Το 1978, όταν η Βαρβάρα Λαζαρίδου έπαιζε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, στις Τρωάδες του Θεάτρου Τέχνης, νιώθοντας το δέος της νεαρής ηθοποιού, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το θέατρο στο οποίο ονειρεύονται να παίξουν οι περισσότεροι ηθοποιοί θα γινόταν το «δεύτερο σπίτι» της.
Στις αρχές κάθε καλοκαιριού η υπεύθυνη εδώ και 22 χρόνια του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου φορτώνει το αυτοκίνητό της και μετακομίζει στον τόπο που έγινε η «υιοθετημένη» πατρίδα της. Και αυτό το καλοκαίρι θα κάνει τους περιπάτους της στο ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα γύρω από το θέατρο, μέσα στα λιόδεντρα και στη σκιά του βουνού, θα βρεθεί μέσα στο θέατρο ξημερώματα, στη δροσιά και στον καθαρό, διάφανο αέρα, θα νιώσει το θέατρο να αναπνέει στη σιωπή όταν θα έχει φύγει και ο τελευταίος θεατής, ακούγοντας τον γκιώνη.
Η δουλειά της ωστόσο δεν περιλαμβάνει μόνο αυτό το ποιητικό κομμάτι: είναι αυτή που κουρδίζει, συντονίζει και λύνει μικρά και μεγάλα προβλήματα στην προετοιμασία των παραστάσεων, που αγωνιά να κυλήσουν όλα με ασφάλεια μέχρι να φύγει και ο τελευταίος θεατής, ο τελευταίος συντελεστής, το τελευταίο φορτηγό με τα σκηνικά μιας παράστασης.
Η Επίδαυρος της έχει χαρίσει πολλές συγκινητικές στιγμές, μία από αυτές είναι όταν συναντά παλιούς ηθοποιούς που έρχονται να βλέπουν παραστάσεις. «Σκέφτομαι για μερικούς ότι, ενώ πέρασαν όλη τους τη ζωή στο θέατρο, δεν έφτασαν ποτέ εδώ, από τύχη, συγκυρίες, όχι γιατί δεν άξιζαν».
Φύλακας άγγελος του θεάτρου που γνωρίζει κάθε γωνιά του, υποδέχεται τους θιάσους, ανοίγει την αγκαλιά της στους ξένους που φτάνουν εκεί πρώτη φορά, στους πρωτάρηδες στο «κοίλον», στους αγχωμένους συντελεστές. «Το θέατρο σε θέλει νικητή», λέει όταν τη ρωτώ για τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από εκείνη την πρώτη της άφιξη στην Επίδαυρο. «Δεν μπορείς να είσαι λυπημένος και να πας να διεκδικήσεις δουλειά ή να την κάνεις καλά. Είσαι εκτεθειμένος, δεν μπορείς να κρυφτείς. Νιώθω πολλή ευγνωμοσύνη που όλες οι εμπειρίες της ζωής μου ενώθηκαν και έφτιαξαν αυτό που κάνω σήμερα».
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στο ΚΘΒΕ, έγινε ηθοποιός, όπως ονειρευόταν, και μόλις τέλειωσε προσελήφθη από το Θέατρο Τέχνης που έκανε ένα άνοιγμα σε ηθοποιούς που δεν είχαν φοιτήσει στη σχολή του, μαζί με τη Λυδία Κονιόρδου και τον Παντελή Παπαδόπουλο. Ήταν παθιασμένη με το θέατρο από τότε που, σπουδάστρια, κατέβαινε από την Παρασκευή μέχρι την Κυριακή στην Αθήνα για να βλέπει παραστάσεις και να παρακολουθεί τα πιο ενδιαφέροντα της θεατρικής κίνησης. Η ζωή την έφερε στην Αθήνα, αλλά στη συνέχεια επέστρεψε πολλές φορές στο ΚΘΒΕ για να συμμετάσχει σε παραστάσεις του.
