Κοιτώντας χωρίς φόβο
Ένα μεγάλο συγκεντρωτικό πόστ για την εκκεντρική περίπτωση της Ιταλίδας ζωγράφου Carol Rama, που πεθαίνει το 2015 στα 97 της χρόνια. Σφίχτε τις πέρλες σας ακολουθεί explicit περιεχόμενο.
Μου είναι περίεργο να ξεκινάω αυτό το πόστ με αυτήν την φωτογραφία της γιατί έχει χάσει για εμένα κάθε νόημα μιας κι εδώ και μερικούς μήνες είναι ένα από τα screensaver του λάπτοπ μου. Την ανακαλύπτω τυχαία φτιάχνοντας ένα μικρό αρχείο φωτογραφιών για αυτό εδώ το μπλογκ.
Κάπως έτσι, σπίτι με μια ακόμη ηλίθια αμυγδαλίτιδα, πέφτω πάνω της σε έναν φάκελο με τον τίτλο “photos you like”, και ξαναθυμάμαι ότι η πρώτη μου πρόταση θέματος στην LiFO και σε όποιο άλλο μέσο πέρασα ψάχνοντας ένα σπίτι πρακτικής άσκησης, ήταν: "Η άγρια ερωτική τέχνη της Carol Rama". Περιέργως κανένας δεν τρόμαξε ιδιαίτερα από αυτή την μάλλον εκκεντρική πρόταση θέματος. Αποφασίζω τώρα- κάτι μήνες μετά, να κάτσω όντως να το γράψω. Προσπαθώ να ανασυγκροτήσω ουσιαστικά την ζωή αυτής της ιδαίτερης μάγισσας της ιταλικής τέχνης, που ενώ υπήρξε σύγχρονη με τον Μan Ray, ή τον Andy Warhol δεν έλαβε παρά μέχρι τα τελευταία της χρόνια την αναγνώριση που της άξιζε.
Carol Rama. Di più, ancora di più (2003)
"Δεν είχα μούσες στη ζωγραφική μου, δεν χρειαζόμουν ποτέ κάτι τέτοιο, έχοντας ήδη ζήσει τέσσερις ή πέντε μεγάλες οικογενειακές τραγωδίες, έξι ή επτά τραγικές ερωτικές ιστορίες, αλλά και μεγαλώνοντας με έναν άρρωστο μέσα στο σπίτι, τον πατέρα μου, ο οποίος αυτοκτόνησε σε ηλικία 52 ετών επειδή χρεοκόπησε και δεν ζούσε πλέον τη ζωή που ήθελε, είχα πάντα αρκετά θέματα για να αντλήσω για την τέχνη μου..."
H Olga Carolina Rama γεννήθηκε στο Τορίνο, στις 17 Απριλίου 1918, αρνούμενη όμως να χρησιμοποιήσει τον αριθμό 17, η καλλιτέχνιδα στις βιογραφίες της χρησιμοποιεί είτε τις 16 είτε τις 18 Απριλίου ως επίσημη ημερομηνία γέννησης της. Μεγάλωσε σε μια επιφανή και εύπορη οικογένεια του Τορίνο με μεγάλο μέρος της περιουσίας τους να προέρχεται από το εργοστάσιο ποδηλάτων και ανταλλακτικών αυτοκινήτων που διατηρούσε ο πατέρας της. Όπως διαβάζω σε κείμενα για την ζωή της, η πρώιμη παιδική της ηλικία ήταν ευτυχισμένη και γεμάτη, η Rama απολάμβανε την εύκολη ζωή που της παρείχε η οικονομική ευμάρεια της οικογένειας, αλλά από την ηλικία των οκτώ ετών, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η ζωή δεν ήταν "ένα κρεβάτι με τριαντάφυλλα", όπως θα εκμυστηρευτεί σε συνέντευξη της στην ακαδημαικό και κριτικό τέχνης, Lea Vergine. "Όχι επειδή έπασχα ποτέ από ψευδαισθήσεις μεγαλείου, αλλά επειδή άρχισα να βιώνω την απόρριψη και τον χλευασμό από τους ίδιους κύκλους οι οποίοι προηγουμένως μου χάρισαν τα προνόμια μου".
ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΣΑΝ ΔΑΣΚΑΛΟ, ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ ΑΦΕΝΤΗΣ.
Η Rama είδε τις ειδυλλιακές συνθήκες ζωής της να καταρρέουν όταν ο πατέρας της χρεοκόπησε την δεκαετία του '20. Η κάποτε επιφανής οικογένεια, σύντομα αναγκάστηκε να αλλάξει σπίτι και να πουλήσει μεγάλο μέρος των επίπλων και υπαρχόντων τους. Λίγο αργότερα, η μητέρα της Rama νοσηλεύτηκε έπειτα από νευρικό κλονισμό σε ψυχιατρική κλινική, ένα γεγονός που σημάδεψε την προσωπική μυθολογία της, ενώ ο πατέρας της αυτοκτόνησε όταν εκείνη ήταν μονάχα 20 χρονών, μη μπορώντας να αντέξει την οικονομική τους καταστροφή, αν και, όπως συμβαίνει και με πολλά ακόμη στοιχεία της προσωπικής της βιογραφίας, τα γεγονότα αυτά καλύπτονται από πολλαπλές ανακρίβειες και ασάφειες.
"Μερικές φορές δανειζόταν ιστορίες από άλλους ανθρώπους και αυτές οι ιστορίες γίνονταν τελικά δικές της", εξηγεί η Maria Cristina Mundici, ιστορικός τέχνης και στενή φίλη της καλλιτέχνιδας. Όπως ανακαλύπτω λίγο αργότερα σε ένα κείμενο του επιμελητή, φιλοσόφου Paul B. Preciado για εκείνη, η ίδια φαίνεται να ήταν 22 ετών την χρονιά της αυτοκτονίας του, ενώ μιλώντας με φίλους της καλλιτέχνιδας αλλά και συλλέκτες του έργου της, αναδύεται μια μάλλον διαφορετική αφήγηση για τα γεγονότα. Ο πατέρας της φέρεται να ζούσε μια διπλή ζωή, αναγκαζόμενος να κρύβει την ομοφυλοφιλία του και ήταν η ατίμωση που έφερε η σεξουαλικότητα του στο οικογενειακό όνομα για την κλειστή ιταλική κοινωνία του 1940, και όχι η οικονομική του χρεοκοπία, που πιθανώς τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Εκείνος σύμφωνα πάντα με την ίδια, υπήρξε εκπληκτικά υποστηρικτικός γύρω από την ερωτική φύση της δουλειάς της και την ενθάρρυνε ενεργά να συνεχίσει, αναγνωρίζοντας ίσως τον εαυτό του σε ένα μεγάλο μέρος του άγχους και των ανησυχιών της.
Τα ζωγραφικά έργα εκείνης της περιόδου, είναι γεμάτα με εικόνες γυμνών ανδρών που αυνανίζονται, γυναικών με προεξέχουσες κόκκινες γλώσσες και φίδια που βγαίνουν μέσα από τον κόλπο τους. Συχνά κρύβουν μέσα τους αναπηρικά καροτσάκια, σκοινιά, παπούτσια, κρεβάτια. Είναι εικόνες φετιχιστικές, οργισμένες, που μπλέκουν τα όρια μεταξύ μιας άγριας σεξουαλικότητας και σαρκικής απόλαυσης με τον πόνο. Οι φιγούρες συχνά μοιάζουν ξεχαρβαλωμένες από τις επιθυμίες τους, σαν να ρίμαξε τα σώματα τους, κάποιος τυφώνας. "Για μένα", έχει πει, "ο ερωτισμός είναι η απόρριψη κάθε σεμνοτυφίας. Είναι ο αισθησιασμός, η επαφή με τις αισθήσεις, με το σώμα, γυναικείο και ανδρικό, που εξετάζεται και "διαμελίζεται" στα ανατομικά του μέρη".
