Στα ηρωικά χρόνια του βωβού, η δράση που προσέφερε ο Μπάστερ Κίτον, ειδικότερα στον αθάνατο Στρατηγό του, συνδύαζε την απερίσκεπτη εξερεύνηση νέων πεδίων επικίνδυνης και αστείας περιπέτειας από τους σκαπανείς του Χόλιγουντ με την ιδιοφυΐα του σπουδαίου κωμικού, ο οποίος ανακάλυπτε (δυστυχώς όχι ταυτόχρονα με τους θεατές, καθώς το αριστούργημά του δεν γνώρισε εμπορική ανταπόκριση στην εποχή του) το δημιουργικό fun του σινεμά της δράσης – κι όποιος είχε το θάρρος, γινόταν ο κασκαντέρ του εαυτού του.
Το είδος του action συχνά έχει πέσει σε λάθος χέρια, σε σκηνοθέτες που δεν γνωρίζουν, προτού μοντάρουν, την ενέργεια και την τεχνική ακρίβεια που χρειάζονται κάποιες σεκάνς για να λειτουργήσουν με σφρίγος και ταχύτητα. Αντίστοιχα, αναβαθμισμένοι πρώην συντονιστές δράσης δεν διαθέτουν την ευαισθησία που απαιτεί το χτίσιμο ενός χαρακτήρα, εκτός βέβαια αν μιλάμε για πολύ εξειδικευμένες ταινίες, π.χ. για το κλασικό Way of the dragon, τη μοναδική ταινία που πρόλαβε να υπογράψει ο Μπρους Λι, που απογειώνεται στο αξέχαστο φινάλε στο ντέρμπι του Κολοσσαίου.
Το 1978, ο Χαλ Νίνταμ, ένας από τους θρυλικότερους κασκαντέρ στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά αλλά και της τηλεόρασης (Gunsmoke), γλέντησε και δόξασε με κέφι και γενναίο προϋπολογισμό, με τον επίσης πρώην stunt double, και καλό του φίλο, Μπαρτ Ρέινολντς, το ακούραστο σινάφι τους στο Hooper, μια μεγάλη επιτυχία, άτυπη συνέχεια του Smokey and the bandit. Δυό χρόνια αργότερα, η καλύτερη ταινία του είδους, το Stunt Man του Ρίτσαρντ Ρας, που μάλιστα προτάθηκε για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, διαθέτει μεν πολλές και οξυδερκείς παρατηρήσεις για το ιδιαίτερο αυτό επάγγελμα, αλλά επικεντρώνεται στην παιγνιώδη αλληγορία για τη θυσία που χρειάζεται η τέχνη και τη θεωρία του παντοδύναμου, χειραγωγού σκηνοθέτη, όπως τον ενσαρκώνει θεϊκά ο Πίτερ Ο’Τούλ.
Με πυκνή και καλά υπολογισμένη πλοκή, ο Κασκαντέρ ανακατεύει στο πρώτου επιπέδου μπλέντερ του τρία είδη, το αισθηματικό, την κωμωδία και τη δράση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση, όπως είναι φυσικό, στον μηχανισμό της έκρηξης και της σωματικής «ταλαιπωρίας».
Προτού περάσει στη σκηνοθεσία, ο Ντέιβιντ Λιτς ήταν –τι άλλο;– κασκαντέρ, και μάλιστα από τους πιο αξιόπιστους στο Χόλιγουντ. Έχει «φάει τα μούτρα του» στα Matrix και έχει ντουμπλάρει γνωστότατους σταρ – τον Μπραντ Πιτ τον έχει ντουμπλάρει πέντε φορές (Fight Club, Παιχνίδια Κατασκόπων, Συμμορία των 11 κ.ά.) και τον σκηνοθέτησε πολύ πρόσφατα στο Bullet Train. Μαζί με τον κολλητό του, τον Τσαντ Σταχέλσκι, έχουν ιδρύσει μία από τις πιο επιφανείς εταιρείες με κασκαντέρ και λάνσαραν τον John Wick, μοιράζοντας μεταξύ τους τη σκηνοθεσία. Μονίμως στα κόκκινα και γυρισμένος με αίσθηση του fun και σεβασμό στο metier, ο Κασκαντέρ μοιάζει να εκπροσωπεί τη φαντασίωση όλων των συναδέλφων τους από παλιά μέχρι σήμερα.
Κάτω από το περιπετειώδες ρομάντσο μεταξύ του ταλαντούχου κασκαντέρ Κολτ Σίβερς και της οπερατέρ Τζόντι Μορένο κρύβεται, εκτός από την αγάπη τους για την τέχνη της πρακτικής κινηματογραφικής αυτοθυσίας, η ανάγκη τους να την αναδείξουν όσο το δυνατό πιο ανάγλυφα. Ο Σίβερς έχει εγκαταλείψει την αγαπημένη του, αναλαμβάνοντας το φταίξιμο για ένα παραλίγο θανάσιμο λάθος, και επιστρέφει για να βοηθήσει την πικραμένη, μπερδεμένη και ως έναν βαθμό εκδικητική Τζόντι στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο στην Αυστραλία, σε μια παραγωγή που συσσωρεύει προβλήματα ανάλογα με το παχυλό μπάτζετ της και έχει ξεμείνει από πρωταγωνιστή, καθώς ο Τομ Ράιντερ (που δεν το έχει με τις κασκάντες) έχει μέρες να δώσει σημεία ζωής και πιστεύεται πως έχει μπλέξει σε σκοτεινά κυκλώματα.
Με πυκνή και καλά υπολογισμένη πλοκή, ο Κασκαντέρ ανακατεύει στο πρώτου επιπέδου μπλέντερ του τρία είδη, το αισθηματικό, την κωμωδία και τη δράση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση, όπως είναι φυσικό, στον μηχανισμό της έκρηξης και της σωματικής «ταλαιπωρίας». Ο Fall Guy του πρωτότυπου τίτλου, ο Ράιαν Γκόσλινγκ, αλλάζει ταχύτητες μετά τον Κεν στην Μπάρμπι και επιστρέφει στο ύφος που έδειξε πως του ταιριάζει στο The Nice Guys (δίπλα στον Ράσελ Κρόου τότε), και συνεχίζει τις έξυπνες κινήσεις καριέρας, γιατί κατανοεί πως το χιλιοφορεμένο κλισέ του τσαλακωμένου πρωταγωνιστή λειτουργεί καλύτερα από τον ήρωα που ξεκινά από πλεονεκτική θέση.
Κυρίως, ο Κασκαντέρ προωθεί το point των αφανών «λειτουργών» του σινεμά, των ανδρών και των γυναικών με τα δανεικά πρόσωπα που ρισκάρουν τη ζωή τους για λίγα χρήματα και, όπως επιβεβαιώνει στην ταινία ο Σίβερς, δεν διαθέτουν καν δική τους κατηγορία στα ετήσια βραβεία της Αμερικανική Ακαδημίας. Ίσως, μετά την αναγγελθείσα θέσπιση πεντάδας για το κάστινγκ, να έρθει η σειρά των κασκαντέρ να πάρουν Όσκαρ, τρία χρόνια μετά το έμμεσο στον Μπραντ Πιτ για τον ρόλο του κασκαντέρ Κλιφ Μπουθ στο Κάποτε στο Χόλιγουντ. Μια ειδική διάκριση στο The Fall Guy, για αρχή, θα ήταν δίκαιη – ο Τομ Κρουζ, φαντάζομαι, θα ήταν ο πρώτος που θα χειροκροτούσε όρθιος!
Η ταινία «The Fall Guy» κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 6/5.