Τότε γνώρισε τον Γιώργο Τσιπλάκο, τον σύζυγό της, και όταν εκείνος έγινε υπεύθυνος του θεάτρου της Επιδαύρου το 1987 περνούσαν εκεί τα καλοκαίρια τους. Ο γιος της, ο Κωνσταντίνος, μεγάλωσε μέσα στο θέατρο, θεωρεί την Επίδαυρο «χωριό» του.
«Για μένα η Επίδαυρος είναι πολλά· είναι τα καλοκαίρια μας, είναι ο ύπνος στο θέατρο κατά τη διάρκεια των προβών, είναι τα κόμικς που μου αγόραζε ο μπαμπάς και διάβαζα στον Λεωνίδα, είναι οι σφήκες που κολυμπάνε σε μπουκάλια γυρισμένα ανάποδα· είναι ακόμα ο ήχος και οι σιωπές, οι μυρωδιές, το φεγγάρι και τα τζιτζίκια, το Καπάκι με τον Φωτόπουλο, ο Αλκίνοος, η Συνοδινού, ο Ίθαν Χοκ και ο Βογιατζής και ο Τσιάνος και η Μήδεια στην οποία ποτέ δεν έπαιξα», γράφει ανάμεσα σε άλλα σε ένα τρυφερό σημείωμά του από το Λονδίνο, όπου ζει σήμερα.
Ο Γιώργος Τσιπλάκος έφυγε από τη ζωή πρόωρα, στα 61 του χρόνια το 2002, και η Βαρβάρα τόλμησε να διεκδικήσει τη θέση του. Την εμπιστεύτηκαν, την ενθάρρυναν κι έτσι ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια, μια ευτυχής στιγμή και για εκείνη και για τον θεσμό που απέκτησε έναν άνθρωπο με ψυχραιμία, γνώση και καλοσύνη, που γνωρίζει κάθε γωνιά του θεάτρου, κάθε μυστικό και κάθε ιστορία πίσω από αυτές που εκτυλίσσονται επί σκηνής, που περπατά όλη μέρα μέσα στο θέατρο για εκτόνωση, όπως μου λέει, αλλά και για να τσεκάρει κάθε λεπτομέρεια, έχοντας στην τσέπη της μια καρτέλα παυσίπονα για τον ηθοποιό που υποφέρει από πονοκεφάλους την ώρα της πρόβας ή της παράστασης.
Κάθε καλοκαίρι μοιάζει να είναι η πρώτη της φορά, άλλες λαχτάρες και αγωνίες και ικανοποιήσεις, χαμόγελα και δάκρυα έρχονται στο κατώφλι της. «Προβλήματα είναι αυτά, που δεν φαίνονται. Κάθε χρονιά και κάθε εβδομάδα εδώ είναι σαν να ξεκινάς από την αρχή, δεν υπάρχει συνήθεια ούτε αυτόματος πιλότος. Η δική μου δουλειά είναι όχι μόνο να αντιμετωπίζω αλλά και να προλαβαίνω τα μικρά πράγματα να μη συμβούν ή να μη γίνουν μεγάλα».
Έναν μήνα μετά τις παραστάσεις ξεκινά το έργο της προστασίας του θεάτρου, η φροντίδα ώστε να είναι ασφαλής ο τόπος όταν φτάνουν οι θεατές, με μια ποιότητα που ξεκινά από πολύ πρακτικά πράγματα ώστε να μη νιώσουν ότι έκαναν όλον αυτόν τον κόπο να φτάσουν μέχρι εκεί άδικα. «Θυμάμαι, όταν ξεκίνησα, η πρώτη μου δουλειά ήταν να βάλω σε λειτουργία τον βιολογικό καθαρισμό, που ήταν σε αχρηστία. Και άρχισα να καθαρίζω τον γύρω χώρο – νοικοκυρίστικα πράγματα, πρακτικά: έπρεπε να προσληφθεί προσωπικό, να λυθούν διάφορα θέματα, να έχεις νερό, να οργανωθεί η καθαριότητα, όλα τα διαδικαστικά».