Η Rama επισκεπτόταν συχνά την μητέρα της στην κλινική όπου παρέμεινε και ανακαλεί αναμνήσεις γυναικών δεμένων στα κρεβάτια τους ή "με τη γλώσσα τους να προεξέχει, τα πόδια τους ανοιχτά ή κουλουριασμένες σε κάποια άλλη στάση", ενώ η μητέρα της τραγουδούσε και στόλιζε το κεφάλι της με γιρλάντες από γρασίδι και λουλούδια. Έχει τρομερό ενδιαφέρον το πως μια τόσο νεαρή γυναίκα δημιουργεί αυτές τις ανυπάκουες και ατίθασες φιγούρες, ζώντας κάτω από το αυστηρό φασιστικό καθεστώς. Η κοινωνία της εποχής δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τα έργα ή το ταλέντο της, και όταν ετοιμαζόταν για τα εγκαίνια της πρώτης της έκθεσης στο Τορίνο το 1945, η αστυνομία αφαίρεσε βίαια 27 πίνακες της πριν καν ανοίξει, με ορισμένους εξ' αυτών να χάνονται ή να καταστρέφονται. Για αυτήν την πρώιμη δουλειά της όμως, η οποία μέχρι το 1979 δεν θα ταξιδέψει ποτέ εκτός Ιταλίας, θα γίνει χρόνια αργότερα διεθνώς γνωστή.
Η Rama, μετά τις πρώιμες ακουαρέλες της και μια περίοδο μάλλον αμελητέας περιπλάνησης στο κίνημα της Art Informel άρχισε να δημιουργεί τα λεγόμενα "Bricolages" της, σκοτεινούς αφηρημένους πίνακες κολάζ με βιομηχανικά και αλλόκοτα υλικά. Tον όρο επινοεί ο φίλος της και ποιητής Edoardo Sanguineti, από μια έννοια του Claude Lévi-Strauss: "Bricoleur: Αυτός που εκτελεί ένα έργο με τα χέρια του, χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέσα από αυτά που χρησιμοποιεί ο επαγγελματίας". Την δεκαετία του 1950, γίνεται μέλος της MAC (Movimento Arte Concreta), που ξεκίνησε στο Μιλάνο το 1948, του μοναδικού κινήματος με το οποίο θα συνδεθεί σε όλη της την ζωή. Σε μια προσπάθεια να απογαλακτιστεί από αυτήν την περίσσια και υπερβολική ελευθερία για την οποία την είχαν επικρίνει στα πρώτα της έργα, αποφασίζει να λυγίσει το όραμα της κάτω από τις άκαμπτες αρχές ενός καλλιτεχνικού κινήματος, ώστε να πλησιάσει τον κανόνα της εποχής της, και να γίνει ουσιαστικά πιο αποδεκτή από τους συντρόφους του καιρού της. Όμως ακόμη και τα έργα εκείνης της περιόδου συνεχίζουν να αντηχούν την υφή και μορφή του δέρματος, επανέρχεται με κάθε τρόπο στα αιωρούμενα ανυπότακτα σώματα της. Δόντια, νύχια, αίματα και πλαστικά μάτια γεμίζουν τους καμβάδες. Κηλίδες και λεκέδες εκρύγνυνται πάνω στις μακάβριες αυτές εικόνες, σαν την σκηνογραφία μιας βρώμικης εσωτερικής γιορτής του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Η Rama υπήρξε στην ουσία ένα αόρατο μέλος της σκηνής της Arte Povera, που δεν λογίστηκε ποτέ ως αντάξια των σύγχρονων της, σήμερα οι αναλυτές του έργου της ονομάζουν τα έργα της εκείνης της περιόδου, μια μορφή queer-povera.
