«ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ Μ' ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ», δήλωνε κάποτε ο Ντελέζ, «τα ζώα, και όχι οι άνθρωποι, ξέρουν πώς να πεθαίνουν». Υπονοούσε ότι ο άνθρωπος στον δυτικό, καπιταλιστικό και «ορθολογικό» κόσμο έχει χάσει κάθε ουσιαστική σχέση με το μυστήριο του θανάτου, το οποίο μετατρέπεται σε κοινωνικό φαινόμενο και στατιστική –μα και σε φόβητρο, «κακό» που πρέπει ν’ απωθηθεί–, και πως, όταν πεθαίνει ο Δυτικός, πεθαίνει μόνος του, μηχανικά, μετά τις αποτυχίες των γιατρών και τον οργανωμένο εξευτελισμό που αποτελούν τα γηρατειά σε μια εποχή που αγαπά μονάχα τη νεότητα, την ενεργητικότητα και την ομορφιά.
Συνέχιζε, έτσι, ο Ντελέζ, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο ένα ζώο –μια γάτα, για παράδειγμα– διαισθάνεται τον θάνατο και δημιουργεί μια περιοχή, εφευρίσκει μια τελετή, κάποια ιδανική γωνιά για να ξεψυχήσει.¹
Φυσικά, δεν είναι μόνο τα ζώα που ξέρουν πώς να πεθαίνουν καλά. Παρελθοντικές κουλτούρες στη Δύση και σύγχρονες μη δυτικές κουλτούρες, οι οποίες δεν έχουν ακόμα υποστεί την απομάγευση του εμπορικού ορθολογισμού, βρίθουν από παραδείγματα «καλών» τρόπων να πεθαίνεις.
Μια κοσμική (μια ελευθεριακή;) τέχνη του θανάτου θα διατηρούσε τον συλλογικό χαρακτήρα των θρησκειών –τη σημασία της κοινότητας για τους μελλοθάνατους– χωρίς να προετοιμάζει τον άνθρωπο για την αιώνια ζωή.
Αρκεί να επισκεφτούμε τη μεσαιωνική πόλη την εποχή της βουβωνικής πανώλης για να συναντήσουμε τα κείμενα του χριστιανικού ars morendi, πρακτικούς οδηγούς αφιερωμένους στην «τέχνη του θανάτου». Γραμμένοι τόσο για τους πιστούς όσο και για τους πιο «κοσμικούς», οι οδηγοί υποστήριζαν πως πεθαίνουμε καλά μόνο όταν έχουμε τους άλλους κοντά μας, και ενθάρρυναν τα μέλη της κοινότητας να επισκέπτονται όσους βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους.
Στο προσκέφαλο των μελλοθάνατων, οι κοντινοί και οι μακρινοί τους άνθρωποι δεν έπρεπε να προσφέρουν φρούδες ελπίδες ανάρρωσης και μακροζωίας, παρά μόνο να τους συντροφεύσουν, να συζητήσουν μαζί τους, ν’ αναπολήσουν, να γελάσουν και να κλάψουν, ν’ αποχαιρετιστούν, να προσπαθήσουν να βρουν την κάθαρση, ζητώντας και δίνοντας συγχώρεση και λαμβάνοντας συμβουλές.²
Η χριστιανική τέχνη του θανάτου έχει χαθεί, μα υπάρχουν ακόμα μέρη όπου οι άνθρωποι ξέρουν πώς να πεθαίνουν. Μπορούμε, για παράδειγμα, να δούμε τους σημερινούς ινδουιστές, οι οποίοι προτιμούν να αποφεύγουν τα «επιθετικά» ιατρικά μέτρα (όπως η διασωλήνωση και η εκτενής νοσοκομειακή φροντίδα για τους ηλικιωμένους). Πιστεύουν πως η «φυσική» στιγμή του θανάτου απορρέει από το καρμικό πεπρωμένο τού καθενός και, στο πλευρό των μελλοθάνατων, επιτελούν μια σειρά από τελετουργικά τα οποία εγγυώνται την επιτυχή μετενσάρκωσή τους (ψέλνοντας στο αυτί τους, αλείφοντάς τους με ιερό βασιλικό και προσφέροντάς τους νερό από τον Γάγγη).³
Μ’ έναν παρόμοιο τρόπο, οι Anishinaabe ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής προετοιμάζουν τους ηλικιωμένους και τους βαριά αρρώστους για τη μετάβασή τους στον κόσμο των πνευμάτων. Υπό την καθοδήγηση του πνευματικού αρχηγού της κοινότητας, ο μελλοθάνατος καπνίζει ιερό καπνό, ενώ η οικογένειά του καίει κομμάτια υφάσματος και φαγητού. Τις μέρες πριν από τον θάνατο η οικογένεια του μελλοθάνατου (και, αν γίνεται, ο ίδιος) επισκέπτονται την «καλύβα του εξαγνισμού», όπου προσεύχονται εκτενώς, ιδρώνοντας και αποβάλλοντας τ’ αρνητικά συναισθήματα, όπως ο φόβος κι ο θυμός.[4]
Το πρόβλημα μ’ αυτές τις κουλτούρες «καλού» και αξιοπρεπούς θανάτου είναι ότι βασίζονται στη θρησκευτική υπόσχεση της αιώνιας ζωής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βοηθάνε τον άνθρωπο να πεθαίνει καλύτερα μέσα από πεποιθήσεις που τον οδηγούν στο να ζει χειρότερα. Εγγυώνται, δηλαδή, έναν «καλό θάνατο» με το να αναιρούν τις προϋποθέσεις για μια «καλή ζωή», αφού η θρησκευτική υπόσχεση της αιωνιότητας παράγει αυταπάρνηση, ασκητισμό, αυθαίρετους κανόνες, αμαρτίες και ταμπού, διαίρεση των ανθρώπων σε εκλεκτούς κι αμαρτωλούς, και πολλά άλλα δεινά.