Πολλά έχουν αλλάξει στην Επίδαυρο τα χρόνια που μεσολάβησαν. «Άλλαξαν προς το καλύτερο. Παλιά το θέατρο το τιγκάραμε, δεν μπορούσε να περάσει άνθρωπος ούτε από τα σκαλιά, πηδούσαν τα κάγκελα για να μπουν, γινόταν φοβερή φασαρία απέξω, δεν είχαμε καν σεκιούριτι. Τώρα υπάρχει ηλεκτρονικό εισιτήριο, το πάρκινγκ λειτουργεί καλύτερα. Φυσικά, πάντα υπάρχει ένας τζόρας που κάνει φασαρία, πάντα υπάρχουν εκνευρισμένοι θεατές και πρέπει να τους αναλάβει κάποιος ψύχραιμος, αλλά ο μεγάλος μου φόβος είναι μη συμβεί ατύχημα. Ξεκουράζομαι και ησυχάζω όταν φεύγουν οι θεατές και πάνε σπίτια τους. Πραγματικά με ενδιαφέρει πολύ λιγότερο η παράσταση, το αν θα έχει επιτυχία, από την ασφάλεια του κόσμου».
Όταν φθάνουν στην Επίδαυρο οι ηθοποιοί για πρώτη φορά στέκεται και τους παρατηρεί να κάθονται όλοι μαζί στην κερκίδα Μ, την πρώτη όπως μπαίνουμε δεξιά. «Συνήθως κάθονται όλοι μαζί για μια πρώτη αναγνώριση του χώρου. Και σιγά σιγά κάποιος ξεκόβει και αρχίζει να περπατάει το θέατρο, να ανεβοκατεβαίνει τις κερκίδες. Φαίνονται πάρα πολύ οι χαρακτήρες των ανθρώπων στο θέατρο, τους ξεγυμνώνει ο ίδιος ο χώρος. Δεν μπορείς να μαντέψεις αν μια παράσταση θα έχει επιτυχία, αλλά βλέπεις αν είναι όλα κουρδισμένα από τη σχέση που έχουν ο σκηνοθέτης και η παραγωγή με τον θίασο.
Έχω δει παιδιά να φτάνουν εδώ απλήρωτα για να παίξουν και να κάθονται σαν μαραμένα και να μη μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτά. Αλλά αυτή η δεύτερη παράσταση, η αόρατη στο κοινό, το backstage, ό,τι συμβαίνει πίσω από το σκηνικό την ώρα της παράστασης με συνεπαίρνει κάθε φορά. Γίνεται ερήμην των θεατών και σε πλήρη σιωπή, σαν χορογραφία».
Η πιο μεταφυσική σχεδόν στιγμή μέσα στο θέατρο είναι αυτή, όταν ο χρόνος από το μηδέν φτάνει στο ένα, όταν, σαν αφέτης, μέσα στη σιωπή της στιγμής, το άκουσμα του γκιώνη και το απόλυτο σκοτάδι, σηκώνει το χέρι ψηλά και λέει «πάμε», για να ξεκινήσουν όλα και να μπούμε στον μύθο και στην ιστορία.
«Αυτή είναι η δική μου στιγμή, πριν βγουν οι ηθοποιοί στη σκηνή, όταν κάνω το σήμα για να ξεκινήσει η παράσταση, όταν σηκώνω το χέρι ψηλά και κάνω τον σταυρό μου, η στιγμή που βλέπω γύρω μου κι άλλα χέρια να σηκώνονται και να κάνουν τον σταυρό τους, κι αυτό έχει να κάνει όχι με την πίστη αλλά και με το “συν θεώ” που έχει ο καθένας μέσα του. Μετά, όλα παίρνουν τον δρόμο τους».
Οι αναμνήσεις της είναι χιλιάδες, αν τη ρωτήσει κάποιος τι θυμάται περισσότερο θα μιλήσει όχι για παραστάσεις αλλά για σκηνές, εικόνες ανώτερες της περιγραφής, σώματα που συγκρούονται και φωνές που δονούνται και σε κάνουν να ανατριχιάζεις, την ορχήστρα καθαρή από περιττά, την εξωπραγματική ταχύτητα με την οποία έκανε αλλαγές ο Κέβιν Σπέισι, τους χορευτές του θιάσου της Πίνα Μπάους που έκαναν πρόβες σαν να μην πατούν στη γη, ηθοποιούς να μεταμορφώνονται, να ψηλώνουν, να παίρνουν άλλο σχήμα, να αποκτούν βάρος και όγκο. Τις καταιγίδες και τις ξαφνικές μπόρες που κάνουν το θέατρο αγνώριστο.
