Ο μεγαλύτερος Βρετανός γλύπτης του 20ού αιώνα, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της νεότερης γλυπτικής, ο Χένρι Μουρ, που ανανέωσε τη γλυπτική, επινόησε στη διάρκεια της καριέρας του νέους κώδικες και μια μορφική τυπολογία που δημιούργησαν ένα έργο διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, ανοιχτό σε αναγνώσεις και ερμηνείες.
Από τις 12 Σεπτεμβρίου 2024 ξεκινά στην γκαλερί Gagosian η έκθεση «Henry Moore and Greece», που συνδιοργανώνεται με το Henry Moore Foundation. Είναι η πρώτη φορά εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια που εκτίθεται δουλειά του καλλιτέχνη στην Ελλάδα. Η επιλογή έργων από όλη την πορεία του Μουρ ρίχνει φως στη γοητεία που ασκούσε η αρχαία ελληνική τέχνη στον καλλιτέχνη, η οποία αναπτύχθηκε μετά το ταξίδι του στην Ελλάδα, λίγους μήνες πριν από την πρώτη του ρετροσπεκτίβα στην Tate Gallery στο Λονδίνο, το 1951.
«Η πρακτική του Χένρι Μουρ βρίσκεται στην καρδιά του υψηλού μοντερνισμού του 20ού αιώνα, και καθώς περνάμε στον επόμενο αιώνα οι νέες γενιές θα δουν τον καλλιτέχνη μέσα σε ένα ριζικά διαφορετικό πλαίσιο – τέτοιες προοπτικές θα δοκιμάσουν τελικά και αναπόφευκτα την εγκυρότητα όλης της τέχνης.
Η έκθεση «Henry Moore and Greece» εξερευνά τους δεσμούς μεταξύ του έργου του Μουρ και της πρώιμης αρχαίας ελληνικής τέχνης, όπως η κυκλαδική.
Η έκθεση “Henry Moore and Greece” καταδεικνύει ότι δύο τουλάχιστον χαρακτηριστικά διατηρούνται στην τέχνη του, που προσδίδουν σταθερότητα στο αναμφισβήτητο δημιουργικό του όραμα. Το πρώτο είναι η κατανόηση της πρακτικής του στο πλαίσιο του κανόνα της ιστορίας της τέχνης και η βαθιά και μελετημένη σχέση του με την ιστορία της γλυπτικής. Το δεύτερο είναι η άρρηκτη σχέση του καλλιτέχνη με τον φυσικό κόσμο, η οποία είναι πολύ πιθανόν να είναι πιο σχετική στην εποχή μας, όταν η δική μας σχέση με τη φύση βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή», λέει στη LiFO o Godfrey Worsdale, διευθυντής του Henry Moore Foundation.
Η έκθεση «Henry Moore and Greece» εξερευνά τους δεσμούς μεταξύ του έργου του Μουρ και της πρώιμης αρχαίας ελληνικής τέχνης, όπως η κυκλαδική. Το έργο του «Large Standing Figure: Knife Edge» είναι ένα από τα ψηλότερα και εντυπωσιακότερα μεταπολεμικά μπρούντζινα γλυπτά του, με αναφορές στα κυκλαδικά ειδώλια αλλά και στη Νίκη της Σαμοθράκης.
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης προπλάσματα των «Draped Reclining Figure», «Falling Warrior» και τα κεφάλια από το έργο «King and Queen» – έργα κομβικής σημασίας για τον διάλογο του Μουρ με την αρχαία ελληνική τέχνη. Η έκθεση περιλαμβάνει τριάντα ακόμα χαρακτικά και σχέδια, μεταξύ των οποίων τρεις έγχρωμες λιθογραφίες από την εικονογράφηση της γαλλικής έκδοσης του «Προμηθέα» («Prométhée») του Γκαίτε (δημοσιεύτηκε στο Παρίσι σε μετάφραση του Αντρέ Ζιντ), που δείχνουν ότι η θεματολογία της ελληνικής μυθολογίας είχε ήδη κινήσει το ενδιαφέρον του Μουρ.
