Εξολόθρευσε τόσα τέρατα, σήκωσε στους ώμους του τον ουρανό, ταπεινώθηκε μες στις κοπριές, έκλεψε σπάνια βόδια, εξημέρωσε ανθρωποφάγα άλογα, αποδεκάτισε υπερμεγέθη λιοντάρια, ξεκλήρισε αγριόχοιρους, τρικέφαλους γίγαντες, ανυπότακτες Αμαζόνες, αρπακτικά πουλιά, πολυκέφαλα φίδια, και τώρα, τώρα που εκπλήρωσε την ύστατη υποχρέωσή του στον Ευρυσθέα, τώρα που θα μπορούσε να αφήσει τους δαίμονες πίσω του, τώρα που θα μπορούσε να ζήσει ανέμελος και δοξασμένος, να γευτεί την οικογενειακή θαλπωρή που τόσο στερήθηκε, τώρα ακριβώς πρέπει να τα χάσει όλα. Γυρίζοντας από τον Άδη, εκεί πρέπει να κατέλθει ξανά: στον Άδη εντός του.
Αυτός που πολεμούσε τα πιο επικίνδυνα κτήνη, τώρα θα γίνει ο ίδιος κτήνος. Ο κυνηγός του αφύσικου, του ανώμαλου, του τρομακτικού, θα γίνει ο ίδιος ό,τι πιο αφύσικο και τρομακτικό: ένας πατέρας που δολοφονεί τα παιδιά του. Όλοι οι άθλοι του θα χάσουν μεμιάς την αξία τους. Όλες οι υπεράνθρωπες προσπάθειές του να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό, να εξοντώσει όσα μας τρομάζουν και απειλούν το όνειρο της ανόθευτης ομαλότητάς μας θα αποδειχθούν μάταιες. Πώς να συνεχίσεις να καμώνεσαι ότι εκπολιτίζεις τους άλλους, όταν εσύ διαπράττεις τη μέγιστη πράξη βαρβαρότητας;
Ο ποιητικός λόγος παραδίδεται σε ένα αφόρητο κενό κι εμείς σε μια έρημο στερημένη από την ευλογία της διαμεσολάβησης, αυτής της ειδικής σχέσης που γεννάται από την προσωπική, εναγώνια ενασχόληση των συντελεστών με τα διακυβεύματα ενός υψηλού κειμένου, με στόχο τη λυτρωτική μετάδοσή τους στον θεατή διαμέσου της θεατρικής πράξης.
Σίγουρα καραδοκούσε μια ρωγμή σε τούτο το υπεραρσενικό σώμα. «Ούτε ποτέ μου δάκρυσα∙ και δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα ’φτανα στο σημείο να δακρύσω», λέει στο τέλος. Το βλέμμα του Ευριπίδη, δίχως άλλο, τη διαισθάνθηκε. Είχε σαφώς πολλές αφορμές: ο ίδιος ο μύθος που πλέχθηκε με το πέρασμα του χρόνου γύρω από το πρόσωπο του Ηρακλή έμοιαζε ολοένα πιο αναποφάσιστος, πιο διχασμένος, όπως επισημαίνουν οι μελετητές. Γιατί ο Ηρακλής του μύθου αναδύεται πάντα διπλός, αποκαλύπτεται διαρκώς ως το αντίθετό του.
Αυτό το πρότυπο ρώμης και γενναιότητας, ο ανίκητος υπερήρωας της αρχαιότητας, είναι ταυτόχρονα, όπως μαθαίνουμε, δούλος της βασίλισσας Ομφάλης και υποχείριο της Ήρας, της μητριάς του, που τον κατατρέχει και τον ξεφτιλίζει ανηλεώς. Αυτός ο ακούραστος εραστής που διακορεύει πενήντα παρθένες μέσα σε μια νύχτα, η απόλυτη ενσάρκωση της ανδροπρεπούς σεξουαλικότητας, εμφανίζεται, σε άλλες πηγές, ως ο όχι-και-τόσο-ανδροπρεπής μνηστήρας που ενδύεται έναν γυναικείο πέπλο, δώρο της Αθηνάς, ή ένα λουλουδάτο νυφικό στον γάμο με την κόρη ενός Θρακιώτη βασιλιά. Αυτός, ο φιλογύνης, που παντρεύεται συνεχώς και γεννοβολά ασταμάτητα, φανερώνεται ξάφνου μισογύνης, όταν απαγορεύει την είσοδο των γυναικών στον ναό του ή τη συμμετοχή τους στη λατρεία του. Αυτός που εξυμνείται για το πέος/ρόπαλό του, λοιδωρείται αλλού –στις κωμωδίες – για την κοιλία του, τη θηριώδη όρεξή του. Αυτός που έχει θεϊκή καταγωγή, καθότι γιος του Δία, αποδεικνύεται τελικά ο πιο θνητός, καθότι (θετός) γιος του Αμφιτρύωνα και απροσμέτρητα ευάλωτος στον ανθρώπινο πόνο.