Μια επίσκεψη στο σπίτι της Carol Rama
Ο συγγραφέας και συντάκτης του περιοδικού Τate Etc, Simon Grant, επισκέπτεται το 2010 την Rama στο Τορίνο, πέντε χρόνια πριν τον θάνατο της και γράφει:
Όταν ανοίγει η πόρτα του σπιτιού της Carol Rama στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Τορίνο, η 92χρονη καλλιτέχνης στέκεται εκεί - μια μικροσκοπική φιγούρα με φωτεινά σκανδαλιάρικα μάτια, με τη χαρακτηριστική πλεξούδα της, να τυλίγεται σαν κουρνιασμένο φίδι, φέρνοντας έναν πλήρη κύκλο γύρω από το κεφάλι της. Με υποδέχεται με μια απροσδόκητα σφιχτή χειραψία πριν με οδηγήσει μέσα. Μέχρι πρόσφατα, η Rama, η οποία ζούσε σε αυτόν τον χώρο για περισσότερα από 70 χρόνια, κρυβόταν στο σκοτάδι, προτιμώντας να έχει όλα τα παντζούρια κλειστά, αφήνοντας να μπαίνουν μονάχα μερικές λεπτές αχτίδες φωτός στον χώρο της. Όποιος την επισκεπτόταν μπορούσε μονάχα να ψαχουλεύει στα τυφλά γύρω του, διακρίνοντας με δυσκολία τα πολυάριθμα σχέδιά της, τις ακουαρέλες με τις λιπόσαρκες αλλά έντονα ερωτικές φιγούρες της, τις όμορφες ταπισερί και τις φωτογραφίες της με φίλους της που γεμίζουν το διαμέρισμα από πάνω ως κάτω.
Πλέον, ίσως μετά από επιμονή της οικιακής βοηθού της, επιτρέπεται η είσοδος στο φως της ημέρας, το οποίο αποκαλύπτει ένα στούντιο- πραγματικό μουσείο παράξενων αντικειμένων, ένα τύμπανο παρέλασης, αφρικανικά γλυπτά, μια κούκλα, ένα γυάλινο κεφάλι και περιστασιακά έργα άλλων καλλιτεχνών που γνώρισε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών (μια φωτογραφία της Zoe Leonard κρέμεται δίπλα στην υδατογραφία της Rama «Passionate Woman» του 1939). Το διαμέρισμά της είναι ένα καταφύγιο καθώς και ένας αυτοβιογραφικός κατάλογος της συναισθηματικής της ορμής και δύναμης - αυτό που η ίδια περιγράφει ως κάτι ανάμεσα σε "παραλήρημα και φόβο".
Στην κρεβατοκάμαρά της έχει περιβάλει τον εαυτό της με μερικά από τα πιο πολύτιμα ενθύμια της ζωής της. Σε ένα τραπέζι βρίσκεται μια συλλογή από μικροσκοπικά ξύλινα ορθοπεδικά πόδια που, όπως αναφέρει, της θυμίζουν τον θείο της Eduardo, ο οποίος κατασκεύαζε τεχνητά μέλη για ανάπηρους στρατιώτες και πολίτες. Δίπλα στο κρεβάτι της βρίσκεται ένα καδραρισμένο ποίημα του φίλου της Man Ray, και δίπλα σε αυτό μια Polaroid της Rama που τράβηξε ο Andy Warhol (είχαν πρωτοσυναντηθεί στην Ιταλία, όπου σε κάποια περίπτωση προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να διαβάσει την παλάμη του). Σε κοντινή απόσταση, αλλά κρεμασμένη μόνη της πάνω από μια στοίβα βιβλίων, βρίσκεται μια μικρή υδατογραφία του πατέρα της, Amabile Rama. Πρόκειται για μια μοναδική εικόνα, που χρονολογείται από το 1939, και απεικονίζει ένα κεφάλι που μοιάζει με Χριστό στολισμένο με μια περίεργη γιρλάντα, και κενά μπλε μάτια που κοιτάζουν άδεια προς τα επάνω. Το κεφάλι του αιωρείται πάνω από την εικόνα τεσσάρων κομμένων ξυραφιών, το καθένα ζωγραφισμένο ώστε να φαίνονται οι λεπίδες. Πρόκειται για ένα παράξενο ζωγραφικό προμήνυμα, μιας και ο πατέρας της θα αυτοκτονήσει λίγο μετά την δημιουργία του.