Το ταξίδι του Χένρι Μουρ στην Ελλάδα
Η έκθεση του Χένρι Μουρ στην Αθήνα το 1951 ήταν ο τελευταίος σταθμός μιας μεγάλης περιοδεύουσας έκθεσης έργων του στην Ευρώπη. Ο άνθρωπος που μεσολάβησε ώστε η έκθεση αυτή να φτάσει στην Ελλάδα ήταν ο Άγγελος Προκοπίου, τεχνοκριτικός και εξέχουσα προσωπικότητα της πνευματικής ζωής τα μεταπολεμικά χρόνια, που είχε γνωρίσει τον Μουρ σε ένα ταξίδι του στη Μ. Βρετανία.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, ο Μουρ έφτασε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου με πλοίο, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, φιλοξενήθηκε στην πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας και είχε ο ίδιος την επιστασία της τοποθέτησης των έργων του σε μια μεγάλη αίθουσα του Ζαππείου. Ο Βρετανός πρέσβης και η σύζυγός του, Σερ Κλίφορντ και Λαίδη Νόρτον, ήταν παλιοί του φίλοι.
Η Λαίδη Νόρτον είχε ιδρύσει πριν από τον πόλεμο την Πινακοθήκη του Λονδίνου και είχε συγκεντρώσει το έργο των καλλιτεχνών φίλων της. Στην έκθεση του Μουρ στο Ζάππειο Μέγαρο δάνεισε δύο σχέδια, ενώ είχε στην ιδιοκτησία της και ένα πρώιμο γλυπτό του, το «Half Figure» (1929), που παρουσιάστηκε και αυτό στην έκθεση. Πριν από τα εγκαίνια, ο Μουρ βρήκε τον χρόνο να επισκεφθεί την Ακρόπολη, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και την Αρχαία Αγορά.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 3 Μαρτίου 1951 και στην έκθεση συνολικά παρουσιάστηκαν 22 γλυπτά, 3 μακέτες γλυπτών, 30 σχέδια, 2 σχέδια τυπωμένα σε λινό και 10 φωτογραφίες γλυπτών. Η έκθεση διοργανώθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο, ο εκπρόσωπος του οποίου στην Αθήνα, Γ. Τζ. Τέιθαμ, προήδρευσε μικρής επιτροπής στην οποία συμμετείχαν ο Πίτερ Νόρτον, ο ποιητής Λιούις ΜακΝίς, τότε διευθυντής του Βρετανικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Μιχαήλ Τόμπρος, καθηγητής γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ο Άγγελος Προκοπίου.
Σύμφωνα με το Βρετανικό Συμβούλιο, διακεκριμένοι Έλληνες καλλιτέχνες είχαν επανειλημμένως ζητήσει να πραγματοποιηθεί έκθεση με το έργο του Μουρ. Η σύντομη διάρκεια της έκθεσης (δεκαεννέα ημέρες) οφείλεται στο γεγονός ότι όλα τα γλυπτά έπρεπε να είναι στο Λονδίνο για την αναδρομική του στην Tate Gallery, τα εγκαίνια της οποίας ήταν στις 2 Μαΐου, παράλληλα με το Festival of Britain. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα, ο Μουρ επισκέφθηκε εργαστήρια καλλιτεχνών και μίλησε σε φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών. «Η παρουσία του ήταν ανεκτίμητης αξίας», έγραφε αργότερα ο Τέιθαμ, επαινώντας τον για «την ειλικρίνεια, τη φιλικότητα και τη γενναιοδωρία του».
Ο Τύπος της εποχής υποδέχτηκε τη μοναδική αυτή έκθεση, που αποτέλεσε μείζον καλλιτεχνικό γεγονός στη μεταπολεμική Ελλάδα (η Πινακοθήκη τότε δεν είχε καν δικό της κτίριο), με ανάμεικτα συναισθήματα. Η Ελένη Βακαλό έγραψε στα «Νέα»: «Το έργο του Μουρ μπορεί να το δει κανένας σήμερα σαν φυσικό φαινόμενο… Ο Μουρ δεν πλάθει το υλικό του σε ανθρώπινη μορφή, μα κάνει την ανθρώπινη μορφή πέτρα, μάρμαρο, ξύλο, και πέρα από αυτό βουνό, σπηλιά, βράχο…», ενώ στην «Εστία» ο Π. Παπαδούκας καταδίκασε τον Μουρ γράφοντας: «…Τα περισσότερα γλυπτά του κ. Μουρ που εξετέθησαν χθες στο Ζάππειο μοιάζουν με τα έργα των πρωτόγονων βαρβάρων της Αφρικής ή του Μεξικού, ελαφρώς στρογγυλεμένα στο σχήμα και την κίνηση, αλλά τελείως δυσανάλογα και, πάντοτε, χωρίς μύτες, αυτιά, χέρια και πόδια. Δυο τρυπίτσες παριστάνουν καμιά φορά τα μάτια. Και πλέον ου!...».
Μπορεί η έκθεση του Μουρ να δημιούργησε έναν μικρό πόλεμο στον Τύπο της εποχής, ωστόσο είχε τεράστια επιτυχία. Περισσότερα από 3.400 άτομα επισκέφθηκαν το Ζάππειο Μέγαρο την πρώτη ημέρα, Κυριακή 4 Μαρτίου. Στις 8 Μαρτίου, ο Μουρ έστειλε από την Ολυμπία μια καρτ ποστάλ στη Λίλιαν Σόμερβιλ, διευθύντρια του Τμήματος Καλών Τεχνών στο Βρετανικό Συμβούλιο στο Λονδίνο, με το μήνυμα «Η έκθεση πηγαίνει θαυμάσια. Οι επισκέπτες παραμένουν σε επίπεδα ρεκόρ! Όλοι περνάμε υπέροχα – μακάρι να ήσουν μαζί μας».
Τις επόμενες Κυριακές τα πλήθη έφτασαν μέχρι και τα 8.000 άτομα, και οι επισκέπτες συνολικά ξεπέρασαν τις 34.000. Η Σόμερβιλ υποστήριξε ότι επρόκειτο για «πρωτοφανή επισκεψιμότητα για οποιαδήποτε σύγχρονη έκθεση έχουμε ποτέ διοργανώσει». Καμία προηγούμενη έκθεση του Μουρ στην Ευρώπη που είχε διοργανώσει το Συμβούλιο δεν είχε δεχθεί περισσότερους από 8.000 επισκέπτες συνολικά. Ο ίδιος ήταν «εξαιρετικά ενθουσιασμένος με την επίσκεψή του», έγραφε η Σόμερβιλ: «Όλοι εδώ αισθανόμαστε ότι η επίσκεψη αυτή θα έχει σημαντικότατη επίδραση στα μελλοντικά του γλυπτά».
Μετά τα εγκαίνια, ο Μουρ επισκέφτηκε σημαντικούς ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους, όπως οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, το Ναύπλιο, η Επίδαυρος, η Κόρινθος, η Ελευσίνα, το Δαφνί, οι Δελφοί και η Ολυμπία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, πήγε και πάλι στην Ακρόπολη, όπου εξερεύνησε τον Παρθενώνα, το Ερεχθείο, τα Προπύλαια και τον ναό της Αθηνάς Νίκης, την Αρχαία Αγορά και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Επίσης, δεν παρέλειψε τα λατομεία μαρμάρου στην Πεντέλη. «Η Ακρόπολη είναι υπέροχη – πιο θαυμαστή απ’ όσο είχα ποτέ φανταστεί… τίποτα ποτέ δεν με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο», έγραψε.
