Τα παιδιά του δάσους
Frères (Αδέρφια), ένα ντοκιμαντέρ του Γάλλου σκηνοθέτη Olivier Casas -προβάλλεται τώρα στη Γαλλία- για τον Mic και τον Pat, δύο παιδιά που έμειναν μόνα τους στο δάσος μετά τον πόλεμο για 7 χρόνια. Θυμίζει μία άλλη ιστορία και μία άλλη ταινία ('Ενα αγρίμι στην πόλη (1970) του Φρανσουά Τριφώ) για ένα εντεκάχρονο αγόρι που ανακαλύφθηκε από αγρότες το 1800 να ζει μόνο του στο δάσος.
Το 1956, τα αδέρφια αναγνωρίζονται από τη γιαγιά τους σε ένα χωριό όπου εργάζονται για έναν καλλιεργητή στρειδιών, και η μητέρα τους, δημοσιογράφος στην παρισινή εφημερίδα Combat, αναγκάζεται τελικά να πάει να τα παραλάβει. Τον μικρότερο -τον αφηγητή σήμερα της ιστορίας- τον στέλνει σε ένα οικοτροφείο στο Nord-Pas-de-Calais και τον άλλον σε ένα παρισινό λύκειο. Αργότερα, έγιναν αντίστοιχα ο ένας αρχιτέκτονας και ο άλλος ιατρός.
"Μέσα σε ένα δάσος, ξέρετε, πολύ λίγος κόσμος περνάει. Σε διάστημα μερικών χρόνων, είναι ζήτημα αν είδαμε ένα ή δύο άτομα, όχι παραπάνω.
Αλλά οι άνθρωποι του χωριού σας είχαν δει, αφού λέτε ότι πλησιάζατε στα σπίτια, στις φάρμες, ότι κλέβατε στα κοτέτσια.
Αυτό όμως που ξεχνάτε είναι ότι βρισκόμαστε στην περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο. Κι ότι μετά τον πόλεμο, τα χαμένα παιδιά, τα παιδιά του πολέμου, ήταν δυστυχώς πάρα πολλά. Το 1946, υπάρχουν ένα εκατομμύριο παιδιά που είναι χωρίς ταυτότητα. 13 χρόνια μετά τον πόλεμο, υπάρχουν ακόμη 340.000 παιδιά στην Ευρώπη που αναζητούν την ταυτότητά τους.
Δηλαδή, έτσι όπως το λέτε, το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν σας βρήκαν, είναι ότι στην πραγματικότητα δεν σας έψαξαν.
Κανείς δεν μας βρήκε γιατί κανείς δεν μας έψαχνε. Ποτέ κανείς δεν μας έψαξε. Τη στιγμή που συμβαίνει αυτό το δράμα [η ανακάλυψη από τα αδέρφια του κρεμασμένου υπεύθυνου της κατασκήνωσης -σ.σ.] και τη στιγμή που το σκάμε, η Σαντάλ, ή υπηρέτρια αυτού του παιδικού ιδρύματος, ήταν φυσικά σοκαρισμένη από τον θάνατο αυτού του άνδρα και έπρεπε να τα ετοιμάσει όλα, και να αντιμετωπίσει όλες τις συνέπειες αυτού του βίαιου θανάτου. Κι εμείς τότε εξαφανιζόμαστε".
France Inter
Ο σκηνοθέτης Olivier Casas εμπνεύστηκε από την αληθινή ιστορία δύο αδερφών, του Michel και του Patrice de Robert. Όλα ξεκίνησαν το 2015, όταν ο σκηνοθέτης προσκλήθηκε στα εγκαίνια μιας κατοικίας, την ανακαίνιση της οποίας είχε επιβλέψει κάποιος Michel de Robert. Ήταν ένας αρχιτέκτονας στα 70 του, "πολύ κομψός, λαμπερός, με παπούτσια Weston στα πόδια και ένα ωραίο ρολόι στον καρπό του. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ήταν πολύ απασχολημένος, ώσπου, κάποια στιγμή, τον έπιασα να σκαλίζει ένα κομμάτι ξύλο σαν Ινδιάνος Τσερόκι. Βλέποντας την έκπληξή μου, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία του, την παιδική του ηλικία, για την οποία δεν μου είχε μιλήσει ποτέ", εξηγεί ο σκηνοθέτης της ταινίας.
