Πού θα συμβεί η συντέλεια του κόσμου;
Σ’ ένα δωμάτιο διακοσμημένο σαν τον Πανάγιο Τάφο.
Σ’ αυτό το δωμάτιο όπου επιστρέφει κάθε βράδυ ο Λίνος, έχοντας διασχίσει την πολυώροφη σεξουαλική ζούγκλα του κλαμπ «Master Tower», έχοντας γευτεί αμέτρητες δερματικές επιφάνειες, εκκρίσεις και οσμές, έχοντας σπαταληθεί δίχως ανταμοιβή, έχοντας απολέσει κάθε ελπίδα ανεύρεσης του πολυπόθητου, αυτού που χρόνια τώρα ψάχνει εμμονικά, αυτού που κάποτε είδε ξαφνικά και δεν θα δει ποτέ ξανά, αυτού που τον κυρίευσε ολοκληρωτικά κι έκτοτε τον κατατρώει συστηματικά. Τι κι αν οι γονείς του προσεύχονται πυρετωδώς να ξαναγεννηθεί, τι κι αν η απελπισμένη απ’το κλαμπ δηλώνει πως το παιδί του κυοφορεί, τίποτε δεν τον συγκινεί∙ τόσα δάκρυα, τόσα παρακαλετά, κι όμως δεν λιώνει ο πάγος που του παραλύει την καρδιά.
Θα χρειαστούν πολύ περισσότερα για να γκρεμιστεί το πένθος. Συνειδήσεις πρέπει να μετακινηθούν, αγνοούμενοι να ξαναβρεθούν, μάρμαρα να εξαϋλωθούν, στρατοί να ξεχυθούν, πολλαπλά θαύματα να πραγματοποιηθούν: πώς αλλιώς θ’ αναστηθεί ο νεκρός, πώς αλλιώς θα ξαναπιστέψει ο απολωλός;
Κανένας δεν έχει μπει στον κόπο να δημιουργήσει ένα σύμπαν με νόημα, ένα σύμπαν όπου όλα αυτά τα παράξενα και τα ακραία να σημαίνουν κάτι – ακόμη κι αν στόχος είναι να αποδειχθεί πως δεν σημαίνουν τελικά τίποτα και μόνο μια στάση απέραντης ειρωνείας απομένει σήμερα ως πικρή επιλογή ή ως ταιριαστό σχόλιο.
Το συναρπαστικό κείμενο του Δημητριάδη προκαλεί επί σκηνής έναν κόσμο υπερβολικό, εξωφρενικό, εκτός ελέγχου, εκτός Νόμου, εκτός πιθανοφάνειας, έναν κόσμο όπου η αχαλίνωτη ορμή της φαντασίας θεριεύει, οργιάζει, επιφέρει πανζουρλισμό, αποσυντονισμό, χάος: το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία ξεπηδάει από το στέρνο ενός εφήβου που επιμένει πως είναι ο γλύπτης Φειδίας∙ ο στυγερότερος εγκληματίας της οικουμένης, ο ηγέτης του Στρατού του Απόλυτου Ήλιου, ο ψυχοπαθής νάρκισσος επιχειρηματίας Αυγουστίνος Ρόδης εκβιάζει και χειραγωγεί τους πάντες, κλέβει το άγαλμα κι εξαφανίζεται για να κυριεύσει τον πλανήτη∙ η απελπισμένη Ντέα σκοτώνει το αγέννητο παιδί της∙ το δωμάτιο ενός μικροαστικού σπιτιού διαστέλλεται σε πεδίο γιγαντομαχίας, οι πατέρες του χριστιανισμού συγκρούονται εκ νέου με τους αρχαίους θεούς, ο χρόνος και ο χώρος ραγίζουν, οι τοίχοι μετακινούνται, τα σκυλιά γαβγίζουν, τα τεθωρακισμένα πλησιάζουν, ένας αθώος σφαγιάζεται από τον πατέρα του κι ένας άλλος αυτοκτονεί παραδομένος στη λύσσα του πλήθους. Μέσα σε λίγη ώρα έχουμε διατρέξει αιώνες τυφλότητας και αιματοχυσίας. Μέσα σε λίγη ώρα έχει στηθεί ενώπιόν μας μια κωμικοτραγική μικρογραφία της Αποκάλυψης.
