Οι «Στρακαστρούκες» του Δημήτρη Σαμόλη είναι ακόμα μια «κρυμμένη» παράσταση που σφύζει από κόσμο, ένα διαμαντάκι που προέκυψε εκεί που δεν το περιμέναμε, σε έναν μικρό χώρο στο κέντρο της Αθήνας. Συχνά όταν ένας/μία ηθοποιός αποφασίζει να γράψει θεατρικό έργο είναι γιατί τον/την απασχολούν βαθιά κάποια θέματα, ενίοτε γεγονότα που τον/τη στοιχειώνουν. Και εν τέλει η συγγραφή αποδεικνύεται ένας τρόπος να ξεμπερδεύει με τους ανοιχτούς λογαριασμούς της ζωής του/της. Ο Δημήτρης Σαμόλης, ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος ηθοποιός και τραγουδιστής, επέλεξε να μιλήσει με ειλικρίνεια και τόλμη για κάποια πράγματα που προφανώς τον αφορούν. Πράγματα που συνέβησαν στο πρόσφατο παρελθόν και απ’ ό,τι φαίνεται εξακολουθούν να συμβαίνουν.
Ο έφηβος Κωνσταντής, ο βενιαμίν μιας οικογένειας που αποτελείται από τις τέσσερις μεγαλύτερες αδελφές του, που τον αγαπούν και τον προστατεύουν, από τη μητέρα του, για την οποία δεν μαθαίνουμε πολλά, και από έναν πατέρα στα όρια του κακοποιητή, έναν macho «Κρητίκαρο» που έχει πάψει να περιμένει από εκείνον όλα όσα συνήθως κάνουν περήφανους πατεράδες σαν αυτόν. Ο Κωνσταντής όμως κακοποιείται καθημερινά και από τους νταήδες του σχολείου του, που του έχουν βγάλει το παρατσούκλι «Μπέντζι», το οποίο ενίοτε μετατρέπεται και στο πιο θηλυκό «Μπεντζίνα», και του απευθύνουν σεξουαλικά, άκρως προσβλητικά πειράγματα, που για κάποιο λόγο οι Έλληνες πάντα θεωρούσαν ότι έχουν το δικαίωμα να ξεστομίζουν. Η καθημερινότητά του είναι βασανιστική, οι συμμαθητές του τού κάνουν τη ζωή μαρτύριο, πάντα με την ανοχή των καθηγητών. Κοντολογίς, όλα όσα περνάνε κάποια αγόρια στα σχολεία όταν ορισμένα χαρακτηριστικά τους προδίδουν, ή όταν αυθαίρετα τους αποδίδονται, ερωτικές προτιμήσεις διαφορετικές από των περισσότερων.
Ο Δημήτρης Σαμόλης επιδεικνύει μεγάλη άνεση στη συγγραφή θεατρικού έργου κι ας είναι η πρώτη του απόπειρα. Γράφει για σπαραχτικά γεγονότα και αδιέξοδα συναισθήματα, ενώ διαθέτει αρκετή δόση χιούμορ. Βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις παρασύρεται και κάνει το λάθος να χρησιμοποιήσει αστεία του συρμού, που στην πραγματικότητα δεν τα έχει ανάγκη.
