Παρίσι, άνοιξη του 1942. Μια εικοσάχρονη κοπέλα, η Ελέν Μπερ, κόρη μιας από τις παλιότερες γαλλικές οικογένειες με εβραϊκές ρίζες, αρχίζει να καταγράφει σε καθημερινή βάση τις σκέψεις και τις κινήσεις της στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς γενέτειρά της. Η Ελέν ετοιμάζει ένα διδακτορικό στη Σορβόνη για την επιρροή της ελληνικής έμπνευσης στον Κιτς, παίζει υπέροχα βιολί και λατρεύει να διαβάζει Ντοστογιέφσκι και Σαίξπηρ, να λιάζεται στις όχθες του Σηκουάνα, να βολτάρει με την παρέα της στο Καρτιέ Λατέν. Η πρώτη δε καταγραφή στο ημερολόγιό της γίνεται τη μέρα που περνά από το σπίτι του Πολ Βαλερί για να παραλάβει το βιβλίο με την ιδιόχειρη αφιέρωση του γέρου ποιητή.
Παλλόμενη από τα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα και παραδομένη στις ομορφιές του Παρισιού και της φύσης, η Ελέν Μπερ, σε πείσμα ενός κακού προαισθήματος που την καταλαμβάνει σιγά-σιγά, ρουφάει τη ζωή ως το μεδούλι.
Ωστόσο, δεν θα προλάβει να τη χαρεί. Οι τελευταίες λέξεις του ημερολογίου της, τον Φεβρουάριο του '44, θα είναι παρμένες από τον «Μάκμπεθ»: «Horror! Horror! Horror!». Έναν μήνα αργότερα θα συλληφθεί μαζί με τους γονείς της, θα οδηγηθεί στο Άουσβιτς και από εκεί στο Μπέργκεν-Μπέλσεν όπου την άνοιξη του '45, καταπονημένη από τον τύφο, θ’ αφήσει την τελευταία της πνοή.
«Έχω να επιτελέσω ένα καθήκον, γιατί οι άλλοι πρέπει να μάθουν» σημειώνει τον Οκτώβριο του '43. «Πώς αλλιώς θα γιατρέψουμε την ανθρωπότητα, αν δεν της αποκαλύψουμε πρώτα την ίδια της τη σήψη, πώς θα εξαγνίσουμε τον κόσμο, αν δεν τον κάνουμε να καταλάβει την έκταση του κακού που διαπράττει; Τα πάντα είναι θέμα κατανόησης. Αυτή η αλήθεια με γεμίζει αγωνία και με βασανίζει…»
Το σχολικό της τετράδιο, καθρέφτης των συναισθημάτων της και μαρτυρία ταυτόχρονα μιας ζοφερής εποχής, πέρασε σύμφωνα με την επιθυμία της στα χέρια «του αγοριού με τα γκρίζα μάτια» που της είχε κλέψει την καρδιά. Ένα φωτοτυπημένο αντίγραφό του φυλασσόταν επί δεκαετίες ως κειμήλιο από τα μέλη της οικογένειάς της. Το 2002, το πρωτότυπο δωρίστηκε στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος στο Παρίσι, όπου σμάρια κοριτσιών στριμώχνονταν γύρω από την προθήκη του προσπαθώντας να το αποκρυπτογραφήσουν. Ώσπου το 2008 οι δισταγμοί των συγγενών της για τη μαζική δημοσιοποίησή του κάμφθηκαν και το περιεχόμενό του έγινε κτήμα όλων.
Το Ημερολόγιο της Γαλλίδας Άννας Φρανκ, όπως χαρακτηρίστηκε, μπεστ-σέλερ στη Γαλλία και μεταφρασμένο σε δεκάδες γλώσσες (μετ. Α. Κεραμίδα, Πόλις, 2009), εντυπωσιάζει όχι μόνο για την καθαρή ματιά και την ωριμότητα της νεαρής συντάκτριάς του, αλλά και για τη λογοτεχνική δύναμη της γραφής της.
Όπως επισημαίνει ο Πατρίκ Μοντιανό, προλογίζοντάς το, «η αγγλική ποίηση και λογοτεχνία έχουν επηρεάσει βαθιά την Ελέν, και δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα είχε γίνει μια συγγραφέας με την λεπτότητα της Κάθριν Μάνσφιλντ».
Προαισθανόταν άραγε αυτό το προικισμένο κορίτσι ότι το γραπτό του θα συναντούσε τόσους αποδέκτες; Το σίγουρο είναι πως από ένα σημείο κι έπειτα, είχε συνείδηση μιας οφειλής: «Έχω να επιτελέσω ένα καθήκον, γιατί οι άλλοι πρέπει να μάθουν» σημειώνει τον Οκτώβριο του '43. «Πώς αλλιώς θα γιατρέψουμε την ανθρωπότητα, αν δεν της αποκαλύψουμε πρώτα την ίδια της τη σήψη, πώς θα εξαγνίσουμε τον κόσμο, αν δεν τον κάνουμε να καταλάβει την έκταση του κακού που διαπράττει; Τα πάντα είναι θέμα κατανόησης. Αυτή η αλήθεια με γεμίζει αγωνία και με βασανίζει…»
Σύμφωνα με τον Μισέλ Λαφίτ, συγγραφέα της μελέτης «Οι Εβραίοι στη γερμανική Γαλλία», το «Ημερολόγιο» της Ελέν Μπερ ήρθε να διαψεύσει όσους πίστευαν ότι γι’ αυτό το θέμα είχαν ειπωθεί τα πάντα. Η μαρτυρία της συνιστά ντοκουμέντο για την καθημερινότητα των Παριζιάνων επί κατοχής, καθώς αποτυπώνει ανάγλυφα πώς στην ίδια πόλη που κάποιοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με το κίτρινο άστρο, κάποιοι άλλοι, λίγα τετράγωνα παρακάτω, παρακολουθούσαν κοντσέρτα κι απολάμβαναν ανέμελοι τα Σαββατοκύριακά τους στην εξοχή.
Η Ελέν Μπερ, καχύποπτη με τα «σιωνιστικά κινήματα που παίζουν το παιχνίδι των Γερμανών χωρίς να το αντιλαμβάνονται» κι επιφυλακτική με τους «στενόμυαλους και δογματικούς» ομοθρήσκους της που «συσπειρώνονται σε γκέτο», ζούσε ταυτόχρονα και στους δύο κόσμους.
Σταδιακά, εν τούτοις, καθώς βλέπει όλα τ’ αγαπημένα της πρόσωπα να εξαφανίζονται, καθώς η ζωή της ορίζεται από την εθελοντική δουλειά της πλάι σε ορφανά, καθώς την ευτυχία διαδέχεται η φρίκη, ο τόνος του γραπτού της βαραίνει. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν της ξεφεύγει ούτε μια φράση μίσους.
Απλώς απορεί: «Πόσοι θα συνειδητοποιήσουν τι σημαίνει να είσαι είκοσι χρονών μέσα στην τρομακτική αυτή αναταραχή, στην ηλικία που είσαι έτοιμος να χαρίσεις την εμπιστοσύνη σου σε όλους τους ανθρώπους; Πόση αξία έχει να διατηρείς μια αμερόληπτη κρίση και μια τρυφερή καρδιά μέσα σ’ αυτόν τον εφιάλτη;». Όπως αποδείχτηκε, μεγάλη.