Ο ΓΟΥΕΙΝ ΚΡΕΪΜΕΡ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ προχθές στα 75 του μπορεί να μην ήταν ακριβώς διάσημος ως ροκ σταρ, ήταν όμως μυθικός, όπως και το συγκρότημά του, οι MC5 από το μαρτυρικό Ντιτρόιτ, που έδρασαν στο καυτό μεταίχμιο μεταξύ ‘60s και ‘70s και κάηκαν μαζί με τις ψευδαισθήσεις και τις ουτοπίες της ριζοσπαστικής αντικουλτούρας, με μόνη την προτροπή του πιο διάσημου κομματιού τους (Kick Out The Jams motherfuckers!) να απηχεί έντονα στις δεκαετίες που ακολούθησαν, παρασύροντας εκατομμύρια νεανικές ψυχές που διψούσαν και διψούν για λίγη ή πολλή εξέγερση. Έστω και μέσω της ντοπαμίνης που διαρκεί όσο ένα σύντομο αλλά διηνεκώς εκρηκτικό ροκ κομμάτι.
Και ο ίδιος ήταν, μέχρι προχθές, ένας μυθικός επιζών που τα είχε δει όλα στη ζωή του και είχε γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια ουκ ολίγες φορές, πριν καν πατήσει τα τριάντα, σε σημείο που η διαδρομή του, μέχρι να ξαναπιάσει από την αρχή το νήμα στη μέση ηλικία, μοιάζει περισσότερο με ευφάνταστη μυθοπλασία, με παραβολή ή με θρίλερ – πολιτικό αρχικά και αστυνομικό στη συνέχεια.
Στα 17 του ήδη είχε αλλάξει επίσημα το επίθετό του σε Κρέιμερ, επειδή έμοιαζε σαρκαστικά με όνομα αμερικανικού καταναλωτικού προϊόντος μαζικής παραγωγής αλλά και για να εκδικηθεί τον πατέρα του που τους είχε εγκαταλείψει όταν ο ίδιος ήταν μικρός.
«Ήμασταν κατά του κατεστημένου με κάθε έννοια. Μετά από λίγο όμως άρχισε να γίνεται σαφές ότι όταν ασπάζεσαι τη βία χρησιμοποιώντας το σύμβολο του όπλου, οι αρχές θα χρησιμοποιήσουν ό,τι έχουν εναντίον σου. Και φυσικά έχουν πολύ περισσότερα όπλα από σένα».
Οι πολύνεκρες ταραχές που σημάδεψαν το Ντιτρόιτ αλλά και τη χώρα ολόκληρη το καλοκαίρι του 1967 ήταν το στοιχείο που, όπως θα έλεγε αργότερα στη βιογραφία του, «άνοιξε την πόρτα σε κάποια από τα πιο ριζοσπαστικά και αντικοινωνικά μου ένστικτα».
Το όπλο του ήταν η κιθάρα αλλά η συνάντηση του γκρουπ με τον ποιητή, συγγραφέα και μαοϊκό αγκιτάτορα Τζον Σινκλέρ, που θα γινόταν μάνατζερ και μέντορας τους, ήταν εκείνη που τους έδωσε έντονο ιδεολογικό στίγμα, καθιερώνοντάς τους ως το επίσημο συγκρότημα του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων που είχε ιδρύσει ο Σινκλέρ, τοποθετώντας τον εικοσάχρονο Γουέιν Κρέιμερ στο πόστο του «Υπουργού Πολιτισμού».
Όπως ήταν όμως αναμενόμενο, το φλερτ της οργάνωσης και της μπάντας με την επανάσταση και τον ένοπλο αγώνα προκάλεσε την έντονη προσοχή των αρχών, και σε συνδυασμό με άλλους διαβρωτικούς παράγοντες, όπως το ακόμα πιο έντονο φλερτ των μελών των MC5 με όλο και πιο πολλά και όλο πιο σκληρά ναρκωτικά, οδήγησαν στη ρήξη με τον Σινκλέρ και σταδιακά στη διάλυσή τους.
Συν τοις άλλοις, ο Τζον Σινκλέρ καταδικάστηκε το 1968 σε δεκαετή κάθειρξη επειδή βρέθηκαν στην κατοχή του δύο (2!) τσιγαριλίκια. Τελικά αποφυλακίστηκε τα Χριστούγεννα του 1971, το συγκρότημα όμως ήδη βρισκόταν στα τελευταία του. «Ήθελαν να γίνουν μεγαλύτεροι από τους Beatles», θα μονολογούσε αργότερα ο Σινκλέρ, ο οποίος είναι 82 και ζει μόνιμα εδώ και δύο δεκαετίες στο Άμστερνταμ, «εγώ όμως ήθελα να γίνουν μεγαλύτεροι από τον Μάο».
Μετά τη διάλυση του γκρουπ, ο Γουέιν Κρέιμερ, που ήταν ήδη πρεζάκι, ξέπεσε στη ζωή του μικροκακοποιού με φαντασιώσεις γκάγκστερ, που θα τον οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια είτε στο χώμα είτε στη φυλακή. Τελικά κατέληξε στη δεύτερη, εκτίοντας τρία χρόνια για εμπορία ναρκωτικών.
Η δεκαετία του ’80 τον βρήκε να κάνει δουλειές του ποδαριού για τα προς το ζην, σταδιακά όμως επέστρεψε στη μουσική και δοκίμασε με επιτυχία τόσο τη νηφαλιότητα όσο και την οικογενειακή ζωή, με αποτέλεσμα να επανέλθει στο προσκήνιο ως δημιουργός, παραγωγός αλλά και συνθέτης σάουντρακ σε ταινίες και σειρές.
Πριν από πέντε χρόνια κυκλοφόρησε και η γλαφυρή αυτοβιογραφία του με τον χαρακτηριστικό τίτλο The Hard Stuff: Dope, Crime, the MC5 and My Life of Impossibilities, όπου έγραφε για τα χρόνια της φωτιάς: «Υπό μια έννοια, όλο αυτό ήταν κάτι σαν agitprop θέατρο. Το τελευταίο πράγμα που ήμασταν ήταν μια σοβαρή, επαναστατική πολιτική οργάνωση. Αλλά οι προθέσεις μας ήταν ειλικρινείς. Ήμασταν κατά του κατεστημένου με κάθε έννοια. Μετά από λίγο όμως άρχισε να γίνεται σαφές ότι όταν ασπάζεσαι τη βία χρησιμοποιώντας το σύμβολο του όπλου, οι αρχές θα χρησιμοποιήσουν ό,τι έχουν εναντίον σου. Και φυσικά έχουν πολύ περισσότερα όπλα από σένα».