Μετά από αυτή τη συζήτηση, ο Michel ρώτησε τον Olivier Casas αν αυτή η ιστορία θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για μια ταινία μεγάλου μήκους. "Φυσικά", απάντησε ο σκηνοθέτης. "Αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας συζήτησης που διήρκεσε 5 χρόνια πριν αρχίσω να γράφω. Γιατί η ιστορία του Michel αποτελούσε ένα μυστικό για τόσο πολύ καιρό που έπρεπε να ξετυλίξει τα νήματα πολύ προοδευτικά", επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
Για να συγκεντρώσει πληροφορίες για το σενάριο, ο Olivier Casas πήγε στο Châtelaillon, κοντά στη La Rochelle, όπου ο Michel και ο Patrice είχαν ζήσει παιδιά. Ο σκηνοθέτης έκανε την έρευνά του, βρίσκοντας ακόμη και το πιστοποιητικό θανάτου του κ. Brunet, του ανθρώπου που αυτοκτονεί με απαγχονισμό στην αρχή της ταινίας, επισπεύδοντας τη φυγή των δύο αδελφών.
"Το 2020, μια εβδομάδα πριν από τα περιοριστικά μέτρα, ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω το ταξίδι με τον Michel, ο οποίος δεν είχε επιστρέψει εκεί για πάνω από 70 χρόνια. 'Εφερα εικόνες με τον Michel να μπαίνει στον κήπο του παλιού σπιτιού των Brunet και να μένει ακίνητος μπροστά σε μια γκαραζόπορτα: από αυτήν ακριβώς την πόρτα, μου εξήγησε, είχε φύγει με τον Patrice από το σπίτι για να καταφύγουν στο δάσος".
Χρειάστηκαν μετά 2 χρόνια για τη συγγραφή του σεναρίου. Ο Michel de Robert έδωσε στον σκηνοθέτη το ελεύθερο. "'Ηθελα να σταθώ ιδιαίτερα στην ενήλικη περίοδο. Γιατί πέρα από την κατάκπληξη που προκαλεί η επιβίωση αυτών των παιδιών, αυτό που με έκανε να θέλω να γυρίσω αυτή την ταινία ήταν ο δεσμός αγάπης μεταξύ των δύο αδερφών, για τον οποίο μιλάω ακόμα και σήμερα στον ενεστώτα χρόνο, γιατί είναι ένας δεσμός αιώνιος", λέει ο Olivier Casas.
AlloCiné
"Υπήρξαμε τα πιο ευτυχισμένα παιδιά γιατί είχαμε μία απόλυτη ελευθερία".
Cécile Guthleben
BRUT - 23.04.2024
"Ο αδερφός μου είναι ο πατέρας μου, η μητέρα μου, είναι τα πάντα για μένα. Μέχρι τη μέρα που αποφάσισε να σταματήσει να ζει, γιατί ήταν πραγματικά δική του απόφαση, και για μένα ήταν η αρχή μιας άλλης ζωής. Και μπόρεσα να πω την ιστορία μόνο όταν έφυγε, γιατί νομίζω ότι είναι λίγο σαν ένας βιασμός. Κάθε φορά που ένα παιδί έχει κάτι διαφορετικό από τα άλλα, είναι ένα μυστικό που το θάβει βαθιά μέσα του και δεν βγαίνει εύκολα. Ο αδερφός μου πέθανε το 1993, σε ηλικία 49 ετών. Αυτοκτόνησε με καθαρή συνείδηση, έχοντας προετοιμάσει τα πάντα. Ο αδερφός μου δεν μπορούσε να ζήσει άλλο, αυτή η ζωή δεν τον ενδιέφερε, δεν σήμαινε τίποτα γι' αυτόν, γιατί ποτέ δεν είχε αγαπηθεί, γιατί ποτέ δεν είχε βρει πραγματικά κάποιον που να τον αγαπήσει.