Μέσα από αυτές τις αντιφάσεις συγκροτείται η ηρωική ταυτότητά του, επιμένει η Νικόλ Λορό, που βλέπει στον Ηρακλή την «ενσάρκωση της δοκιμαζόμενης δύναμης», το υπεραρσενικό που βιώνει το θηλυκό μέσω της οδύνης και της τρέλας – ας μην ξεχνάμε ότι η παιδοκτονία είναι ένα κατεξοχήν «γυναικείο έγκλημα», επισημαίνει η ελληνίστρια ανθρωπολόγος.
Ναι, ο Ηρακλής τρελαίνεται και όλα τα τέρατα που σάρωσε τώρα θα ζωντανέψουν εκ νέου. Γιατί όταν επιστρέφει, τίποτε δεν είναι όπως το γνώριζε. Ο κόσμος, φαίνεται, δεν έχει πια ανάγκη από ήρωες παλαιάς κοπής. Ο Δίας κουράστηκε να τον προστατεύει∙ κι η ζηλόφθονη Ήρα βρίσκει ελεύθερο το πεδίο για να εξοντώσει τον αγαπημένο λεοντόκαρδο των Ελλήνων, στέλνοντας τη Λύσσα να ρημάξει το μυαλό του. Ο ακαταπόνητος Ηρακλής, ο δυσθεώρητος πύργος της αρετής, θα σωριαστεί θεαματικά. Ο φαινομενικός λυτρωτής των οικείων του θα αποδειχθεί ο υπέρτατος καταστροφέας τους. Ισοπεδωμένος πια, θα αναλάβει την ανθρώπινη μοίρα του και, με τη συνδρομή του Θησέα, θα επιχειρήσει τον δυσκολότερο άθλο όλων: θα συνεχίσει να ζει...
Αν κάθε εποχή έβλεπε κάτι δικό της στον Ηρακλή –μέχρι και σε σύμβολο του Χριστού μετατράπηκε προς το τέλος της Αναγέννησης, αναφέρει ο Γιαν Κοτ–, εμείς τι επιλέγουμε να δούμε σε αυτόν σήμερα; Πώς καταρρέει η φουσκωμένη αρρενωπότητα γύρω μας; Τι ήχους βγάζει; Γιατί σκοτώνει τα παιδιά της; Γιατί μας καταδιώκει ακόμα αυτή η φαντασίωση του υπερμυώδους, υπερ-τεστοστερονούχου σωτήρα που θα καθαρίσει τους στάβλους μας και θα τεμαχίσει σε χίλια κομμάτια τις Λερναίες Ύδρες της ζωής μας; Πώς ανασταίνονται τα σύμβολα και πώς γκρεμίζονται;
Δυστυχώς, δεν συναντούμε καμία απάντηση στα ερωτήματα αυτά –ή σε όποια άλλα– στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς.
Όσο κι αν πασχίζουμε, ουδέποτε εντοπίζουμε επί σκηνής κάποια ουσιαστική σκέψη πάνω στο κείμενο του Ευριπίδη. Γιατί, άραγε, επέλεξε ο σκηνοθέτης αυτό το κατεξοχήν «αλλόκοτο» έργο –ένας νεκρός που ανασταίνεται για να ξεκάνει τα παιδιά του, ένα υπόδειγμα ανδρείας που καταλήγει εγκληματίας– αν ήθελε να το περιβάλει με την πλέον «κανονική», την πλέον κυριολεκτική ματιά; Ανεξερεύνητο παραμένει το ζήτημα της τρέλας (τόσο γόνιμο ερέθισμα!), εφόσον τίποτε, ούτε σε υποκριτικό επίπεδο ούτε σε σκηνογραφικό ή σκηνοθετικό, δεν ξεφεύγει από τη μέγγενη του αναμενόμενου, του βατού, του συμβατικού. Όλα μοιάζουν διεκπεραιωτικά, απλή «εκτέλεση» των «οδηγιών», παρουσίαση του «γράμματος» και όχι του «πνεύματος» του κειμένου.
