Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να είναι πιο ισχυρός. Το αίμα στο αυτί, στα μάγουλα, στα χείλη. Οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών, κομμάτια ενός σώματος που είναι το σώμα του έθνους, μα, την ίδια στιγμή, είναι και το δικό του σώμα. Η σύγχυση κι η ταραχή πάνω στα πρόσωπά τους. Η απόλυτη επιμονή και δύναμη στο δικό του. Η γυναίκα-πράκτορας που σκύβει για να τον προστατέψει. Η υψωμένη γροθιά, ιστορικός χαιρετισμός των αριστερών αγωνιστών. Μια γέννηση μες στη φωτιά, μια τελετουργία του αίματος, η νεκρανάσταση του έθνους. Από πάνω, η αστερόεσσα λάμπει και κυματίζει. Μπίνγκο.
Σε κάποιες κάπως αλλόκοτες σελίδες, οι Ντελέζ και Γκαταρί γράφουν ότι το Κράτος έχει εμμονή με τον ακρωτηριασμό, παράγει και χρειάζεται ακρωτηριασμένους ανθρώπους, μονόχειρες και μονόφθαλμους, τραυματισμένους μετά από κάποια σύγκρουση ή κάποια συμφωνία. Ο μονόφθαλμος Όντιν και ο μονόχειρας Τιρ, ο Οράτιος Κόκλης που χάνει το μάτι του πολεμώντας τους Ετρούσκους και ο Γάιος Μούκιος Σκαιόλας που θυσιάζει το χέρι του για να συνάψει ειρήνη¹.
Οι Dean και Massumi εξηγούν αυτή την εμμονή του Κράτους μέσα από την αντίθεση μεταξύ της πραγματικής ύπαρξης του Ηγέτη και της φαντασιακής υπόστασης των αξιών που πρεσβεύει. Το σώμα του Ηγέτη είναι εξ ορισμού περατό. Το σώμα του Έθνους είναι άπειρο. Το σώμα του Ηγέτη φθείρεται. Το πνεύμα της Εξουσίας είναι αιώνιο. Παρ’ όλα αυτά, ο συμβολισμός του Κράτους απαιτεί από τον Ηγέτη να συμπεριλάβει όλο το Μεγαλείο, το Ύψος και την Υπέρβαση των αξιών που εκπροσωπεί. Το σώμα του Ηγέτη –ένα σώμα ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο– είναι καταδικασμένο να αποτύχει. «Υπάρχει πάντα ένα πλεόνασμα που δεν μπορεί να συμπεριληφθεί μες στην ουσία της ενοποίησης». Συνεπώς, το σώμα του Ηγέτη συνδέεται άρρηκτα με την έλλειψη, μια έλλειψη η οποία, στη μισαναπηρική εικονοποιία του Κράτους, εκφράζεται μέσα απ’ τον ακρωτηριασμό².
Χωρίς φωνή, αλλά μιλώντας, ο Μπους συνήθιζε να λέει διάφορες ασυναρτησίες, προτάσεις που ξεκίναγαν απ’ το τίποτα και πήγαιναν στο πουθενά. Για παράδειγμα: «Και το βλέμμα στο πρόσωπό του, στο πρόσωπο αυτού του άντρα που ήταν στη φυλακή και πέθαινε ή ζούσε –δεν έχει σημασία– για την ελευθερία, ξεχώριζε, ελπίζοντας ενάντια στην ελπίδα, για την ελευθερία».
Παράλληλα, οι Dean και Massumi ανιχνεύουν μια ιστορική εξέλιξη, μια μετάβαση από τον Ρίγκαν στον πρώτο Μπους. Ο Ρίγκαν, εξηγούν, έφερε το ηγετικό σώμα ξανά στην πολιτική, σάρκα και οστά που έγιναν πιο σημαντικά απ’ ό,τι πριν (με όλες τις εμμονές περί υγείας, κανονικότητας και τάξης που συνεπάγεται αυτό). Την ίδια, όμως, στιγμή, επειδή ήταν δέσμιος της ανέφικτης κρατικής εκπροσώπησης, έχανε το σώμα του διαρκώς.
Η αυτοβιογραφία του ονομάζεται Πού είναι το υπόλοιπό μου;, μια αναφορά στον χαρακτήρα που έπαιζε στην ταινία Έγκλημα χωρίς τιμωρία, ο οποίος ξυπνάει και ανακαλύπτει ότι τα πόδια του έχουν ακρωτηριαστεί. Τα επόμενα χρόνια, η TV μάς πληροφορεί ότι ο Ρίγκαν σπάει το πόδι του, πέφτει από άλογο, κάνει χειρουργείο στο χέρι και στον εγκέφαλο και χάνει την ακοή του. Το 1981, ο John Hinckley Jr. τον πυροβολεί στο στήθος. Ο Πρόεδρος επιβιώνει. Υπόσχεται πως η οικονομία των ΗΠΑ θα ανακάμψει, όπως ανέκαμψε κι αυτός. Τα ποσοστά δημοτικότητας εκτοξεύονται. Το σώμα του Ηγέτη είναι εδώ, τραυματισμένο κι ισχυρό³.