Υπήρξαμε τα πιο ευτυχισμένα παιδιά γιατί είχαμε μία απόλυτη ελευθερία. Βέβαια, υποφέραμε από το κρύο, κλπ., αλλά φανταστείτε ένα παιδί που μπορεί όποτε θέλει να σκαρφαλώνει στα δέντρα, να ψαρεύει, που μπορεί να πιάνει κουνέλια, και να τρέχει μέσα στα στάχυα. Η ευτυχία μας ήταν αδιανόητη. Όταν είδαμε αυτή τη λίμνη από αίματα, ξαφνικά ο αδερφός μου το συνειδητοποιεί, πανικοβάλλεται, με πιάνει από το πουλόβερ και τρέχουμε. Και μου λέει: "'Ελα, πρέπει να το σκάσουμε, πρέπει να κρυφτούμε". Και κρυφτήκαμε. Δεν ξέρω αν ήταν έξι μήνες, ένας χρόνος, ή ενάμισης χρόνος, γιατί η έννοια του χρόνου όταν εγώ ήμουν 4,5 χρονών κι εκείνος 6,5, δεν υπάρχει. 'Ενας μήνας, ένας χρόνος, είναι πολύ δύσκολο για μένα να συγκεκριμενοποιήσω τον χρόνο που πέρασε. Ξέρω ότι προσαρμοστήκαμε πολύ γρήγορα στο περιβάλλον, αυτό είναι σίγουρο. 'Εχουμε όλοι δυνατότητες που δεν υποψιαζόμαστε όταν βρισκόμαστε σε καταστάσεις ιδιαίτερες και ο άνθρωπος διαθέτει απίστευτα εφόδια για να ανταπεξέρχεται. Είναι τρελό. Την πρώτη νύχτα συρθήκαμε κάτω από κάτι βάτα που σχημάτιζαν ένα είδος παχύ θόλου που δεν άφηνε τη βροχή να περνάει. Αμέσως μετά, εγώ αποφασίζω να φτιάξω μία καλύβα, κι έπειτα πολύ γρήγορα αρχίσαμε να ψάχνουμε για οτιδήποτε θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο. Μετά από 6 μήνες ή ένα χρόνο, ο Patrice ανακαλύπτει μια μάντρα χαλασμένων αυτοκινήτων. 'Ερχεται τρέχοντας και μου λέει "Mimi βρήκα κάτι απίθανο, απίθανο", και τότε πραγματικά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θησαυρό: μπιτόνια, σίδερα, καραβάνες, καλώδια. Ρούχα όχι, στην αρχή μου φέρνει υφάσματα που αφαιρεί από τα καθίσματα των αυτοκινήτων. Θυμάμαι πολύ καλά, έξι χρονών θα ήμουν, να φτιάχνω σάκους και κασκώλ. Πως έμαθα να ράβω; Αναρωτιέμαι ακόμα και σήμερα. Ξέρω να κάνω τα πάντα με τα χέρια μου, κι αυτό έρχεται από τα παιδικά μου χρόνια, και δεν έχω ιδέα πως προέκυψε, Για τα παπούτσια, δεν είναι δύσκολο, ξεκινάμε από τη ραφή που υπήρχε, έχουμε το μοντέλο. Και είναι αστείο γιατί έφτιαξα ένα παπούτσι κίτρινο και καφέ με ένα κομμάτι δέρμα κι ένα κομμάτι ύφασμα από κάθισμα αυτοκινήτου. 'Εχω ακόμα αυτά τα χρώματα στο μυαλό. Δεν είναι τίποτα δύσκολο. Παίρνεις μία πελεκισμένη ξύλινη σόλα, κάνεις τις τρύπες και ράβεις. Θα μπορούσα τώρα να το ξανακάνω, δεν έχω ξεχάσει. 'Οχι, δεν φοβηθήκαμε. Ο φόβος είναι κάτι που ξεπερνάς πολύ μικρός, δηλαδή θα φοβηθείς τρεις μέρες και μετά τέλος. 