Ο Κωνσταντής «αποδρά» από την κόλαση που βιώνει είτε χάρη στην πλούσια φαντασία του, καθώς ονειρεύεται ένα μέλλον σπουδαίο και λαμπερό, είτε μέσα από τη μουσική, μαζί με τον κολλητό του, τον Ασκομπαντούρα, έναν άλλο αποσυνάγωγο, για διαφορετικούς από εκείνον λόγους. Ωστόσο κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να «ανδρωθεί». Μια από τις πρακτικές που ακολουθεί είναι να συμμετέχει στην προετοιμασία του ρουκετοπόλεμου της Ανάστασης ώστε να ανέβει στα μάτια των συμμαθητών του, μπας και λίγο ξεφύγει από το bullying, τα χυδαία λόγια και την καζούρα. Φτάνει στο σημείο να σχεδιάζει σχέση με μια συμμαθήτριά του, τη Σωτηρούλα, ώστε να έχει κι αυτός το κορίτσι του. Η ατσαλοσύνη του όμως φέρνει εντελώς άλλα αποτελέσματα, καθώς λίγο πριν την Ανάσταση, τη βραδιά που ετοιμάζεται να της δώσει το πρώτο φιλί, αντί να της προσφέρει καραμελίτσες που έχει στην τσέπη του, κατά λάθος της δίνει μια χούφτα στρακαστρούκες από τη λάθος τσέπη. Η Σωτηρούλα χάνει το δόντι της κι εκείνος την ευκαιρία να αναβαθμιστεί στα μάτια των άλλων αγοριών. Με αυτό το πανέξυπνο εύρημα ξεκινάει ουσιαστικά ο μονόλογος του Κωνσταντή, που ξεδιπλώνει μια ζωή ενοχών, φόβου, τρόμου και βαθιάς απαξίωσης από τον πατέρα του, έναν άνθρωπο που φέρει το δικό του «τραύμα», καθώς τον είχε κάποτε ταπεινώσει μπροστά σε όλο το χωριό ο δικός του πατέρας, με αποτέλεσμα να είναι σκληρός και μονίμως προσβλητικός απέναντι στον γιο του.
Ο Δημήτρης Σαμόλης ξεπροβάλλει από ένα όρθιο κιβώτιο (σκηνογραφία Λουκάς Μπάκας), σαν ο Κωνσταντής να αναδύεται μέσα από τον μικρόκοσμό του, και με μοναδικό κωμικό μπρίο, χρησιμοποιώντας κρητική προφορά, αφηγείται τον κακό χαμό που ακολούθησε το χάσιμο του δοντιού της Σωτηρούλας. Έτσι, από την πρώτη κιόλας σκηνή κατακτάει το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο στο υπόλοιπο της παράστασης κυριολεκτικά κρέμεται από τα χείλη του. Η ιστορία που ακολουθεί είναι η αφήγηση ενός πονεμένου παιδιού που αυτοσαρκάζεται για να εξιλεωθεί απέναντι σε έναν πατέρα και μια κοινωνία, ακόμα και απέναντι στον εαυτό του, επειδή τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμεναν.
Δεν ξέρω σε ποιον βαθμό ο ηθοποιός και συγγραφέας του κειμένου έχει εντάξει αληθινά στοιχεία, αν δηλαδή πρόκειται για αυτοβιογραφικό έργο. Από την Κρήτη πάντως ήταν και εκείνο το αγόρι του οποίου ο θάνατος μας συγκλόνισε όλους, του Βαγγέλη Γιακουμάκη, θύμα του εκφοβισμού και της βαναυσότητας της κρητικής «λεβεντιάς», στοιχεία της ιστορίας του οποίου δανείστηκε ο Σαμόλης και ενέταξε στο έργο. Πριν δύο χρόνια ο Γιάννης Σκουρλέτης της bijoux de kant επέλεξε να τοποθετήσει σκηνοθετικά στην Κρήτη το έργο «Η αλήθεια είναι» του Δημήτρη Δημητριάδη, το οποίο επίσης αφηγείται την τραγική ιστορία ενός queer αγοριού με άγρια κατάληξη. Να είναι η μεγαλόνησος το τελευταίο κάστρο της πιο ακραίας και χυδαίας πατριαρχίας και της ελληνικής ματσίλας; Πιθανόν. Πάντως στις «Στρακαστρούκες» ξεδιπλώνονται αρκετά χαρακτηριστικά της κρητικής κουλτούρας, καθώς ο ήρωας μοιάζει να αγαπάει τον τόπο και να μην τον απορρίπτει. Θέλει όμως να φύγει μακριά του γιατί ασφυκτιά. Όταν όμως καταφέρνει να περάσει στη Γεωπονική Αθηνών, ο πατέρας, αντί να τον επαινέσει, για μια ακόμα φορά τον αποδοκιμάζει γιατί πέρασε τελευταίος.