Η επιρροή της αρχαίας ελληνικής τέχνης
Το μοναδικό αυτό ταξίδι του Μουρ στην Ελλάδα επηρέασε βαθιά το έργο του. Στην έκθεση της Gagosian, μέσα από τα έργα που συναντάμε μπορούμε να διερευνήσουμε την επιρροή που είχε στο έργο του η συνάντηση του Μουρ με την αρχαία ελληνική τέχνη. Aρχίζει να δημιουργεί επιφάνειες με πτυχώσεις, όπως το «Draped Reclining Figure», ασχολείται με την αίσθηση της επιφάνειας του υλικού, δημιουργεί ανδρικές μορφές, κατακερματισμένα και διαμελισμένα σώματα που ακολουθούν την ασυμμετρία και είναι ορατά από οποιοδήποτε σημείο. Ο νατουραλισμός εμποτίζει τις αφηρημένες μορφές και τις ηρωικές φιγούρες που φιλοτεχνεί. Αυτή είναι μια σημαντική καμπή στο έργο του.
Γεννημένος σε μια μικρή πόλη ορυχείων στο Castleford το 1898, ο Μουρ ήξερε ότι ήθελε να γίνει γλύπτης από μικρή ηλικία, αλλά εκπαιδεύτηκε ως δάσκαλος προτού καταταγεί στον στρατό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1919, χάρη σε μια υποτροφία, συνειδητοποίησε τη φιλοδοξία του να γίνει καλλιτέχνης. Γράφτηκε πρώτα στο Leeds School of Art και μετά στο Royal College of Art του Λονδίνου.
Ως νεαρός καλλιτέχνης, ο Mουρ απέρριψε την κλασική παράδοση και αναζήτησε την έμπνευση σε μη ευρωπαϊκές πηγές, όπως η προκολομβιανή, η αιγυπτιακή και η αφρικανική γλυπτική. Υπήρξε όμως μια περίοδος αρχαϊκού ελληνικού πολιτισμού που ερέθιζε τη δημιουργική του φαντασία: η κυκλαδική. Από τις φοιτητικές του μέρες θαύμαζε τις επίπεδες, αφαιρετικές φόρμες των κυκλαδικών ειδωλίων που έβλεπε στο Βρετανικό Μουσείο και στα εικονογραφημένα βιβλία ελληνικής τέχνης που εξέδιδε στο Παρίσι ο ιστορικός και κριτικός τέχνης Christian Zervos στα περίφημα «Cahiers d’Art».
Το 1940, άρχισε να σχεδιάζει ανθρώπους που έβρισκαν καταφύγιο στο μετρό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Στα «Σχέδια καταφυγίων» απεικόνισε με ευαισθησία και δύναμη τα δεινά των αμάχων και του πολέμου. Παράλληλα άρχισε να δουλεύει σε δυο κύκλους έργων για τους οποίους έκανε πολλά προσχέδια, εικονογραφήσεις μυθολογικών θεμάτων από την ελληνική γραμματεία.
Ο πρώτος, «The Rescue», συνόδευε ένα ραδιοφωνικό θεατρικό του BBC, το 1943, βασισμένο στην «Οδύσσεια» του Ομήρου, σε κείμενο του Edward Sackville-West και μουσική του Benjamin Britten, που δημοσιεύτηκε σε μορφή βιβλίου το 1945. Ο δεύτερος ήταν μια σειρά λιθογραφιών οι οποίες εικονογραφούν τη γαλλική μετάφραση από τον Αντρέ Ζιντ του «Προμηθέα» του Γκαίτε, με αναφορά στον «Προμηθέα Δεσμώτη».
Μετά το 1951 αρχίζει να δουλεύει με προπλάσματα από πηλό ή γύψο και μπρούτζινα εκμαγεία και μπόρεσε να προσεγγίσει μια μεγαλύτερη κλίμακα και να προσδώσει πιο εμφανή αίσθηση κίνησης στα γλυπτά του. Το 1952 αρχίζει το έργο του «King and Queen», που θα αποτελέσει το σήμα κατατεθέν του. Επηρεασμένος από την αρχαιοελληνική τέχνη της κλασικής εποχής, αρχίζει να σμιλεύει πτυχώσεις που περιζώνουν και διαγράφουν το σώμα, ενώ τα έργα του «Half Figure» και «Standing Figure No. 3» ακολουθούν το ίδιο ιδίωμα. Οι αινιγματικές, μηχανόμορφες κεφαλές των δύο μορφών, ίσως πιο κοντά στη μυκηναϊκή παρά στην κυκλαδική τέχνη, εμφανίστηκαν αργότερα ως ανεξάρτητα γλυπτά.