Μερικές ακόμη φωτογραφίες του χώρου της:
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΗΜΕΡΑ
ΚΑΙ MIA ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΕΛΙΕ ΤΟΥ FRANCIS BACON
Το 1978, η ιστορικός τέχνης και curator, Lea Vergine συμπεριλαμβάνει την Rama στην στην έκθεση της, "The Other Half of the Avant-Garde: 1910-1940", φέρνονυας ξανά το όνομα της στο προσκήνιο. Ένας μεγάλος αριθμός από τις ακουαρέλες που είχαν εξοργίσει την ιταλική αστυνομία το 1945 επανεμφανίστηκαν για πρώτη φορά, αναζωγονόντας το ενδιαφέρον για την ίδια και την τέχνη της, αλλά δίνοντας και μια αφορμή στην ίδια την Rama να ξαναπιάσει το νήμα της δημιουργίας, επιστρέφοντας σε ιδέες που είχε αφήσει εδώ και δεκαετίες πίσω της.
Το 1997, σε ηλικία 79 ετών, ξεκίνησε μια νέα ενότητα έργων που εμπνεύστηκε από το ξέσπασμα της νόσου των "τρελών αγελάδων" (Mucca Pazza). Σύμφωνα με δική της αφήγηση, επηρεάστηκε από την ιδέα ότι ένας τόσο μεγάλος αριθμός ζώων προοριζόταν για σφαγή προκειμένου να αποφευχθεί η διασπορά της νόσου, και ανέφερε ότι ήταν και η ίδια μια "mucca pazza" - μια δηλαδή τρελή αγελάδα. Περίπου την εποχή των έργων με τις τρελές αγελάδες, ένας δημοσιογράφος της ζητά να φανταστεί την αντίδραση στην τέχνη της από πέντε θεατές διαφορετικής εθνικής προέλευσης. Η Rama, τότε σχεδόν 80 ετών, είχε μια ιδαίτερη και κάπως δική της θεωρία για την υπέρβαση των πολιτισμικών διαφορών μεταξύ τους, και είπε πως θα αγνοούσε τα καλλιτεχνικά γούστα του καθενός και θα κοιμόταν και με τους πέντε τους, γιατί το ένστικτο και η απόλαυση είναι για εκείνη, έννοιες δίχως σύνορα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε πλέον αποκτήσει ένα cult status στην avant garde εικαστική σκηνή της Ιταλίας, το οποίο επιβεβαιώθηκε όταν το 2003, η Rama τιμήθηκε για το σύνολο του έργου της, με τον Χρυσό Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας, και έντεκα χρόνια αργότερα, πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση των έργων της στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Βαρκελώνης (MACBA), με τίτλο "The Passion According to Carol Rama" - από τον κατάλογο της οποίας προέρχονται τα κείμενα του Preciado και πολλές πληροφορίες αυτού του κειμένου. Τα δύο αυτά γεγονότα πυροδότησαν ένα νέο ενδιαφέρον γύρω από την τέχνη της, δίνοντας της τελικά στα τελευταία χρόνια της ζωής της την ευρεία αναγνώριση που άξιζε.
"Το να προκαλώ αναστάτωση γύρω από το πρόσωπο μου έγινε κάτι σαν υποχρέωση για εμένα"
H ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΑΜΝΗΣΙΑΣ
Αντιγράφω εδώ αυτούσιο ένα απόσπασμα από το κειμένου του φιλοσόφου και συγγραφέα Paul B. Preciado για την περίπτωση της Rama αλλά και γενικά για εκθέσεις καλλιτεχνών οι οποίοι λόγω του φύλου ή της σεξουαλικότητας τους, αγνοήθηκαν κατά την διάρκεια της ζωής τους:
Από επιστημολογική άποψη, οι "μειονοτικές" εκθέσεις κινδυνεύουν να αποτελέσουν μια απλή υποσημείωση στο τέλος της σελίδας των μεγάλων αφηγήσεων των κυρίαρχων ιστοριογραφιών της τέχνης. Μοιάζουν να λένε "είναι αλήθεια ότι η μοντέρνα τέχνη φτιάχτηκε κυρίως για και από λευκούς κεντροευρωπαίους άνδρες, αλλά ας μην ξεχνάμε τη Sonia Terk, τη Liubov Popova, τ@ Claude Cahun, τη Dorothea Tanning... βλέπετε πώς κάθε τόσο, αν και στην αφάνεια, δημιουργούν υπέροχα μικρά αριστουργήματα!";.