Η Στεφανία Γουλιώτη-Μεγάρα, σύζυγος του Ηρακλή, μπορεί να ομιλεί με τεχνική αρτιότητα, αλλά κατά τα άλλα διαγράφεται συναισθηματικά απούσα. Ο Γιώργος Γάλλος-Αμφιτρύων, γέρος πατέρας του, είναι μεν παρών, αλλά στάζει μελοδραματική κακομοιροσύνη. Ο αδίστακτος σφετεριστής Λύκος-Αινείας Τσαμάτης υποκύπτει σε έναν εύκολο, bad boy μανιερισμό. Η Ίρις-Άγγελος-Ηρώ Μπέζου σκιαγραφεί τη μανία που χτύπησε τον ήρωα μέσα από έναν στερεοτυπικό, θορυβώδη θεατρινισμό, δέσμιο εξωτερικών σχημάτων. Όσο για τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, αυτός επ’ ουδενί συνδέεται με το τραγικό μέγεθος του ρόλου του: μένει στα «χαμηλά», στα προσιτά, στα εύληπτα μονοπάτια, προσγειώνοντας τον Ηρακλή σε έναν τυποποιημένο ρεαλισμό που ξορκίζει κάθε ρανίδα πολυπλοκότητας και αντιφάσεων. Είναι ίσως αξιολύπητος, αλλά η τραγωδία, ως είδος, κινείται πέρα και πάνω από την επιφανειακή εκμαίευση οίκτου.
Ο Χορός μένει μετέωρος, δίχως ταυτότητα, ανερμάτιστος, αδυνατώντας να συνάψει οποιονδήποτε συνεκτικό κνησιολογικό ή φωνητικό σχηματισμό συνόλου. Ο καθένας «χτυπιέται» μόνος του...
Δεν εξυφαίνεται κανένα νήμα που να συνδέει τις δράσεις και τα πρόσωπα. Ο Ηρακλής καταφθάνει σαν τράπερ με κουκούλα που είχε βγει για ύποπτες προμήθειες και τώρα μισοκρύβεται προ των θυρών και όχι ως αινιγματική μορφή νεκροζώντανου που επιστρέφει από τον Άλλο Κόσμο. Η άφιξη του πιστού Θησέα-Νίκου Μήλια ουδεμία ανακούφιση προσφέρει στον ηττημένο φίλο του, κι ας τον παίρνει, τυπικά, από το χέρι για να τον οδηγήσει σε μια νέα ζωή. Το βλέμμα του σκηνοθέτη δεν γονιμοποιεί τα νοήματα, δεν ερμηνεύει τα πάθη, δεν πλάθει εικόνες που να ερεθίσουν τη φαντασία ή το θυμικό μας. Δεν επιχειρείται κανενός είδους εστίαση σε κάποιο από τα φλέγοντα ζητήματα που θέτει εδώ ο Ευριπίδης, δεν αναλαμβάνεται κανένα ρίσκο, δεν καταβάλλεται καμία προσπάθεια ψυχαναλυτικής, κοινωνικής ή πολιτικής απεύθυνσης –για να αναφέρω ενδεικτικά μερικές πρόσφορες επιλογές–, η οποία θα μας βοηθούσε να προσεγγίσουμε το μυστήριο της ψυχικής θραύσης, της κατακλυσμιαίας πτώσης του ήρωα από τα ουράνια στα Τάρταρα.
Ο ποιητικός λόγος παραδίδεται σε ένα αφόρητο κενό κι εμείς σε μια έρημο στερημένη από την ευλογία της διαμεσολάβησης, αυτής της ειδικής σχέσης που γεννάται από την προσωπική, εναγώνια ενασχόληση των συντελεστών με τα διακυβεύματα ενός υψηλού κειμένου, με στόχο τη λυτρωτική μετάδοσή τους στον θεατή διαμέσου της θεατρικής πράξης.
Μοναδική νότα διαφοροποίησης η μουσική του Φώτη Σιούτα: αφαιρετικά λυρική, μελαγχολική, υπαινικτική, προσφέρει μια γραμμή φυγής σε σύγχρονα τοπία προσωπικού αναστοχασμού, που θα μπορούσαν ίσως, αν ήταν όλα αλλιώς δρομολογημένα, να ξεκλειδώσει τις πύλες μιας πιο εσωτερικής και αναζωογονητικής ανάγνωσης.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO