μου: Ήμουν επτά ετών και έπρεπε να φέρω χυμό για τη μητέρα μου. Έτρεξα γύρω από το σπίτι, στο υπόγειο. Γυρίζοντας γλίστρησα στον πάγο κι έσπασα το μπουκάλι. Και μου έκοψε την αρτηρία στον καρπό μου. Ήμουν σίγουρος πως θα πέθαινα. Πήγαμε από το σπίτι μας στον γιατρό κι εγώ κοίταξα πίσω και ήμουν σίγουρος, ότι το σπίτι και το τοπίο, που ήταν βουτηγμένα σε ένα παράξενο φως, δεν θα τα ξανάβλεπα πια. Ήμουν όμως τελείως ήρεμος και δεν φοβόμουν καθόλου. Δεν θέλω να ερμηνεύσω πάρα πολλά, ενδεχομένως όλα μπορούν να εξηγηθούν τελείως διαφορετικά, αλλά είδα κάτι το οποίο δεν θέλω να κατονομάσω. Χάρηκα όμως, δεν ένιωθα φόβο. Με είδα απ’ έξω: τόσο κοντά βρισκόμουν στο θάνατο. Αυτή η προοπτική, αυτή η απόσταση… όταν σήμερα την αναλογίζομαι, ξέρω, πως από εκείνη τη στιγμή ήμουν συγγραφέας. Για να το πω αμέσως, καταπιάστηκα σε ενοχλητικά νεανική ηλικία να γράφω μικρά ποιήματα και ιστορίες, μάλιστα, ενοχλητικά, διότι η εικόνα του δωδεκάχρονου, που αποσυρόταν σε ένα δωμάτιο, όπου μπορούσε να είναι μόνος, για να γράψει εκεί μικρά ποιήματα και ιστορίες, ταιριάζει υπερβολικά σε εκείνο το μύθο, με τον οποίο ευχαρίστως φορτώνουμε τους καλλιτέχνες, συγκεκριμένα, ότι αν δεν γεννήθηκε κανείς ήδη έτσι, δηλαδή ως ο καλλιτέχνης ο οποίος είναι, έγινε ασφαλώς σε πολύ νεαρή ηλικία. Στην περίπτωσή μου αυτό είναι αλήθεια.
Κάτι ιδιαίτερο πέρα από τις λέξεις
Το «Πηγαίνω στο θέατρο» έγινε για μένα κατά κανόνα ένα «αποχωρώ από το θέατρο» - και μάλιστα στο διάλειμμα. Ένιωθα την ανάγκη να απομακρυνθώ το γρηγορότερο από αυτή τη γλοιώδη «πολιτιστική συναίνεση» που ήταν έτοιμη να μου κλέψει το κουράγιο να αντιμετωπίσω τη ζωή. Η κατάσταση στο θέατρο έχει κάτι κλειστοφοβικό - κάθεσαι στη μέση μιας σειράς σε έναν σκοτεινό, κλειστό χώρο. Αυτή την ατμόσφαιρα όταν γράφω τη μεταφέρω εντελώς ασυνείδητα στην ατμόσφαιρα του έργου.
Κάθισα λοιπόν για πρώτη φορά και προσπάθησα να γράψω ένα θεατρικό έργο. Πριν καθίσω, πήρα την απόφαση να γράψω ένα έργο με λίγα μόνο πρόσωπα, σε αρμονία τόπου και χρόνου, ώστε οι θεατές να βιώσουν στη διάρκεια μίας περίπου ώρας μια έντονη στιγμή και παράλληλα να αλλάξουν κάπως τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη ζωή. Δημιουργήθηκε ένα είδος τραγουδιού. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής μου ως συγγραφέως και μια ιδιαίτερη εμπειρία για μένα. Μου άνοιξε ένα καινούργιο πεδίο. Μπορούσα να εκφράσω κάτι που η πρόζα δεν αποδίδει. Γράφω άλλωστε για πράγματα που δεν είναι τόσο προφανή. Πρόκειται για την παρουσία μιας ιδιαιτερότητας πέρα από τις λέξεις. Μπορεί κανείς να νιώσει πολύ καλά την παρουσία αυτού του πράγματος που δεν έχει όνομα. Αναπτύσσεται μια ενέργεια, που κάποιες στιγμές σπινθηροβολεί, αστράφτει, αλλά μπορεί ξαφνικά και να ξεσπάσει.
Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που είδα ένα δικό μου έργο σε πρόβα. Στηριζόταν ακόμα πάνω σε πόδια αβέβαια σαν ένα πουλάρι που προσπαθεί για πρώτη φορά να σταθεί όρθιο. Ύστερα όμως στάθηκε. Αγαπώ αυτή τη φάση του Λαρς Νορέν: Γράφω για να απομακρυνθώ απ' αυτό που έχω ήδη γράψει. Ως συγγραφέας δεν ενδιαφέρομαι για την ψυχολογία. Νομίζω, αισθάνομαι τουλάχιστον, πως είναι μάλλον αρχέτυπα αυτά που περιγράφω - είναι μόνο καταστάσεις, ή απλώς η δραματική πλευρά των καταστάσεων. Εκεί κινούνται τα έργα μου, όχι στην ψυχολογία.
Τα έργα μου απαιτούν μια ορισμένη ψυχρότητα στην απόδοση, μια πολύ συγκεκριμένη ψυχρότητα, τότε μπορεί να δημιουργηθεί ένας μεγάλος συναισθηματισμός. Ακόμα κι όταν τα πρόσωπα εκφράζουν συναισθήματα, αυτά δεν είναι στην ουσία τόσο σημαντικά. Τα σημαντικά συναισθήματα βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο και αυτό ισχύει λίγο πολύ για όλα όσα γράφω, τουλάχιστον για τα θεατρικά έργα. Δεν καταγράφω χαρακτήρες, αλλά το χώρο ανάμεσά τους, τη δυναμική ανάμεσά τους…
Όταν γράφω, προσπαθώ να μην ξέρω τίποτα. Δεν έχω στόχο, δεν έχω σχέδιο. Θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιο άδειος. Και μια ορισμένη στιγμή το νιώθω, πως το έργο, το μυθιστόρημα έχει έρθει. Και είναι κάτι ολοκληρωμένο κι εγώ πρέπει μόνο να το καταγράψω. Δεν γράφω ποτέ βράδυ. Τότε είναι ευάλωτη η ψυχή μου και είμαι συναισθηματικός. Θέλω να είμαι ψυχρός και διαυγής. Πιστεύω, πως στην ομιλία μου μιλώ και σκέφτομαι λίγο πολύ με τη ίδια διαδικασία, στο γράψιμο μάλιστα ακόμα περισσότερο. Όταν γράφω, μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν σκέφτομαι όλως διόλου. Απλώς γράφω. Λέω στον εαυτό μου: Γιον, μη σκέφτεσαι, γράφε απλώς. Μπορώ και γράφω πολύ γρήγορα, καμιά φορά όμως διαρκεί πάρα πολύ ώσπου να δημιουργηθεί ένα έργο… Μόλις όμως βρεθώ πραγματικά μέσα, δεν σκέφτομαι πια καθόλου. Φυσικά σκέφτομαι κατά κάποιον τρόπο, έχω ένα είδος συνείδησης, αλλά είναι σαν να ονειρεύομαι ενώ είμαι ξύπνιος, μια ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση ας πούμε. Πιστεύω πως το κάθε κείμενο πρέπει να είναι και το ίδιο του το σύμπαν.
Συγγραφή και θέατρο
Αφήνομαι να πέσω μέσα στο γράψιμο. Πίσω, στα αρχέγονα στοιχεία, στη βάση. Έτσι προσπαθώ να γράψω. Κι έχω την ελπίδα να μείνω συγκεκριμένος και απλός και παράλληλα να αγγίξω τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Για να έχω την αίσθηση πως δημιουργήθηκε ένα καλό έργο, πρέπει να έχω την πεποίθηση ότι βρισκόμουν στο άγνωστο και βρήκα εκεί κάτι νέο, που ακόμα δεν υπήρξε στον κόσμο. Με ενοχλεί πολύ που ο κόσμος επανειλημμένα διακρίνει ένα αυτοβιογραφικό φόντο στα μυθιστορήματά μου και τα θεατρικά μου κείμενα. Αν όντως έγραφα αυτοβιογραφικά, το αποτέλεσμα θα ήταν μόνο σκουπίδια. Είμαι ένας συγγραφέας του φανταστικού, διαφορετικά τα κείμενά μου δεν θα αποκτούσαν φτερά, τα έργα μου δεν αποτελούνται από κενή φλυαρία, φορτωμένη με συναισθήματα ή με μέτριες εμπειρίες με κρυμμένες προθέσεις. Για μένα τα κείμενα σημαίνουν έναν τεράστιο αγώνα με τη γλώσσα, αλλά δεν τα ερμηνεύω ποτέ εκ των υστέρων. Τα έργα μου είναι τόσο επώδυνα που κλαίω ο ίδιος όταν τα βλέπω.
Χαρακτήρες
Όλοι μου οι χαρακτήρες έχουν τον παιδικό φόβο της εγκατάλειψης. Αυτή είναι η εικόνα: ένα μωρό, ολομόναχο στον κόσμο. Χωρίς επικοινωνία. Ενσωματωμένο βίαια. Εγώ κινούμαι στον ίδιο χώρο όπως οι χαρακτήρες μου και δεν αναλύω τις ιστορίες ανάμεσά τους. Η ανασφάλειά τους είναι πάντα και η δική μου. Το θεωρώ σημαντικό να μην παίρνω κανενός το μέρος ηθικά, να μη λέω αυτός έχει δίκιο, αυτός έχει άδικο και να κάνω κριτική. Αυτό δεν το θέλω ούτε και το βρίσκω σωστό. Αυτό που θέλω να επιτύχω κατά βάθος είναι να έχουν όλοι δίκιο στα έργα μου - από μια άποψη και σ' αυτή την πρόθεσή μου υπάρχει ένα είδος ηθικής. Όλοι μου οι χαρακτήρες έχουν ελαττώματα, όπως όλοι μας - και όλοι μου οι χαρακτήρες έχουν κατά βάθος δίκιο. Πρόκειται για συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες δημιουργώ και με τις οποίες συμπάσχω. Περιγράφω μια δυναμική, μια ενέργεια ανάμεσα στους ανθρώπους. Ανταμώνουν και χωρίζουν, πληγώνει ο ένας τον άλλο, δίνουν χαρά ο ένας στον άλλο, δημιουργούν ο ένας τον άλλο αμοιβαία. Δεν είναι χαρακτήρες αυτοί που διαμορφώνω, παράγω μάλλον αυτό το παράξενο πεδίο δυνάμεων ανάμεσά τους και ό,τι διαδραματίζεται εκεί από καταστάσεις και διαθέσεις.
Αγαπώ τους χαρακτήρες μου, ακόμα κι αν καμιά φορά είναι ανόητοι. Οι άνθρωποι δεν έχουν μονοδιάστατους χαρακτήρες. Προτιμώ να περιγράφω τις σχέσεις ανάμεσά τους παρά την εσωτερική ζωή τους. Οι σχέσεις, όχι η ταυτότητα, κυβερνούν τη ζωή μας. Και καμία άλλη μορφή τέχνης εκτός από το θέατρο δεν μπορεί να απεικονίσει αυτό το κοινωνικό παιχνίδι. Οι χαρακτήρες μου σίγουρα δεν ανήκουν στη μεσαία τάξη. Εγώ θα τους ονόμαζα κοινούς ανθρώπους. Είναι εργάτες, φοιτητές, άτυχοι καλλιτέχνες, άνθρωποι που μοιάζουν χαμένοι και δεν έχουν τη συνείδηση ότι ανήκουν σε οποιαδήποτε τάξη. Για μένα έχει περισσότερη σημασία πώς συγκροτούν ο ένας τον άλλον, πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις και ποιοι ήχοι παράγονται ανάμεσά τους. Για μένα είναι ένα μαύρο κομμάτι χαρτί. Του οποίου το περίγραμμα είναι ο ήχος.
Γλώσσα και μουσική
Στη Νορβηγία έχουμε δύο διαφορετικές γλώσσες. Εγώ γράφω σε μία γλώσσα που ονομάζεται "Nynorsk", Νέα Νορβηγικά. Πρόκειται για μια κατασκευασμένη γλώσσα, βασίζεται σε νορβηγικές διαλέκτους και στα Αρχαία Νορβηγικά, αλλά κανείς δεν τη μιλάει πραγματικά έτσι όπως εγώ τη γράφω. Στην πραγματικότητα γράφω αυτή την κατασκευασμένη γλώσσα με έναν «σωστό» τρόπο, δεν χρησιμοποιώ διαλέκτους. Αντ' αυτού χρησιμοποιώ πολλά σχήματα λόγου από την καθομιλουμένη: επαναλήψεις, διακεκομμένες φράσεις. Αυτά είναι πολύ φυσιολογικά πράγματα στην ομιλία. Στη πραγματικότητα είναι λοιπόν ένα είδος μίγματος μιας λογοτεχνικής γλώσσας και μιας καθημερινής γλώσσας… Επιπλέον συμβαίνει να γράφω πότε πότε αυτή τη γλώσσα με τον δικό μου, τελείως ιδιαίτερο τρόπο. Υπάρχει για παράδειγμα ο ρυθμός και το στοιχείο των συστηματικών επαναλήψεων. Έτσι είναι κι αυτή μια τεχνητή γλώσσα.