Από πολιτική άποψη, οι εκθέσεις που ασχολούνται με τις μειονότητες μπορούν να ταξινομηθούν χονδρικά σε δύο ομάδες, ανάλογα με τα κριτήρια μέσω των οποίων γίνεται η επιλογή των έργων. Πολλές είναι "οικουμενικές", ενώ άλλες λειτουργούν με τη λογική των "identity politics". Με την οικουμενιστική προσέγγιση (μια κυρίαρχη τάση στα γαλλικά ιδρύματα) το σημαντικό δεν είναι ότι τα έργα έγιναν από "γυναίκες", "ομοφυλόφιλους", "ψυχικά ασθενείς" ή "μη λευκούς" ανθρώπους, αλλά ότι η εμπειρία που αναπαριστάται επιτρέπει την πρόσβαση σε ένα καθολικό κοινό -ή μάλλον, μπορεί να απορροφηθεί από την ηγεμονική αφήγηση. Από την άλλη πλευρά, όταν πρόκειται για ένα παιχνίδι "identity politics", αναδύονται άλλοι κίνδυνοι όπως: πώς αποφασίζεται ότι οι καλλιτέχνες είναι γυναίκες, ψυχικά ασθενείς ή ομοφυλόφιλοι; Χρησιμοποιούμε ανατομικά κριτήρια, κλινικά αρχεία, χρωμοσωμικά στοιχεία, τα ίδια τα λόγια τους, εξομολογήσεις που βρίσκονται σε προσωπικά ημερολόγια; Σε όλα αυτά τα παραδείγματα ο κίνδυνος είναι ο ίδιος: στη θέση της ανάδειξης των τεχνικών κανονικοποίησης του φύλου και της σεξουαλικότητας, η πλειονότητα των εκθέσεων "γυναικών", "τρελών", "ομοφυλόφιλων", "μαύρων" ή "ιθαγενών" συμβάλλει στην επανανοηματοδότηση αυτών των κατηγοριών, ενσωματώνοντας αυτές τις "διαφορές" στη μεγάλη αφήγηση ως ανέκδοτα (ένα είδος μνημείου θυμάτων που είναι χρήσιμο για τον εορτασμό της ημέρας της γυναίκας ή της ημέρας κατάργησης της δουλείας), με αποτέλεσμα οι ηγεμονικές αφηγήσεις, αντί να καταρρίπτονται, καταλήγουν να επιβεβαιώνονται.
Ζαλιστήκατε; Κι εγώ.
Κι όπως συμβαίνει συχνά με όλη αυτή την δαιδαλώδη θεωρία, καταλαβαίνω πάντα την άρνηση, την απομάκρυνση, το από που φεύγουμε, και ποτέ το προς τα που πάμε. Πιθανώς να σας φόρτωσα με ένα βουνό από κλισέ, δίνοντας σας όλες αυτές τις πληροφορίες για την οικογενειακή κι εσωτερική της ζωή, είναι σήμερα σχεδόν αδύνατο να μην διαβάσουμε την βιογραφία ενός καλλιτέχνη σαν μυθιστόρημα, κακοφορεμένο με το ζόρι πάνω στο έργο του. Η μάγισσα της σύγχρονης τέχνης, με την ασημένια πλεξούδα στο μέτωπο, και τα βελούδινα αλλά τρομακτικά έργα που πάνω τους χορεύουν γλώσσες, δόντια, πράσινα και κόκκινα φίδια, δεν ήταν σύγχρονη με κανέναν, στα λόγια του Preciado, ήταν η δική μας εξώ-χρονη. Μίλησε σε εμάς και για εμάς, πολύ προτού υπάρξουμε και χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες για να διαβαστούν τα έργα της όχι ως τα διεστραμμένα σχέδια μιας ψυχοπαθούς, αλλά ως αυτά μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυίας πολλά χρόνια μπροστά από τον καιρό της.
