ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ της κεντροαριστερής κυβέρνησης Σολτς για το Μεταναστευτικό επιχειρούν να βάλουν φρένο για κάποιο διάστημα στην πολιτική των «ανοιχτών θυρών» που εγκαινίασε η κεντροδεξιά Άνγκελα Μέρκελ το 2015, προκειμένου να υποχωρήσουν οι αντιδράσεις και οι πολιτικές συνέπειές τους.
Η Γερμανία δεν είναι μία από τις χώρες-πύλες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, αλλά χώρα τελικού προορισμού. Οι μετανάστες ήταν επιθυμητοί και τους ζητούσαν οι ενώσεις εργοδοτών, όχι βεβαίως για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά ως «καύσιμο» για τη διατήρηση των υψηλών ρυθμών της οικονομικής ανάπτυξης και ως εργαλείο για να διατηρούνται χαμηλά οι μισθοί.
Η μετανάστευση των τελευταίων ετών στη Γερμανία είχε πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα της δεκαετίας του ‘60, όταν έφταναν εκεί οργανωμένα εκατομμύρια εργάτες από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Τουρκία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία έχει κάνει την εμφάνισή της η «μαύρη» εργασία, με μετανάστες που εργάζονται χωρίς να αμείβονται ικανοποιητικά και χωρίς να έχουν πλήρη δικαιώματα.
Όλα αυτά τα χρόνια, η Ε.Ε., με ευθύνη κυρίως της Γερμανίας, αρνείται τη δημιουργία νόμιμων και ασφαλών οδών μετανάστευσης, ενώ δεν ασκείται καμία σοβαρή πίεση στην Τουρκία για να εφαρμόσει αυτά που συμφώνησε το 2016 στην κοινή δήλωση με την Ε.Ε., για τις επιστροφές όσων δεν δικαιούνται άσυλο.
Αυτό που έχει σοκάρει κυρίως τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σε σχέση με τις αποφάσεις της Γερμανίας είναι οι μονομερείς ενέργειές της –καθώς πάλι αποφασίζει μόνη της για ένα θέμα που επηρεάζει όλες τις χώρες–, ενώ υπάρχει και έντονη ανησυχία για τυχόν επέκταση των περιορισμών στις μετακινήσεις, η οποία μπορεί να επηρεάσει και τον τουρισμό, πέραν του ότι η ελεύθερη μετακίνηση εντός της Ε.Ε. έχει ουσιαστική και συμβολική σημασία.
Η Συνθήκη Σένγκεν, πάντως, η οποία καταργεί τους συνοριακούς ελέγχους, δίνει τη δυνατότητα στα κράτη να τους επαναφέρουν προσωρινά όταν υπάρχει απειλή για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια.
Ο πρώην υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Δημήτρης Καιρίδης το επισήμανε αυτό σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην DW. «Το βέβαιον είναι ότι, αντί για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, που αποτελεί και βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μεταναστευτικής πρόκλησης, έχουμε μια διαρκή διολίσθηση σε μονομερείς ενέργειες», ανέφερε.
Ο πρώην υπουργός υποστηρίζει ότι η Ευρώπη οφείλει να προστατεύει τα σύνορά της, να προσφέρει προστασία στους πραγματικούς πρόσφυγες, να επιστρέφει στις χώρες προέλευσής τους όσους επιχειρούν να την καταχραστούν και να λαμβάνει όλα τα μέτρα για την καταπολέμηση της παράνομης και εγκληματικής διακίνησης. Επισημαίνει ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη μιας νόμιμης, ασφαλούς και λελογισμένης μετανάστευσης, σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας της, μακριά από τις κραυγές της μιας πλευράς και τις αφέλειες της άλλης.
Όλα αυτά τα χρόνια όμως, η Ε.Ε., με ευθύνη κυρίως της Γερμανίας, αρνείται τη δημιουργία νόμιμων και ασφαλών οδών μετανάστευσης, ενώ δεν ασκείται καμία σοβαρή πίεση στην Τουρκία για να εφαρμόσει αυτά που συμφώνησε το 2016 στην κοινή δήλωση με την Ε.Ε., για τις επιστροφές όσων δεν δικαιούνται άσυλο.