Το ζήτημα, συνεπώς, για εμάς σήμερα –το στοίχημα για μια σύγχρονη ars morendi– είναι η εύρεση νέων τρόπων διαχείρισης του θανάτου που να μη βασίζονται στη θρησκεία. Μια κοσμική (μια ελευθεριακή;) τέχνη του θανάτου θα διατηρούσε τον συλλογικό χαρακτήρα των θρησκειών –τη σημασία της κοινότητας για τους μελλοθάνατους– χωρίς να προετοιμάζει τον άνθρωπο για την αιώνια ζωή.
Η προετοιμασία για τον θάνατο θα μπορούσε να είναι περισσότερο αναστοχαστική, εξετάζοντας την πορεία τού ατόμου, τις εμπειρίες του, τις λύπες και τις χαρές του. Στον βαθμό που αναφέρεται στο μέλλον, μια νέα ars morendi δεν θα επικεντρωνόταν στην αιωνιότητα παρά μόνο στην επιβίωση του ατόμου μέσω αυτών που αφήνει πίσω: ανθρώπους και έργα, και στιγμές και ιστορίες κι εντάσεις.
Φυσικά, μια τέτοια τέχνη θα απαιτούσε την επαναξιολόγηση των γηρατειών στη Δύση. Τα γηρατειά, που κάποτε έχαιραν σεβασμού λόγω της εμπειρίας, της σοφίας –αλλά και της ευαλωτότητας– που επιφέρουν, έχουν πια αποκαθηλωθεί, υποβαθμιστεί ως μη λειτουργική, σχεδόν νεκρή ζωή. Μια ματιά στα γηροκομεία και τα διαμερίσματα όπου οι ηλικιωμένοι ζούνε (μόνοι τους ή με κάποια οικιακή βοηθό) είναι αρκετή για να σε γεμίσει μ’ απελπισία.
Εξυπακούεται ότι αυτό το φαινόμενο έχει κοινωνικές ρίζες. Η επιλογή «πολλών ηλικιωμένων Αμερικανών να θυσιαστούν για την οικονομία»[5] τον καιρό της πανδημίας δεν δείχνει μόνο την εσωτερίκευση του ageism από τα θύματά του αλλά και την αδυναμία να σεβαστούμε πραγματικά τους ηλικιωμένους όσο έχουμε ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην άκριτη λειτουργικότητα, στην αχαλίνωτη παραγωγικότητα, στο θέαμα και στον ατομικισμό.
[1] Ζιλ Ντελέζ, Abécédaire: A comme animal (HD), στο 20:32-21:12.
[2] Lydia Dugdale, To die well: Learning the lost art of dying, 2020, Κεφάλαιο 2.
[3] Susan Thrane, «Hindu end of life care: Dying, suffering, and karma», 2010.
[4] Dianne M. Longboat, «Indigenous perspectives on death and dying», 2002.
[5] Λόγια του αντικυβερνήτη του Τέξας, Dan Patrick. Την ίδια εποχή, η βρετανική «Telegraph» έγραφε ότι ο Covid-19 μπορεί να αποδειχθεί οικονομικά «ευεργετικός, καθώς εξολοθρεύει δυσανάλογα τα ηλικιωμένα και εξαρτημένα άτομα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σου με ένα κλικ.