Στο ντοκιμαντέρ για την Rama - που σας αφήνω στην αρχή του πόστ, βλέπω ένα άλλο πρόσωπο της, λιγάκι πιο γλυκό κι ανθρώπινο. Όταν κολλάει το μυαλό της, αγγίζει το φαλλικό της κολιέ, δώρο ενός Έλληνα διευθυντή μουσείου, που θυμίζει κάτι φτηνά τουριστικά μπιχλιμπίδια από το Μοναστηράκι. Το πλησιάζει στο στόμα της, και παίζει μαζί του πάνω στα χείλη της. Με τα έργα της, η Carol Rama μας προσκαλεί να αμαρτήσουμε, να πούμε με την σειρά μας όλα όσα δεν λέγονται. Η σοκαριστική φύση της δουλειάς της αρχίζει πια να ξεθυμαίνει, κι ίσως αν διαβαστεί εκτός του καιρού όπου έδρασε να μην έχει την σαρωτική και οικουμενική δύναμη των έργων του Βacon - δεν είμαι άλλωστε εγώ αυτός που θα το κρίνει αυτό. Όμως το μάθημα που μας δίνει παραμένει το ίδιο, η παρότρυνση της, να βρούμε κι εμείς όλα όσα σήμερα δεν μπορούν να ειπωθούν, να αναζητήσουμε μια τέχνη που δεν λέει τα αυτονόητα, δεν μεταφέρει με τρόπο βαριεστημένο τον ρυθμό του καιρού της αλλά τον μεταμορφώνει- ή καλύτερα τον δυναμιτίζει. Πόσο βαρετά φαίνονται λοιπόν τώρα σχεδόν όλα όσα γίνονται αυτή την στιγμή στην Αθήνα, πόσο εύκολα; Πόσο ποζάτα; Αν βγάλουμε από την εξίσωση λίγες φωτεινές εξαιρέσεις σχεδόν σε παίρνει ο ύπνος από την δειλία. Πόσες Carol Rama έχουμε ακόμη ανάγκη; Ή πόσο ανίκανοι είμαστε τελικά στο να αναγνωρίσουμε την πρωτοπορία στον καιρό της, πόσο εύκολο είναι σε εμάς σήμερα να δούμε την ιδιοφυΐα στους δικούς μας σύγχρονους, σε όσους περπατάνε βήματα μπροστά μας; Και πόσες περιπτώσεις καλλιτεχνών θα προσπεράσουμε ως γραφικές ή ασήμαντες, για να ανακαλύψουμε χρόνια μετά ότι ύφαιναν στην γωνιά τους μια τέχνη μεγάλης αξίας, που οι περιορισμένες αντιληπτικές μας ικανότητες απλώς δεν μπόρεσαν να συλλάβουν...
Carolrama Coralarma Claromara Arolcarma Coralroma Ormalacra Carmarola
(1918-2015)
Το επαναλαμβάνω ξανά και ξανά ώσπου το όνομα της και ιστορία της χάνουν κάθε νόημα και μένουν μόνο οι εικόνες. Ξόρκι.
*Το λογοπαίγνιο, είναι ο τίτλος μιας έκθεσης της στο Παρίσι την οποία επισκέπτομαι με την Ναταλία σχεδόν έναν χρόνο πριν, και προέρχεται από μια σύνθεση του Man Ray για τον κατάλογο μιας έκθεσης που διοργάνωσε το 1974 ο γκαλερίστας Luciano Anselmino, την οποία η Rama έβαλε αργότερα σε κορνίζα και κρέμασε στον τοίχο του ατελιέ της στο Τορίνο.
ΜΕΡΙΚΑ ΑΚΟΜΗ ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
♦
Αυτά για τώρα, μέχρι την επόμενη μελλοντική μου εμμονή, χωρίς αμυγδαλές αυτή την φορά.
Πηγές: Financial Times, NYT, Frieze Magazine, Hyperallergic, Artforum, W, The Art Newspaper και Artsy.