Οι επαναλήψεις έχουν σχέση με τη μουσική σύνθεση, όχι με το πώς φαντάζομαι εγώ το συνειδητό. Άλλωστε - κι αυτό πάλι σίγουρα θα φανεί περίεργο - στο κάτω κάτω όλοι συνθέτουμε. Από μία βασική ευαισθησία διαμορφώνουμε τις διάφορες μελωδίες της ύπαρξής μας. Είναι ένα είδος μουσικής φόρμας αυτό που χρησιμοποιώ. Η γλώσσα φυσικά από μόνη της δεν είναι μουσική, οι λέξεις σημαίνουν αυτό που σημαίνουν, υπάρχει μια ιστορία, υπάρχουν πρόσωπα, κλπ. Αλλά όταν γράφω δεν νοιάζομαι γι' αυτό ιδιαίτερα. Δεν νοιάζομαι για τίποτε απολύτως, ξαφνικά όμως βρίσκομαι μέσα σε ένα είδος μουσικού οικοδομήματος. Άρχισα να γράφω νέος, και όταν ήμουν ακόμα νεότερος έπαιζα αρκετά συχνά σε ένα γκρουπ, βιολί και κιθάρα, έξι με επτά φορές την ημέρα - ήταν σχεδόν νοσηρό πόσο συχνά έπαιζα. Για διάφορους λόγους σταμάτησα ξαφνικά να παίζω και άρχισα να γράφω. Και το γράψιμο το βίωσα σχεδόν σαν να παίζω μουσική, και μάλιστα σωματικά, πάνω σε πλήκτρα - στο μεταξύ όμως έχω μεγαλώσει και κάθομαι ήσυχα όταν γράφω…
Απαγορεύω στον εαυτό μου το «καλογραμμένο» κείμενο, αυτό είναι απλώς ματαιοδοξία, σαν να θέλεις να δείξεις πόσο ικανός είσαι. Κάτι τέτοιο το απαγορεύω στον εαυτό μου. Νομίζω, θα μπορούσε κανείς να πει, πως έχω ανοίξει τη δουλειά μου σε μια αποτυχημένη ή εμποδισμένη γλώσσα. Είναι όμως αυτονόητο πως το έργο τέχνης καθεαυτό δεν είναι εξ αιτίας αυτού αποτυχημένο. Νομίζω πως αυτό είναι δυσνόητο για ορισμένους ανθρώπους. Όταν χρησιμοποιεί κανείς για ένα έργο τέχνης μια κακή γλώσσα, λένε, Θεέ μου, τι κακά που γράφει.
Κάτι άλλο που πρέπει να ξέρετε για μένα είναι ότι με γοητεύουν πάντα τα παλιά σπίτια. Τα παλιά σπίτια έχουν μια ψυχή και τη δική τους ομορφιά. Ο Χάινερ Μύλλερ είπε σε σχέση με αυτό κάτι πολύ σημαντικό: πως η κατάσταση ενός πολιτισμού εξαρτάται από τον τρόπο της συναναστροφής του με τους νεκρούς. Το σπίτι ως μοτίβο είναι πολύ σημαντικό για μένα, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει. Αν το ήξερα, δεν θα είχε πια σημασία το γράψιμο. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, ζουν και πεθαίνουν. Ένα παλιό σπίτι τους φυλάει, αυτό είναι πολύ περίεργο και πολύ ωραίο. Κατά κάποιον τρόπο μένει κάτι απ' αυτούς στο σπίτι όπου έζησαν.
Και κάτι ακόμα
Όταν άρχισα να γράφω θέατρο, διαπίστωσα ακούγοντας και βλέποντας, ότι το θέατρο είναι ιδιαίτερα κατάλληλο να παραστήσει σχέσεις. Ποτέ δεν καταλαβαίνει κανείς τελείως γιατί τελειώνει η ζωή, πώς τελειώνει, γιατί κάποιος καταστρέφεται ή όχι. Η δυναμική του καλού και του κακού δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε με την κοινωνιολογία ούτε με την ψυχολογία. Στο μυθιστόρημα μπορεί κανείς να δοκιμάσει να την περιγράψει, αλλά στο θέατρο μπορεί να γίνει οπτικά αισθητή. Το θέατρο δεν εξηγεί, αλλά δίνει μια εικόνα, ένα πρότυπο ζωής. Ο Σαίξπηρ έγραψε: «Πίσω από τη ζωή ζει ένα πνεύμα που ονειρεύεται τη ζωή». Τα έργα μου έχουν σχέση με αυτό το όνειρο που βρίσκεται πίσω από τη ζωή και κατευθύνει.
* Η μετάφραση είναι του Γιώργου Δεπάστα ως υλικό εργασίας για το πρόγραμμα της παράστασης «Τόσο Όμορφα» το 2004 στο Αμόρε, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.