Ούτε οι παλιοί ούτε οι νέοι θεοί μπορούν να μας σώσουν, η κάποτε ολέθρια αναμέτρησή τους φαντάζει πλέον ως παρωδία. Το Κράτος και η Εκκλησία ενώνουν και διαχωρίζουν τις ανάσες τους σε αέναους κύκλους υποκρισίας και δολοπλοκίας. Ο πλανήτης μεταλλάσσεται εν τάχει σε πελώριο «Master Tower». Η οικογένεια διαλύει και διαλύεται, ενώ ο έρωτας, το μόνο πράγμα που διατηρεί ακόμα τη μεταμορφωτική λάμψη του, οδηγεί κι αυτός στον θάνατο. Οι νεαροί εραστές σμίγουν μετά από χρόνια, μόνο και μόνο για να καταλήξουν αιμόφυρτοι κάτω από μια κουβέρτα.
Και είναι ίσως αυτό το τελευταίο ταμπλό που ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας για το μέλλον: ο συντετριμμένος πατήρ Ευσέβιος καλείται από την αφυπνισμένη σύζυγό του να θάψει τα δυο αγόρια, τον Λίνο και τον Φειδία, στον ίδιο τάφο, «για να είναι πάντα μαζί». «Είναι αίρεση», αντιδρά εκείνος, «οι παραδόσεις μας δεν το επιτρέπουν». Κι εκείνη του απαντά: «Αυτό θα τον κάνει αληθινά πανάγιο». Σαν άλλος ευριπίδειος Θησέας, που αναγνωρίζει τον γιο του Ιππόλυτο όταν είναι πια πολύ αργά, ο κλονισμένος Ευσέβιος «γονατίζει και αγκαλιάζει κλαίγοντας τα δύο σώματα», προσφέροντας στο παιδί του τη θαλπωρή και την αποδοχή που του αρνήθηκε ενόσω βρισκόταν στη ζωή.
«Τα δώρα της νύχτας» (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος) πρέπει να ανοιχθούν με προσοχή: το περιεχόμενο του έργου, η πλοκή και οι ιδέες του, έχουν κάτι θεσπέσια παρανοϊκό. Η σάτιρα συναντά το μεταφυσικό, το σουρεαλιστικό αγγίζει το γκροτέσκο, τα φαρσικά στοιχεία υπονομεύουν το δράμα, οι προσευχές μπλέκονται με ομοερωτικές φαντασιώσεις, πομπώδεις προφητείες και αστραπές, ενώ οι ήρωες διανύουν όλη την γκάμα του «αφύσικου», από τους πλέον «κανονικούς» μέχρι τους σούπερ-σχιζοφρενείς δολοφόνους και τα πανέμορφα παιδιά-θαύματα. Μήπως ο συγγραφέας παίζει με τα όρια του αναπαραστάσιμου; Τι είναι το «θαύμα» και πώς το δείχνουμε; Όλα αυτά απαιτούν ένα μελετημένο σχέδιο δράσης και ένα ισχυρό όραμα εκ μέρους της σκηνοθεσίας – πώς αλλιώς θα τα βγάλει πέρα με την καλπάζουσα «τρέλα» του κειμένου, πώς αλλιώς θα υλοποιήσει αυτό το «υπέρ-θέατρο» (όρος του Βάλτερ Πούχνερ), αυτό το «μπαρόκ κοσμοθέατρο», που ζωντανεύει γη, ουρανό και Κόλαση πάνω στη σκηνή;
Είναι προφανές πώς όλα τούτα τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα ζητήματα ουδόλως προβλημάτισαν τον Αντώνη Καλογρίδη. Ο σκηνοθέτης αρκέστηκε σε μια αβασάνιστη διεκπεραίωση, υιοθετώντας μια άκρως στερεότυπη αισθητική, την ίδια που τον χαρακτήριζε και όταν πρωτοεμφανίστηκε στα θεατρικά πράγματα πριν από δυόμισι δεκαετίες. Είναι, μάλιστα, τόσο επιπόλαιος και επιδερμικός ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το κείμενο, ώστε μοιραία συμπεραίνει κανείς πως το τελευταίο λειτούργησε περισσότερο ως αφορμή για το στήσιμο ενός νέου, δήθεν underground, κλαμπ-ίστικου θεατρικού χώρου στην άλλοτε αμαρτωλή γειτονιά της Συγγρού (το καινούργιο θέατρο, ονόματι «Συγγρού 33», ήταν παλαιότερα σινεμά πορνό) παρά ως ερέθισμα για μια γνήσια προσπάθεια εξερεύνησης του φλεγόμενου κόσμου που κατοικεί στις σελίδες του Δημητριάδη.