Η φήμη του αυξάνεται διεθνώς και στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ο Μουρ είναι ο διασημότερος εν ζωή Βρετανός γλύπτης. Εκείνη την περίοδο φιλοτεχνεί έργα που έχουν αναφορά στο θέμα του πολεμιστή. Το έργο «Warrior with Shield» (1953–54), με ακρωτηριασμένο το αριστερό του χέρι και πόδι, ήταν η πρώτη αντρική φιγούρα που είχε σμιλέψει ως τότε, ενώ ακολουθεί το «Falling Warrior» (1956–57, εκτίθεται στην Gagosian), ένα έργο που αποτυπώνει δραματικά την έννοια του τραύματος και του θανάτου την ώρα της μάχης. Ο Μουρ είχε διαβάσει και αγαπούσε την «Ιλιάδα», εκεί προφανώς μπορούμε να αναζητήσουμε τη λογοτεχνική πηγή για αυτά τα έργα.
«Μέσα στο πνεύμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης η ελληνική εμπειρία του Μουρ ήρθε σε μια κρίσιμη καμπή της σταδιοδρομίας του, προκαλώντας εντονότερο στοχασμό πάνω στο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην παραστατική γλυπτική –ακριβώς με θέμα τη μορφή του ανθρώπου– και το αρχιτεκτονικό περιβάλλον. Η διεθνής φήμη του Μουρ μεγαλώνει μετά τον πόλεμο για γλυπτά που προορίζονταν για δημόσιους χώρους. Το έργο του αρχίζει να θεωρείται το πρότυπο ενός καινούργιου είδους τέχνης δημόσιων χώρων, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαίωνε την επιβίωση της παράδοσης και του ανθρωπισμού σε κοινότητες που είχε συντρίψει ο πόλεμος», γράφει η Ανίτα Φέλντμαν Μπένετ.
Η δεκαετία του ‘60 και η παγκόσμια φήμη
Σε μια δεκαετία μεγάλων κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών, στο απόγειο των δυνάμεών του, ο Μουρ άρχισε να δημιουργεί αφηρημένα έργα εμπνευσμένα από τη φύση, σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα. Εξερεύνησε τη μεταφορά σώματος-τοπίου σε μια μνημειώδη πολυμερή φιγούρα για το Lincoln Center for Performing Arts στη Νέα Υόρκη, το 1965. Η έρευνά του για τις οργανικές φόρμες ενέπνευσε επίσης γλυπτά με αιχμηρές άκρες, συμπαγείς φόρμες που συστρέφονται και τεντώνονται. Η διεθνής ζήτηση για το έργο του συνέχισε να αυξάνεται, σε συνδυασμό με μεγάλες εκθέσεις –όπως στην Tate στο Λονδίνο το 1968 και στο Forte di Belvedere στη Φλωρεντία το 1972– που εξασφάλισαν την ευρεία φήμη του.
Η γλυπτική ήταν γι' αυτόν πρωτίστως μια τέχνη υπαίθρια και είπε κάποτε ότι προτιμούσε να δει τη δουλειά του σε ένα τοπίο –«σχεδόν οποιοδήποτε τοπίο»– παρά μέσα στο ή πάνω στο πιο όμορφο κτίριο που γνώριζε.
