Ως σύζυγος του Τζον Κασαβέτης, και μητέρα των Νικ, Ζαν και Ζόι, η εκτυφλωτικά όμορφη Τζίνα (προφέρεται Τζένα) Ρόουλαντς παντρεύτηκε και ανέθρεψε σκηνοθέτες/σεναριογράφους και από τη συνεργασία μαζί τους, την καθοδήγηση άλλων δημιουργών, όπως ο Σίντνεϊ Λιούμετ και ο Γούντι Άλεν και κυρίως μέσα από την εργατικότητα και το ταλέντο της αναδείχθηκε στην κατ’ εξοχήν εύθραυστη λέαινα του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, με τραχιά ακρίβεια και αξιοθαύμαστη αφοσίωση.
Το ξεκίνημα της καλλονής από το Γουισκόνσιν, κόρης ευκατάστατου τραπεζίτη και νομοθέτη και μιας παρ’ ολίγον χορεύτριας στον φαντεζί θίασο του Ζίγκφελντ συνέπεσε με τις απαρχές των ζωντανών τηλεοπτικών προγραμμάτων, ώσπου την διέκρινε ο Τζόσουα Λόγκαν για το ρόλο της νεαρής που συνδέεται με τον γηραιότερο Έντουαρντ Ρόμπινσον στο επιτυχημένο θεατρικό Middle of the Night του Πάντι Τσαγιέφσκι.
Μετά από 18 μήνες συνεχόμενων παραστάσεων, υπέγραψε με την MGM για μια σειρά από δράματα και γουέστερν, από τα οποία ξεχωρίζει το Lonely are the Brave του Ντάλτον Τράμπο, αλλά στο μεταξύ είχε συναντηθεί με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό της Τζον Κασαβέτης στην Ακαδημία Δραματικών Τεχνών, την ημέρα που περνούσε από την πρώτη και κρίσιμη οντισιόν.
Έχοντας σπουδάσει κάθε λεπτομέρεια των χαρακτήρων της, έδινε μηδενικό χώρο σε αυτοσχεδιασμό και είχε προνοήσει για την παραμικρή συναισθηματική απόχρωση που χρειαζόταν, σε βαθμό αυτοματισμού.
Τρεις μήνες αργότερα παντρεύτηκαν, το 1954 και έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του, το 1989. Δεν συνεργάστηκαν απλώς στις 10 ταινίες που σκηνοθέτησε εκείνος, αλλά τις έφτιαξαν μαζί, δημιουργώντας ένα πρωτοποριακό και αξιοζήλευτο ύφος χειροποίητου σινεμά χαρακτήρων, που επηρέασε σημαντικά γενιές κινηματογραφιστών σε όλον τον κόσμο. Άλλαξαν το σινεμά, με τον τρόπο τους, την κάμερα που ανέκρινε τις ψυχές και συμπονούσε τις αδυναμίες, διασκέδαζε με τα λάθη και έψαχνε συνεχώς τις λεπτομέρειες, Έδειχναν να νοιάζονταν βαθιά, για τους ηθοποιούς, τους ανθρώπους, τον κινηματογράφο και τη φύση του, και ιδιαίτερα τις γυναίκες, όπως είχε τονίσει η Ρόουλαντς.
Η πιο λυτρωτική συμβουλή που δέχθηκε από τον Κασαβέτης ήταν όταν εκείνος γύρισε και της απάντησε, αφού του ζήτησε κάποιες διευκρινίσεις πριν το γύρισμα κάποιας από τις ταινίες τους, «απλά κάν' το», θεωρώντας πως εφόσον είχε γράψει το σενάριο αποκλειστικά γι’ αυτήν, το διάβασε πρώτη, της άρεσε, το μελέτησε και προετοιμάστηκε, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να συζητήσουν περαιτέρω!
Το σπίτι τους μεταμορφωνόταν σε στούντιο, οι φίλοι τους, το συνεργείο και παλιοπαρέα του Μπεν Γκαζάρα, του Σίμουρ Κασέλ και των υπολοίπων έτρωγαν, έπιναν, πρόβαραν, έπαιζαν και γενικώς ξημεροβραδιάζονταν συνεχώς εκεί, και το δωμάτιο του γιου τους ήταν γεμάτο καλώδια και μονταζιέρες - κάτι που όχι μόνο δεν του φαινόταν περίεργο, αλλά θεωρούσε τρομερά cool.
Η προσωπική προετοιμασία της για κάθε ρόλο διαρκούσε τρεις μήνες, και κατά τη διάρκεια της μελέτης, κλεινόταν στον εαυτό της και επικοινωνούσε τυπικά με την οικογένειά της. Έχοντας σπουδάσει κάθε λεπτομέρεια των χαρακτήρων της, έδινε μηδενικό χώρο σε αυτοσχεδιασμό και είχε προνοήσει για την παραμικρή συναισθηματική απόχρωση που χρειαζόταν, σε βαθμό αυτοματισμού.