«Η πιο έντονη εμπειρία ήταν στις Ευτυχισμένες Μέρες με τη Φιόνα Σο, στην πρώτη της παράσταση, με τον ουρανό να έχει κοκκινίσει από τις τραγικές πυρκαγιές του 2007. Ακόμα έχω στα ρουθούνια μου αυτή τη μυρωδιά και ακόμα και σήμερα σκέφτομαι αυτό τον εφιάλτη, παρακαλώντας να μην τον ξαναζήσουμε. Κάτι άλλο που παρατηρώ είναι πώς αντιλαμβάνονται τον χώρο οι ξένοι ηθοποιοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Κανένα σταριλίκι δεν κάνουν, ούτε τις υπερβολές τις δικές μας. Το απολαμβάνουν πραγματικά. Και, φυσικά, οι ξένοι έρχονται πολύ καλά προετοιμασμένοι σε επίπεδο παραγωγής και με σοβαρή μελέτη ήχου, αυτό το ζηλεύω. Εμείς πολλές φορές μιλάμε για ιερότητα και ναό της τέχνης και έχουμε στο μυαλό μας το μπάνιο. Και ελάχιστοι είναι οι ηθοποιοί που έρχονται και δοκιμάζουν μόνοι τους, εκτός πρόβας».
Η Επίδαυρος της έχει χαρίσει πολλές συγκινητικές στιγμές, μία από αυτές είναι όταν συναντά παλιούς ηθοποιούς που έρχονται να βλέπουν παραστάσεις. «Σκέφτομαι για μερικούς ότι, ενώ πέρασαν όλη τους τη ζωή στο θέατρο, δεν έφτασαν ποτέ εδώ, από τύχη, συγκυρίες, όχι γιατί δεν άξιζαν».
Αυτό που τη θυμώνει απίστευτα είναι η κακή και αγενής συμπεριφορά, το κράξιμο, οι φωνές. «Αυτά δείχνουν έλλειψη πολιτισμού και έλλειψη σεβασμού προς τον διπλανό σου που μπορεί να του αρέσει η παράσταση. Οι παραστάσεις, όπως και να είναι, δεν έχουν ανάγκη από απρέπειες αλλά από ευγένεια, είτε σου αρέσουν είτε όχι. Όμως πραγματικά, αυτό που με εξοργίζει είναι οι ανάγωγοι προς τους ταξιθέτες θεατές, όταν εκείνοι προσπαθούν να τηρήσουν μια τάξη, τους παρακαλούν να κλείσουν τα κινητά, να μην ενοχλούν. Χαμένος κόπος, κάποιοι δεν το αφήνουν από το χέρι τους.
Πρέπει να το ξεκαθαρίσω αυτό: τα παιδιά αυτά κάνουν εκπαίδευση, δουλεύουν 14 μεροκάματα όλο το καλοκαίρι, έρχονται στις πεντέμισι το απόγευμα, με καύσωνα, να στρώσουν πέντε χιλιάδες μαξιλαράκια για να σας υποδεχθούν και να βρείτε τις θέσεις σας. Καταλαβαίνω ότι ο κόσμος, ειδικά την Παρασκευή που έρχεται μετά τη δουλειά, δεν έχει πάρει ανάσα. Θα τους πρότεινα να δώσουν λίγο χρόνο στον εαυτό τους, να φτάσουν εγκαίρως, να σιωπήσουν για λίγο, να αναπνεύσουν για να μπορέσουν να ζήσουν την εμπειρία, ειδικά αν έρχονται για πρώτη φορά. Να αποκτήσουν τη δική τους σχέση με το θέατρο γιατί άσχετα με την παράσταση, αυτό είναι το κέρδος τους, να νιώσουν τη μαγεία».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.