Ο Μουρ πέθανε το 1986 σε ηλικία 88 ετών. Στη νεκρολογία του στον «Guardian» ο Νόρμπερτ Λίντον έγραψε: «Για μερικά χρόνια ο Χένρι Μουρ ήταν κάτι παραπάνω από διάσημος. Υπήρξε ένας από τους πιο αγαπημένους μεγάλους άνδρες αυτής της χώρας. Όλοι γνωρίζαμε με χαρά αυτόν τον ήπιων τόνων άνθρωπο, έτοιμο να πάρει θέση υπέρ καλών σκοπών, γενναιόδωρο με τον χρόνο του και τη δουλειά του, γνωστό από την τηλεόραση ως καλοήθη, απλό σχολιαστή.
Ο χρόνος θα δείξει ποιο ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά του, η ζωή ή η τέχνη του. Σίγουρα έχουμε ωφεληθεί πολύ και από τα δύο […] Ο Μουρ ήταν ουσιαστικά ένας Άγγλος ρομαντικός και του άρεσε να βλέπει τα γλυπτά του στην ύπαιθρο, κατά προτίμηση στημένα μνημειακά σε έναν λόφο, με φόντο έναν μεγάλο ορίζοντα και έναν ανοιχτό ουρανό. Η έμπνευσή του προερχόταν συχνά από μικρά κομμάτια της φύσης που μάζευε και φύλαγε στο μικρό ιδιωτικό του εργαστήριο. Ακόμη και τα μεγαλύτερα γλυπτά του δίνουν την αίσθηση ότι κάποια στιγμή τα έχει κρατήσει στα χέρια του, γυρνώντας τα για να ζυγίσει τους όγκους και τις κοιλότητές τους…»
O I. M. Pei γράφει για τον Χένρι Μουρ
Ο αρχιτέκτονας I. M. Pei γράφει στους ΝΥΤ για τον Χένρι Μουρ, σε ένα άρθρο με τίτλο «The Bones», στις 14 Σεπτεμβρίου του 1986, λίγο μετά τον θάνατό του, ανάμεσα σε άλλα:
«[…] Το σπίτι του ήταν μια αγροικία, πολύ απλή, αλλά γεμάτη αντικείμενα. Περιτριγυριζόταν από κάθε είδους πράγματα που μάζευε: ρωμαϊκές κεφαλές, κυκλαδίτικα ειδώλια, οτιδήποτε. Ήταν πραγματικά κάποιος που συσσώρευε αντικείμενα, όχι συλλέκτης. Δεν ήταν ανάγκη αυτά τα πράγματα να είναι τα πιο αυθεντικά ή τα πιο όμορφα. Απλώς έπρεπε να σημαίνουν κάτι γι' αυτόν – αυτό ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε.
Συγκέντρωνε οστά, επειδή ήταν οι μορφές που αγαπούσε περισσότερο. Οστά ελεφάντων, σκελετούς πουλιών, οστά από γαζέλα. Έπαιρνε τεράστια έμπνευση από αυτά. Ένα οστό ταίριαζε στην υποδοχή ενός άλλου. Τέτοια πράγματα μπορούσε να τα κοιτάζει για ώρες. Είτε τελικά έφτιαχνε μια μητέρα με παιδί, είτε μια καθιστή φιγούρα σε δύο κομμάτια, τα έργα προέρχονταν από αυτές τις μορφές οστών, οι οποίες έχουν κάτι να κάνουν με τη ζωή.
[…] Στο γλυπτό του το ανθρώπινο στοιχείο είναι πάντα εκεί. Αν και πρόσθεσε έναν βαθμό αφαίρεσης, στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι συνεχίζουν να βλέπουν σε αυτό την εντύπωση μιας ανθρώπινης φιγούρας. Νομίζω ότι αυτό είναι το μόνο πράγμα που έκανε το έργο του τόσο προσιτό στο κοινό. Όμως ένα γλυπτό του Χένρι Μουρ δεν έχει πραγματικά καμία σχέση με τον ορισμό του εικονιστικού ή του αφηρημένου. Είναι απλώς ένα υπέροχο έργο τέχνης».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ.
Πηγές: ΝΥΤ, Guardian, Gagosian, «Υπό το φως της Ελλάδος» (έκδοση του Ιδρύματος Β.& Ε. Γουλανδρή 2000), Henry Moore Foundation, Tate Gallery