Ένας ημίγυμνος νέος που στήνεται επιδεικτικά πίσω από τις θέσεις των θαμώνων-θεατών, νεαρές ταξιθέτριες με φούτερ και τρέντι κουκούλες που γράφουν «TOWER», λεοπάρ καναπέδες, κόκκινος φωτισμός και μπιτάτη μουσική στη διαπασών επιδιώκουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι βρισκόμαστε στο Master Tower του σατανικού Αυγουστίνου Ρόδη: αυτό, όπως αποδεικνύεται, είναι το μοναδικό σκηνοθετικό εύρημα, ο μόνος προβληματισμός και το μόνο «όραμα», η δημιουργία, δηλαδή, της εντύπωσης ότι εισήλθαμε στο βασίλειο του αρχι-«κακού», αλά Τζόκερ ήρωα.
Δε φτάνει που υφιστάμεθα όλη αυτή την ψευτο-σέξι, ψευτο-τρέντι, σημειολογικά και διακοσμητικά παρωχημένη κατάσταση πριν από την «έναρξη» της παράστασης, τη βιώνουμε και μετά. Πολύχρωμα φώτα νέον, ένας υπερμεγέθης κύβος με ημιδιαφανείς τοίχους κι ένας μεγάλος «λοξός» πολυέλαιος στοιχειοθετούν τον χώρο δράσης των ηθοποιών, οι οποίοι, όπως καθίσταται σύντομα προφανές, δεν έχουν λάβει καμία ουσιαστική διδασκαλία ως προς την αποστολή τους και κάνουν απλώς ό,τι καλύτερο μπορούν, ο καθένας ανάλογα με την εμπειρία του (γι’ αυτό και οι νεότεροι μοιάζουν εντελώς χαμένοι).
Το δια-κύβευμα του έργου μετατρέπεται κυριολεκτικά σ’ έναν (άψυχο) κύβο. Παρακολουθούμε τις εξελίξεις αμέτοχοι, σαν να λογομαχούν μπροστά μας τσιτωμένοι παπάδες, αμήχανα αγόρια και κατσουφιασμένες χορεύτριες. Κανένας δεν έχει μπει στον κόπο να δημιουργήσει ένα σύμπαν με νόημα, ένα σύμπαν όπου όλα αυτά τα παράξενα και τα ακραία να σημαίνουν κάτι – ακόμη κι αν στόχος είναι να αποδειχθεί πως δεν σημαίνουν τελικά τίποτα και μόνο μια στάση απέραντης ειρωνείας απομένει σήμερα ως πικρή επιλογή ή ως ταιριαστό σχόλιο.
Τη στάση αυτή υιοθετεί, πράγματι, και μάλιστα απολαυστικά, ο Ντένης Μακρής/Αυγουστίνος Ρόδης, ο μόνος από τους ηθοποιούς που χτίζει μια γοητευτική και πρωτότυπη περσόνα, προσφέροντάς μας, χάρη στον ρυθμικά δουλεμένο σαρκασμό που εκπέμπουν ο λόγος και το σώμα του, μια, έστω αμυδρή, διέξοδο στη δυσφορία μας.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.