Ο Δημήτρης Σαμόλης επιδεικνύει μεγάλη άνεση στη συγγραφή θεατρικού έργου κι ας είναι η πρώτη του απόπειρα. Γράφει για σπαραχτικά γεγονότα και αδιέξοδα συναισθήματα, ενώ παράλληλα διαθέτει αρκετή δόση χιούμορ. Βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις παρασύρεται και κάνει το λάθος να χρησιμοποιήσει αστεία του συρμού, που προσομοιάζουν σε επιθεωρησιακά ή τηλεοπτικά νούμερα, ίσως από την αγωνία να κερδίσει το κοινό, αλλά στην πραγματικότητα δεν τα έχει ανάγκη. Είναι λαμπερός στη μικρή σκηνή του Μικρού Γκλόρια κι ας βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, παίζει με γκάμα εκφράσεων, με την κίνησή του, με τα τραγούδια που έχει συνθέσει ο ίδιος. Αεικίνητος, στα λίγα τετραγωνικά μέτρα που διαθέτει ο σκηνικός χώρος αδειάζει κούτες που βγάζει μέσα από το όρθιο κιβώτιο, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι και κουτιά γεμάτα αναμνήσεις. Εμφανίζει σαν ταχυδακτυλουργός διάφορα ηλεκτρονικά γκάτζετ, τα οποία συναρμολογεί συμπληρώνοντας τη σκηνογραφία και υπηρετώντας τη σκηνοθεσία του Μάριου Κακουλλή. Το πώς καταφέρνει να μη διαταράσσει την επαφή του με το κοινό, που παρ' όλη την εγγύτητα σέβεται τον «τέταρτο» τοίχο και παρακολουθεί με προσοχή την αφήγηση, το οφείλει στη σβελτάδα με την οποία εκτελεί τα πάντα. Κι όταν λίγο πριν το τέλος «βυθίζεται» μέσα σε ένα εικαστικό περιβάλλον ως μέρος τελετουργικού, έχει ήδη κερδίσει το κοινό.
Θα έλεγες ότι το δεύτερο μέρος της αφήγησης, που αφορά την ξέγνοιαστη ζωή του Κωνσταντή στην Αθήνα ως φοιτητή, είναι κάπως βιαστικό και αναμενόμενο. Ίσως και κάπως ηθικοπλαστικό. Αλλά σε μια πρώτη προσπάθεια είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και κάποιες λιγότερο επιτυχημένες στιγμές. Η συνέχιση μιας αδιάλειπτης αφήγησης που θα ξεπερνούσε την ώρα θα μπορούσε να κουράσει. Έτσι, όσο προχωράει προς την ολοκλήρωσή του, η ροή του έργου απογειώνεται συναισθηματικά και συγκινεί. Στο τέλος, και μετά από 70 λεπτά ακάματης (δια)δράσης από τον ερμηνευτή, το μεγάλο φινάλε έρχεται λίγο απότομα, αφήνοντάς μας με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια ήθελες ένα πιο αισιόδοξο τέλος για τον Κωνσταντή και από την άλλη σε αναγκάζει να αποδεχτείς το αναπόδραστο της ανθρώπινης κτηνωδίας.
Οι «Στρακαστρούκες» έρχονται να προστεθούν σε μια μακριά λίστα queer έργων που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο ελληνικό θέατρο τα τελευταία χρόνια. Αυτό ωστόσο δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε προηγηθεί μια μεγάλη κοινωνική μετάλλαξη, αν δεν είχε απενοχοποιηθεί ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, αν δεν είχε στηριχτεί και από όλο το προοδευτικό κομμάτι της δημόσιας σφαίρας και, εν τέλει (επιτέλους), αν δεν είχαν δικαιωθεί οι αγώνες ετών κάποιων. Αν δεν είχε γίνει επιτακτικό αίτημα η συμπεριληπτικότητα και η απενοχοποιημένη ορατότητα. Αν δεν είχε εκπαιδευτεί μια γενιά Ελλήνων και Ελληνίδων στη δημοκρατική αποδοχή της ισότητας. Κι όμως τα νέα από όλα όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη τις τελευταίες ώρες, από την ανεξέλεγκτη ομοφοβική επίθεση εφήβων χωρίς καμία συστολή, δείχνει ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος. Τα βίντεο ήταν σαν να ήταν βγαλμένα από τις αφηγήσεις του Κωνσταντή. Και μάλιστα σε δημόσια θέα, δείγμα της ανελέητης αντρικής τοξικότητας και ηλιθιότητας.