'Οταν δεν έχεις επιλογή..., και ακόμη και σήμερα όταν θέτεις αυτήν την ερώτηση, αναπαριστάς νοερά τον φόβο. Στην πραγματικότητα, εμείς, ως παιδιά, δεν προλάβαμε να φοβηθούμε, δεν είχαμε την ευχέρεια να νιώσουμε αυτό το αίσθημα του φόβου. Ο φόβος είναι και μία σύγκριση σε σχέση με τον χώρο όπου ζεις. Ξαφνικά γίνεται κάτι και τρομάζεις. 'Οταν είσαι σε ένα περιβάλλον σαν τον δικό μας, τι θα μπορούσες να φοβηθείς; Σήμερα, εγώ που είμαι 78 χρονών, η γυναίκα μου εκπλήσσεται όταν της λέω το καλοκαίρι στις δύο η ώρα τη νύχτα πάω να κάνω μια βόλτα στο δάσος, γιατί εμένα μου αρέσει τρομερά να κάνω βόλτες τη νύχτα. Εντάξει, δεν είναι πολύ συνηθισμένο. Προσπαθώ πάντα να της εξηγήσω ότι ανάμεσα στη στιγμή που είναι μέρα και τη στιγμή που είναι νύχτα τίποτα απολύτως δεν έχει αλλάξει. Είναι μόνο στο μυαλό. Εμείς οι ενήλικοι κατασκευάζουμε αυτά τα πράγματα, αλλά το δάσος παραμένει ίδιο.[Όταν τους αναγνώρισε η γιαγιά τους, η μητέρα τους πήγε να τους πάρει]. Η μητέρα μου ήταν εκεί, είχε σταθμεύσει εκεί [δείχνει το σημείο στην πλατεία]. Κι όταν φάνηκε, ο αδερφός μου είπε: "Ποια είναι αυτή η κυρία;" Κι εκείνη είπε: "Είμαι η μητέρα σας". Η μητέρα μου μας μάζεψε, εμένα με έβαλε σε οικοτροφείο μέχρι τα 17 μου, επομένως δεν την ενδιέφερε, έμεινε με τον Patrice και ακολούθησαν απίστευτες συγκρούσεις, και μετά όταν έφυγε δεν ασχολήθηκε πια μαζί του. 'Οταν έγινα 18, την κοίταξα και τη ρώτησα: "Γιατί μας το έκανες αυτό, στον Patrice και σε μένα; Γιατί μας το έκανες αυτό;" Και μου απάντησε: "Μα, Michel, εγώ δεν σας ήθελα ποτέ. 'Οταν ήμουν με έναν άνδρα, έμενα έγγυος και μια και δυό φορές. 'Εκανα τρεις ή τέσσερις εκτρώσεις και έπρεπε και κάποιες φορές να γεννιούνται κάποια, αλλά ποτέ δεν σας ήθελα". Λοιπόν, πρέπει να πορευτείς με αυτό στη ζωή. Με ρωτούν στις προβολές: "Μα πως γίνεται που δεν σας βρήκαν", και αναγκάζομαι να απαντώ: "Επειδή κανείς δεν μας έψαξε". Κανείς δεν μας έψαχνε. Δεν υπήρχαμε για κανέναν. 'Οταν πλησιάζουμε στο χωριό, είτε μας πετάνε πέτρες, είτε μας φωνάζουν να πάρουμε δρόμο, κανείς δεν μας θέλει. 'Οταν ο Patrice φεύγει, όταν θέλει να φύγει, είναι 49 χρονών, μου λέει: "Michel, αρχίσαμε από το τέλος, ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι. Εγώ αυτή τη ζωή δεν την αντέχω, η κοινωνία με συνθλίβει, υπάρχουν συνέχεια προβλήματα, πρέπει να ασχολείσαι πάντα με διάφορα". Είχε την κλινική, δυσκολευόταν πολύ με τη διαχείρηση, μου έλεγε "δεν αντέχω άλλο, έχω κουραστεί. Η ζωή υπήρξε πολύ σκληρή, υποφέραμε πολύ". Το πρώτο συναίσθημα που μπορώ να θυμηθώ είναι η ταύτιση που υπήρχε μεταξύ μας και που είναι πάντα παρούσα σήμερα, παρότι δεν είναι πια εδώ. Είναι ένα ίχνος που θα διαρκέσει όλη τη ζωή".