Οι μονομερείς αποφάσεις της Γερμανίας για την επαναφορά των ελέγχων αποκαλύπτουν ότι το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2024 υπό την πίεση των ευρωεκλογών, δεν έλυσε ούτε αυτήν τη φορά τα προβλήματα. Η συμφωνία για το Μεταναστευτικό σερνόταν εδώ και χρόνια, καθώς δεν υπήρχε κοινή αντίληψη μεταξύ των κρατών-μελών. Βιάστηκαν, όμως, πριν από τις ευρωεκλογές να συμφωνήσουν όπως-όπως, υπό τον φόβο της ανόδου της ακροδεξιάς, και έτσι παρουσίασαν ένα μη ικανοποιητικό (για κανέναν) Σύμφωνο ως μεγάλη επιτυχία.
Το πρόβλημα, θεωρεί η Γερμανία τώρα –μετά τα περιστατικά εγκληματικών ενεργειών από ισλαμιστές και τη θεαματική άνοδο της ακροδεξιάς με την αντιμεταναστευτική ατζέντα–, είναι οι λεγόμενες δευτερογενείς ροές, οι οποίες προέρχονται και από την Ελλάδα.
Πολλοί μετανάστες έρχονται στην Ελλάδα, καταθέτουν αιτήσεις και παίρνουν άσυλο και αμέσως μόλις το πάρουν, φεύγουν και πηγαίνουν στη Γερμανία. Άλλοι φεύγουν χωρίς καν να καταγραφούν. Μπαίνουν και βγαίνουν παράνομα, παρά τους ελέγχους που υπάρχουν στα βόρεια σύνορα από τους αστυνομικούς της Frontex για να μη βγουν. Πολλοί μετανάστες και πρόσφυγες, δηλαδή, έρχονται στην Ελλάδα και μετά «εξαφανίζονται», όπως έλεγε κάποτε η υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ Τασία Χριστοδουλοπούλου.
Η Γερμανία προώθησε ευρωπαϊκούς πόρους προς την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης και να μένουν οι μετανάστες εδώ. Αυτό συνέβη σε έναν βαθμό, αλλά μεγάλοι αριθμοί μεταναστών δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν, καθώς ήθελαν (και εξακολουθούν να θέλουν) να πάνε στη Γερμανία. Η ελληνική κυβέρνηση αξιοποίησε τους πόρους, δίνοντας δουλειές, αναθέσεις και προσλαμβάνοντας κόσμο –όχι πάντα με διαφανή και αξιοκρατικά κριτήρια–, αλλά και πάλι δεν μπορεί να συγκρατήσει όλους τους μετανάστες εδώ.
Η αρμόδια γερμανική υπηρεσία για το Μεταναστευτικό σε αλληλογραφία της με στελέχη του ελληνικού υπουργείου επιχείρησε πιεστικά τα τελευταία χρόνια να πείσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τους αρμόδιους υπουργούς ότι πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τα επιδόματα, για να μην αποτελούν παράγοντα έλξης τα γερμανικά επιδόματα. Τα κυβερνητικά στελέχη εξηγούσαν στους Γερμανούς ομολόγους τους ότι δεν μπορούν να δίνουν στους μετανάστες μεγαλύτερα επιδόματα από αυτά που παίρνουν οι πολίτες της χώρας γιατί θα υπάρξει λαϊκή δυσαρέσκεια, επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα οι μισθοί και οι συντάξεις είναι πολύ χαμηλότεροι από ό,τι στη Γερμανία.
Σε αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής τους έχουν προχωρήσει και άλλες χώρες, αλλά η Γερμανία τώρα απειλεί με μαζικές επιστροφές παράνομων μεταναστών προς την Ελλάδα, από την οποία εισήλθαν πολλοί στην Ε.Ε., και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης ως τώρα, ειδικά σε μια περίοδο που δέχεται έντονη κριτική από τα δεξιά της.
Με βάση το νέο ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Μεταναστευτικό, η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει ένα μεγαλύτερο και βελτιωμένο σύστημα υποδοχής και ασύλου, χωρίς να υπάρχει καμία ισχυρή δέσμευση για την αλληλεγγύη που θα λάβει από τις άλλες χώρες. Και όσο θα αυξάνονται οι πιέσεις στην Ε.Ε. για το Μεταναστευτικό και τα κράτη-μέλη θα αυστηροποιούν την πολιτική τους, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στο τέλος η Ελλάδα να μείνει μόνη.