Οι ερμηνείες της σε τρεις ταινίες του Κασαβέτης παραμένουν από τις συγκλονιστικότερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Στο Μια Γυναίκα Εξομολογείται υποδύεται την Μέιμπελ Λονγκέτι, μια νοικοκυρά στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η σκηνή στο αχανές, παραλληλόγραμμο τραπέζι, απέναντι από τον ανήσυχο Πίτερ Φολκ, ακόμη και σήμερα προκαλεί αμήχανη συγκίνηση, με τον τρόπο που η Ρόουλαντς σταδιακά δραπετεύει από τη ζωή της, απουσιάζει την ίδια στιγμή που κοιτάζει τον άνδρα της με μάτια ορθάνοιχτα και έντρομα, και τον καθησυχάζει πως μπορεί να γίνει τα πάντα.
H σκηνή στο τραπέζι με τον Πίτερ Φολκ στην ταινία «Μια Γυναίκα Εξομολογείται»
Η ηθοποιός Μιρτλ Γκόρντον χάνει την πυξίδα της στη Νύχτα Πρεμιέρας του 1977 μετά από ένα ατύχημα που συμβαίνει μπροστά της, παραμονή της μεγάλης της επιστροφής στο Broadway, και συναντιέται με την Δεύτερη Γυναίκα που καλείται να ενσαρκώσει στη σκηνή, μετά βίας ξεδιαλέγοντας το δέος από την φρίκη που την καταλαμβάνει.
Τρία χρόνια αργότερα, η αποφασιστική Γκλόρια Σουένσον, που γνωρίζει από υπόκοσμο γιατί κάποτε ήταν το κορίτσι του γκάνγκστερ, τα βάζει με τη Μαφία για να προστατεύσει, αρχικά απρόθυμα αλλά οριστικά και αμετάκλητα στη συνέχεια, τον νεαρό γείτονα Φιλ από βέβαιο θάνατο. Κι ενώ η Ρόουλαντς είχει πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Κερκ Ντάγκλας και τον Φρανκ Σινάτρα (Tony Rome) και εμφανισθεί σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες όπως το Peyton Place, το Κορίτσι της Uncle, και η Ώρα του Άλφρεντ Χίτσκοκ, γύρισε το διακόπτη του mainstream με αυτό το μικρό και δυναμικό noir, που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και απαθανάτισε μοναδικά το στιλ της Τζίνα/Gloria, τα ξανθά μαλλιά που τραβάει συνεχώς προς τα πίσω με τα χέρια της, το τσιγάρο που ρουφά με αγωνία και λαχτάρα, τα μελένια μάτια και τα σφιχτά χείλη, στον δεξιοτεχνικικό συνδυασμό χαδιού με μαστίγιο, όπως το πρότυπό της, η Μαρλέν Ντίτριχ - με την άλλη αγαπημένη της ηθοποιό, την Μπετ Ντέιβις είχε την ευκαιρία να παίξει την κόρη της στην τηλεταινία Strangers.
Μετά τον Κασαβέτης, κόσμησε πολλές, κυρίως δραματικές ταινίες με την παρουσία της και κέντρισε μια διαγενεακή χορδή αγάπης και συμπόνοιας παίζοντας την Άλι στην ταινία «Το Ημερολόγιο, μια γυναίκα με άνοια που ο σύζυγός της της αφηγείται τη ζωή και τον έρωτά τους - ήταν μια ειρωνικά θλιβερή στιγμή όταν ανακοινώθηκε πως έπασχε από Αλτσχάιμερ το 2019, την ασθένεια στην οποία τελικά θα υπέκυπτε.
Για τα πέντα λεπτά της αναλαμπής της, ο σκηνοθέτης και γιος της Νίκολας Κασαβέτης είχε ανάγκη από ένα εκδηλωτικό κοντινό συναισθηματικής έντασης και κόμπιασε πριν της ζητήσει να το κινηματογραφήσουν, μετά το πέρας των γυρισμάτων: «Αγόρι μου, μπορώ να κάνω τα πάντα», του απάντησε, θυμίζοντας ελάχιστα την επώδυνη ανασφάλεια της Μέιμπελ, αφού πρώτα τον παίδεψε, με το ψαρωτικό της χιούμορ. Όπως λέει ο Νικ, ήταν σκληρή, απαλή, θερμή, ψυχρή, υπέροχη, τα πάντα, η Τζίνα.
Έπρεπε να είχε κερδίσει το Όσκαρ πρώτου ρόλου και στις δυο υποψηφιότητές της για το Μια Γυναίκα Εξομολογείται και την Γκλόρια, αλλά έχασε από την Έλεν Μπέρστιν και την Σίσι Σπέισεκ αντίστοιχα. Τελικά η Ακαδημία άργησε αλλά το 2015 την αντάμειψε με ένα βραβείο για την καριέρα της στο σινεμά που, όπως είχε εξομολογηθεί η Μίνι στον Μόσκοβιτς (στο ομώνυμο φιλμ του 1971), ήταν μια συνωμοσία που σε καθορίζει από την παιδική σου ηλικία, και που η κυρία Ρόουλαντς διαπέρασε με ανάταση και σθένος.