ΣΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ, από το οποίο δανείζεται αυτό το άρθρο τον τίτλο, περιγράφεται μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της κρητικής ενδοχώρας, όπου ένα νέο αγόρι ανακαλύπτει σε κηδεία συγγενή του πως έχει τη μοναδική ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανένας από τους χωριανούς δεν το πιστεύει, όμως είναι αλήθεια.
Διάβαζα το βιβλίο τις ίδιες ημέρες που στον ΣΥΡΙΖΑ, με την ντροπιαστική για το ίδιο το κόμμα (αλλά και για τα ήθη της αριστεράς, ας μην κρυβόμαστε) αποπομπή Κασσελάκη, ο οποίος εκλέχθηκε από τη βάση, αλλά καθαιρέθηκε από ένα, έστω ανώτερο, κομματικό όργανο, επιβεβαιώθηκε η απόλυτη παρακμή του συγκεκριμένου χώρου, ο οποίος κυριάρχησε στο πολιτικό σκηνικό για μια δεκαετία, χρησιμοποιώντας αριστερό πρόσημο.
Μια παρακμή που μετράει αρκετά χρόνια έγινε κάτι περισσότερο από ορατή όταν, έναν χρόνο πριν, ψηφοφόροι επέλεξαν για ηγέτη τους έναν πολιτικά αδαή και άγνωστου παρελθόντος άνθρωπο για να ηγηθεί του κόμματός τους, και επισφραγίστηκε τις προηγούμενες ημέρες, αφού, μετά την αποπομπή αυτού του ηγέτη αδυνατούν να βρουν ένα άτομο με επάρκεια που θα αντιπαρατεθεί στην υπό κατάρρευση κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οι προσωπικές φιλοδοξίες δεν επιτρέπουν το αυτονόητο που πρόσφατα συνέβη και στη Γαλλία, ένα ενιαίο μέτωπο κατά της δεξιάς. Όσο απομακρύνεται το σενάριο αυτό, τόσο η αποχή θα αυξάνει και παράλληλα θα ενισχύονται τα ακροδεξιά μορφώματα που θα επωφελούνται από την κυβερνητική φθορά.
Με τον ίδιο τρόπο που το νέο αγόρι –ο ήρωας του βιβλίου– ακούει τις σκέψεις των νεκρών, όλοι εμείς, χωρίς να έχουμε απαραίτητα κάποια μαντική ικανότητα, μπορούμε να ακούσουμε τις σκέψεις εκατομμυρίων ανθρώπων που τοποθετούνται στον πέρα από τη δεξιά χώρο, οι οποίοι δεν είναι φυσικά νεκροί αλλά νιώθουν πολιτικά νεκροί.
Απογοητευμένοι, απέχουν από αυτό που λέγεται δημόσια ή κομματική ζωή, σε ένα τεράστιο ποσοστό (που πλησιάζει το 60%) απέχουν ακόμα και από τις εκλογικές διαδικασίες και απλώς υπομένουν όσα θλιβερά συμβαίνουν λόγω της κυβερνητικής πολιτικής, χωρίς να έχουν συγκροτημένη πολιτική έκφραση, ουσιαστικά χωρίς πολιτική προοπτική. Είναι εκατομμύρια πολίτες που άλλοτε στοιχίζονταν πίσω από κόμματα εξουσίας (το ΠΑΣΟΚ και αργότερα τον ΣΥΡΙΖΑ) και σε μικρό ή μεγάλο βαθμό πίστευαν και επένδυαν σε αυτά τις ελπίδες τους ή, έστω, με κριτική στάση τα άκουγαν να λένε ότι η βαθιά μονεταριστική πολιτική, όπως αυτή που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, δεν αποτελεί έναν αναγκαστικό μονόδρομο.
Μπορούμε να τους ακούσουμε όλους αυτούς τους πολιτικά νεκρούς και ας μη μιλάνε, ας μην έχουν δημόσιο λόγο, ας κινούνται πίσω από τους προβολείς, τα κομματικά όργανα, τις πολύωρες συνεδριάσεις τους και τις ίντριγκες.
Μπορούμε να τους ακούσουμε να λένε πως τα δυο πάλαι ποτέ κόμματα εξουσίας αδυνατούν να υπερβούν τον εαυτό τους ή να συγκροτήσουν μια επαρκή πρόταση εξουσίας και περιορίζονται σε μια πολιτική μιζέρια, δίνοντας αγώνες απλώς για ένα (όπως οι ίδιοι το χαρακτηρίζουν) αξιοπρεπές ποσοστό που θα κινείται μεταξύ 10-15%, διαγκωνιζόμενα για τη δεύτερη ή τρίτη θέση, ενώ κανένα από αυτά δεν δημιουργεί προσδοκίες ότι μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική κυβερνητική στη δεξιά διακυβέρνηση. Οι πολιτικά νεκροί μιλάνε, αλλά δεν τους ακούνε εκείνοι που θα έπρεπε, οι ηγεσίες των κομμάτων, τα μικρά πολιτικά μεγέθη που αρκούνται σε καριέρες και μικροεξουσίες.
Αντικειμενικά, όποιος και αν εκλεγεί νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όποιος και αν εκλεγεί νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, τίποτα ουσιαστικό δεν πρόκειται να αλλάξει σε ό,τι αφορά το πολιτικό σκηνικό και μια ενδεχόμενη αναδιάταξή του. Παρότι όλες οι παράμετροι (δημοσκοπήσεις, κοινωνικές αντιδράσεις κ.ο.κ.) δείχνουν ότι η κυβέρνηση έχει μια συνεχή πτωτική πορεία, την οποία, παρά τις εναγώνιες προσπάθειές της δεν φαίνεται να μπορεί να ανατρέψει, κανένας από τους πολιτικούς σχηματισμούς δεν μπορεί να την απειλήσει με επάρκεια.
Υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε πολλές: ο Κασσελάκης κατεβαίνει και κερδίζει πάλι ή ο Φάμελλος καταφέρνει, όπως φημολογείται, να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ· ο Ανδρουλάκης επιβεβαιώνει την κυριαρχία του στο ΠΑΣΟΚ ή αντικαθίσταται από τον υπερβολικά φιλόδοξο δήμαρχο Χάρη Δούκα. Όποιο σενάριο και αν υλοποιηθεί, δεν θα αλλάξει κάτι ουσιαστικό.
Η πολυδιάσπαση του απέναντι της δεξιάς χώρου, η αδυναμία προσώπων να ηγηθούν με επάρκεια, δηλαδή δυο βασικές προϋποθέσεις που πάντα ήταν αναγκαίες για τη δημιουργία ενός πολιτικού σχήματος ικανού να αντιπαρατεθεί στη δεξιά διακυβέρνηση, δεν υπάρχουν. Μοιραία οι δυνάμει ψηφοφόροι θα εξακολουθούν να λειτουργούν ως πολιτικά νεκροί, θα επιλέγουν την αποχή απ’ όσα συμβαίνουν, θα παραμένουν ανενεργοί.
Οι προσωπικές φιλοδοξίες δεν επιτρέπουν το αυτονόητο που πρόσφατα συνέβη και στη Γαλλία, ένα ενιαίο μέτωπο κατά της δεξιάς. Όσο απομακρύνεται το σενάριο αυτό, τόσο η αποχή θα αυξάνει και παράλληλα θα ενισχύονται τα ακροδεξιά μορφώματα που θα επωφελούνται από την κυβερνητική φθορά.
*Μιχάλης Αλμπάτης, Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, εκδόσεις Νήσος
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.