«ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε σε έναν τόπο μακρινό ένα κοριτσάκι. Η μητέρα του είχε πεθάνει και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και πήρε μια γυναίκα που είχε δυο κόρες. Ούτε η γυναίκα μα ούτε και οι κόρες της αγαπούσαν το μικρό κοριτσάκι γιατί ήσαν κακές και η μικρούλα πιο όμορφη από αυτές».
Ψάχνοντας παραμύθια στο Spotify για τον τετράχρονο γιο μου, συνειδητοποίησα πως κάποιος έχει πάρει παλιές ηχογραφήσεις από το Τρίτο Πρόγραμμα (ίσως και από το «Θέατρο της Δευτέρας», δεν είμαι σίγουρη) και τις έχει λανσάρει με ποπ σκιτσάκια, από φρούτα ως παιδικά παραμύθια. Η συγκεκριμένη αφήγηση της «Σταχτοπούτας» μού θύμισε ελληνική ταινία του ’60 με τον Νίκο Ξανθόπουλο.
Σε αυτή την αναζήτηση ανακάλυψα το χάος: ηχογραφήσεις του ’60 με την Ξένια Καλογεροπούλου και τον Σταύρο Ξενίδη, ηχογραφήσεις από ανθρώπους που αφηγούνται σαν να διαβάζουν εφημερεύοντα φαρμακεία και πολλά κλασικά παραμύθια. Είχα ξεχάσει πόσο σκληρά είναι.
Σταχυολογώ μερικούς τίτλους παραμυθιών από το οπισθόφυλλο: «Ο τάφος του ζωντανού», «Η κόρη του Σατανά», «Ο θάνατος του γίγαντα», «Το παλάτι του λεπρού», «Η σκλάβα της αράχνης», «Το παιδί της αρκούδας». Δεν ξέρω πώς βρέθηκαν ηχογραφημένα σε κασέτες στην κουζίνα μας στου Παπάγου στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Οι ήρωες –νέοι ή παιδιά– είναι συνήθως ορφανοί από μητέρα ή έχουν κάποια κακιά μητριά (ο γιος μου νόμιζε ότι οι μητριές είναι ζώα του δάσους σαν τα λιοντάρια) και τρέχουν πάντα να ξεφύγουν από κάτι. Η μικρή γοργόνα κόβει τα πόδια της και πονάει φριχτά για να βρει αυτόν που αγαπάει, αλλά αυτός παντρεύεται μιαν άλλη, η Χιονάτη πεθαίνει για λίγο, αλλά τη θάβουν σε ένα γυάλινο φέρετρο και την ανασταίνει το φιλί ενός πρίγκιπα, τον Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια του τους εγκαταλείπουν στο δάσος γιατί οι γονείς τους δεν έχουν λεφτά να τους ταΐσουν, ο Χάνσελ και η Γκρέτελ γλιτώνουν στο τσακ από μια κακιά μάγισσα που θέλει να τους φάει.
Στη μητέρα μου δεν άρεσε να μας διαβάζει παραμύθια – τα ακούγαμε από ένα μεγάλο μαύρο κασετόφωνο Philips στην κουζίνα. Εγώ καθόμουν σε ένα καφέ σκαμνάκι από δερματίνη κι ο αδερφός μου σε μια καρέκλα. H κασέτα ξεκινούσε με μια υποβλητική μουσική που έφτανε σε κρεσέντο με ένα πιατίνι. Μετά έπεφτε σιωπή και μια βαθιά αντρική φωνή ανήγγελλε: «Τα παραμύθια του Νίκου Ρούτσου». Ο Ρούτσος ήταν εκδότης θρυλικών κόμικς του ’60 και του ’70, όπως ο «Ταρζάν Γκαούρ» και η «Ζούγκλα», και είχε σίγουρα εκδώσει και παιδικά παραμύθια, γιατί τα βρήκα να πωλούνται online ως συλλεκτικά.
Η έκδοση είναι του 1952. Κάποιος έχει σχολιάσει από κάτω: «Μου κάνουν εντύπωση οι σκηνές με τα διαβόλια, τα καζάνια και τους σκελετούς...! Απευθύνονται σε μικρά παιδιά...?». Σταχυολογώ μερικούς τίτλους παραμυθιών από το οπισθόφυλλο: «Ο τάφος του ζωντανού», «Η κόρη του Σατανά», «Ο θάνατος του γίγαντα», «Το παλάτι του λεπρού», «Η σκλάβα της αράχνης», «Το παιδί της αρκούδας». Δεν ξέρω πώς βρέθηκαν ηχογραφημένα σε κασέτες στην κουζίνα μας στου Παπάγου στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Με τον αδελφό μου συχνά ρωτάμε τη μητέρα μας αν είχε ακούσει ποτέ την κασέτα που μας έβαζε να ακούμε κάθε βράδυ. Τα παραμύθια θύμιζαν παιδικό σπλάτερ· οι ήρωες μιλούσαν με στόμφο σαν να απαγγέλλουν «Μάκβεθ» ή «Ιούλιο Καίσαρα». Τα αγαπημένα μας ήταν τα «Χωνάκια του αυτοκράτορα» και η «Καρδιά της μάνας». Στα «Χωνάκια του αυτοκράτορα» ένας βασιλιάς που έχει συνηθίσει να εισπράττει τον θαυμασμό και την κολακεία των γύρω του αποκτά ξαφνικά ένα ζευγάρι μαγικά χωνάκια που του επιτρέπουν να ακούει τι σκέφτονται πραγματικά οι γύρω του για τον ίδιο.
(«Παλιόγερε, πότε θα πεθάνεις να πάρω τη θέση σου;») Το μεγαλύτερο σπλάτερ όλων, όμως, ήταν η «Καρδιά της μάνας». Νομίζω πως είναι μύθος της λαϊκής παράδοσης. Ένας νέος ερωτεύεται μια κοπέλα που του ζητάει ως απόδειξη της αγάπης του να της φέρει την καρδιά της μάνας του. Πράγματι, ο νέος υπακούει, αλλά την ώρα που τρέχει με την καρδιά της μάνας στα χέρια σε ένα γιοφύρι, σκοντάφτει. «Χτύπησες, αγόρι μου;» του λέει η καρδιά με σπαραξικάρδια φωνή. Mια όμορφη, διδακτική ιστορία για όλη την οικογένεια.