Σε αντίθεση με τον Ρίγκαν, η προεδρία του Μπους σηματοδοτεί την απόσυρση του ηγετικού σώματος απ’ την πολιτική σκηνή. Άχρωμος, άοσμος, άφαντος συχνά, ο Μπους εξαφανίστηκε ως σώμα κι έγινε ένα με την κρατική μηχανή. Αυτό που οι Dean και Massumi αποκαλούν «το Μπους-πράγμα» δεν ήταν ένας στιβαρός και υπερβατικός Ηγέτης αλλά ένας εγγυητής της λειτουργικότητας, ένας ρυθμιστής των ροών, κάτι σαν τροχονόμος. Χωρίς φωνή, αλλά μιλώντας, συνήθιζε να λέει διάφορες ασυναρτησίες, προτάσεις που ξεκίναγαν απ’ το τίποτα και πήγαιναν στο πουθενά. Για παράδειγμα: «Και το βλέμμα στο πρόσωπό του, στο πρόσωπο αυτού του άντρα που ήταν στη φυλακή και πέθαινε ή ζούσε –δεν έχει σημασία– για την ελευθερία, ξεχώριζε, ελπίζοντας ενάντια στην ελπίδα, για την ελευθερία»⁴.
Η ομοιότητα με τον Μπάιντεν είναι προφανής. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, ο Μπάιντεν φαίνεται αδύναμος και γερασμένος, ανίκανος, σε παρακμή, όμοιος με το παρηκμασμένο σώμα των ΗΠΑ. Όμως αυτή θα ήταν μια επιφανειακή ανάγνωση που παίρνει την κρατική αναπαράσταση πιο σοβαρά απ’ ό,τι της αξίζει. Στην πραγματικότητα, ο Μπάιντεν δεν είναι τόσο το άρρωστο σώμα του Έθνους αλλά ένα σώμα ανύπαρκτο, ένα μη-σώμα, το Αγνό Πνεύμα που ονειρεύονταν κάποιοι ρομαντικοί και ένα φάντασμα το οποίο έχει υποχωρήσει στα έγκατα της Μηχανής. Τεχνική - λειτουργικότητα - αρμονία: η μηχανή αποκτά συνοχή και παράγει μέσα απ’ τον ρυθμιστή των ροών τον Μπάιντεν-στοιχειό (ή, ίσως ακριβέστερα, τον Μπάιντεν-ηλεκτρισμό).
Ο Τραμπ μπορεί να υπόσχεται ότι θα σώσει το έθνος από το αδύναμο σώμα του Μπάιντεν, ότι θ’ αντικαταστήσει την ανικανότητά του με τη δική του ενεργητικότητα, τη δική του ζωντάνια. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό είναι μόνο η επιφάνεια. Ό,τι κι αν συμβεί, το σώμα του Ηγέτη θα είναι αδύναμο, φθαρτό και περατό. Το πραγματικό διακύβευμα είναι διαφορετικό: η ύπαρξη ή ανυπαρξία του σώματος του Ηγέτη, η ίδια η επιβίωση του εθνικού κορμού μέσα από (ή παράλληλα με) τις λειτουργίες της μηχανής.
Ο Τραμπ μας λέει: «Δείτε με, είμαι εδώ, κοιτάξτε το σώμα μου, την πατρίδα στο στόμα μου, τον ανδρισμό στα χέρια μου, τα οποία μπορεί να ’ναι μικρά, μα φτάνουν όπου θέλουν. Κι αν κάπου τραυματίζομαι, σηκώνω το κεφάλι. Πρέπει να χύσεις το αίμα σου για να ενώσεις το έθνος».
Το αυτί είναι ιδανική περίπτωση. Ξυστά, επιφανειακά. Δεν χρειάστηκαν ράμματα. Η πληγή επουλώνεται. Μετά από λίγο καιρό, θα ’ναι σαν να μην έγινε. Ο Τραμπ ομολογεί: «Με έσωσε μόνο ο Θεός. Μου έδωσε ένα μήνυμα κι εγώ το μεταφέρω». Πετάει τον λόγο που είχε ετοιμάσει για το Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων. Πλέον, δεν θέλει να σπείρει τη διχόνοια. Θέλει να θεραπεύσει.
Στο συνέδριο, τέσσερις μέρες πριν απ’ την παραίτηση του Μπάιντεν, οι ψηφοφόροι εμφανίζονται με γάζες στα αυτιά. Βρισκόμαστε μίλια μακριά απ’ τις κοιλάδες του Βαν Γκογκ. Ο Τραμπ τους εξηγεί ότι το αυτί του είναι μακρύ για να ακούει καλύτερα. Η φωνή του είναι περήφανη και σταθερή. Την έχουν ακούσει.
[1] G. Deleuze & F. Guattari, «A thousand plateaus», 1987 [1980], 424-426.
[2] K. Dean & B. Massumi, «First and Last Emperors: The absolute state and the body of the despot», 1992, 87-95.
[3] Ό.π., 95-101.
[4] Ό.π., 112-123.