ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, σε κάποια «ακατάλληλη για ανηλίκους» βραδινή εκπομπή της Σεμίνας. Η Τζένη περπατούσε σαν ωρολογιακή βόμβα καύλας και επανάστασης έτοιμη να εκραγεί μπροστά στα μάτια των θαμώνων της πλατείας Ομονοίας. Ήμουν δεν ήμουν 10 χρόνων, δεν ήξερα τι σημαίνει «τρανσέξουαλ» ούτε τι είναι η σεξεργασία, ήξερα τι είναι το καθημερινό bullying, τι σημαίνει «τραβεστί» και πού πέφτει η πιάτσα της λεωφόρου Συγγρού. Δεν είχα τα εργαλεία να μιλήσω σε κανέναν για την ταυτότητα φύλου μου χωρίς να τιμωρηθώ με κάποιον τρόπο.
Έπειτα, σε κάποια άλλη βραδινή εκπομπή, η Τζένη, topless μπροστά στην κάμερα, καθιστή στο κρεβάτι του ντέλου, να ομολογεί πως εισπράττει αστρονομικά ποσά και να εξομολογείται πως αν μπορούσε θα μαχαίρωνε τους πελάτες της έναν έναν. Αυτό το συναίσθημα που έδινε η Τζένη και αυτή η κίνηση του χεριού της, παριστάνοντας ότι κρατάει ένα στιλέτο, με σφράγισαν.
Την ξανασυνάντησα σε κεντρικά δελτία ειδήσεων να αποστομώνει ακαδημαϊκούς, σε μεσημεριανά κουτσομπολίστικα να εκτοξεύει ατάκες τύπου «γλείφω καλύτερα από σένα» και «sometimes it’ s better than the real thing», σε βραδινά talk shows να μιλάει για πασαρέλες και την «αλλαγή φύλου», πάντα καπνίζοντας αρειμανίως. Συνάντησα τα βιβλία της που έγιναν best seller και έκτοτε συλλεκτικά και τα άλλα βιβλία της που δεν έγραψε ποτέ. Κι ύστερα, το μεγάλο μπαμ, η σχέση με τον εισαγγελέα.
Υπήρξε η πιο επαναστατική τρανς παρουσία, ακριβώς γιατί δεν είχε ατζέντα πολιτικής και ακτιβισμού προς εξαργύρωση, απλώς ζούσε όπως ήθελε και το μοιράστηκε μέχρι τελευταία σταγόνα, προσωποποιώντας την τρανς ορατότητα.
Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχα δει, ήξερα πως είχε γεννηθεί «αγόρι», όπως κι εγώ. Δεν είναι τυχαίο που στα ’90s τα περισσότερα cis κορίτσια ήθελαν να μοιάσουν στη Βουγιουκλάκη και τα τρανς κορίτσια στη Χειλουδάκη, σε βαθμό που η κλασική αποκριάτικη αμφίεση των κουίρ αγοριών ως «Βουγιουκλάκη» άρχισε να παραπέμπει περισσότερο σε «Χειλουδάκη».
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε ώσπου τη συνάντησα στον κήπο του Χυτηρίου να παίζει μουσικές από ταινίες του Αλμοδόβαρ με φόντο τη φωτεινή επιγραφή της Alexander Sauna.
Δεν τη συνάντησα ποτέ στα «ακτιβιστικά» της Αθήνας, δεν ζήτησε ποτέ ψήφους για κάποιο σωματείο ούτε για κοινοβουλευτικές εκλογές, δεν έκανε καμία ομιλία ως «ακτιβίστρια» κι όμως στη συνείδηση μιας κουίρ και τρανς γενιάς που μεγάλωσε με την τηλεόραση αλλά και των παιδιών που βρίσκουν το αρχείο στο ίντερνετ η Τζένη υπήρξε η πιο επιδραστική περσόνα γιατί τα έδωσε όλα στον υπερθετικό βαθμό σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, χωρίς να ζητάει συγγνώμη και χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, τιμές και διθυράμβους.
Το όνομά της έγινε συνώνυμο της όμορφης τρανς γυναίκας στα καλιαρντά πηγαδάκια που το δηλητήριο τρέχει σαν γάργαρο ρυάκι. «Καλή είναι, μωρή, αλλά δεν είναι και η Χειλουδάκη. Το καλούπι έσπασε». Παράλληλα, και ίσως εν άγνοια της, υπήρξε η πιο επαναστατική τρανς παρουσία, ακριβώς γιατί δεν είχε ατζέντα πολιτικής και ακτιβισμού προς εξαργύρωση, απλώς ζούσε όπως ήθελε και το μοιράστηκε μέχρι τελευταία σταγόνα, προσωποποιώντας την τρανς ορατότητα.
Πρόσφατα τη συνάντησα ξανά στο Θεατράλε, πάλι οι μουσικές του Αλμοδόβαρ αλλά και η Cher, η Madonna, η Καιτούλα, και η Τζένη σταθερά στα decks, στον τοίχο προβολές από το αρχείο της, τα παιδικά χρόνια στη Σητεία, αποθέωση δίπλα στη Σοφία Λόρεν, αμέτρητες φωτογραφίες, χορός, φώτα, κόσμος. Με τις αγκαλιές ανοιχτές κοιταχτήκαμε κατάματα και είπαμε η μία στην άλλη αυτά που δεν είχαμε πει στο μέσεντζερ. Και για εκείνο το βράδυ ένιωσα πως μπήκα κι εγώ, έστω για λίγο και από τη χαραμάδα, στην «Κιβωτό της Τζένης», σαν το μικρό παιδί που κάποτε ανυπομονούσε να τη δει στην τηλεόραση, μαζί με τα αμέτρητα αγόρια και κορίτσια που τη λάτρεψαν, και τα αμέτρητα γατόσκυλα και τα ηλικιωμένα άτομα που φροντίζει τα τελευταία χρόνια στη Σητεία ως μάνα και όχι ως «Τζένη». Και θυμήθηκα το δώρο που είχε χαρίσει η Μαλβίνα στην Αλίκη, ένα τρίποδο γατί, τον Ριχάρδο. Μόνο οι αληθινά ερωτικοί άνθρωποι μπορούν να φροντίσουν ένα αδύναμο πλάσμα, από αυτά που η κοινωνία, η οικογένεια, η θρησκεία παραπετούν στο περιθώριο.
«Εγώ που δεν έχω τίποτα…» λέει με την αυταπάρνηση που διαθέτουν οι χορτασμένοι άνθρωποι της προσφοράς, της ανιδιοτέλειας και της αληθινής χαράς της ζωής. Της χαράς που μένει όταν περάσει η πείνα της δόξας, της καύλας και του χρήματος. Τη χαρά της φροντίδας.
«Δεν σας ζηλεύω καθόλου εσάς που μένετε στην Αθήνα, στη Σητεία μου κοιμάμαι και δεν με νοιάζει καν αν έχω κλειδώσει», μου λέει και σκέφτομαι πως ευτυχώς που σε αυτόν τον κόσμο που έχει χάσει την πίστη του στην τρυφερότητα υπάρχει μια πόρτα ανοιχτή για όλα τα αδύναμα πλάσματα στην Κιβωτό της Τζένης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.