«Τρομακτικές ταινίες. Παράξενοι χαρακτήρες. Ατρόμητες γυναίκες. Ασυνήθιστη συμπεριφορά. Σκοτεινές ιστορίες. Καινοτόμος κινηματογράφηση»: αυτά είναι τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία ενώνουν τις ταινίες που προτιμά η φωτογράφος και σκηνοθέτις Σίντι Σέρμαν, όπως ο Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, για τον τρόπο που σώζει τον εαυτό της η ηρωίδα, αλλά και για το χιούμορ και τον φόβο που της προκάλεσε· το Host, διότι της έκανε εντύπωση το τέρας, εκτός όλων των άλλων· το ντοκιμαντέρ Harlan County, USA, για τους χαρακτήρες και για τα χτενίσματα· το Seconds με τον άνδρα που μεταμορφώνεται σε Ροκ Χάντσον, και το βρήκε κυριολεκτικά απίστευτο· το Inland Empire, για τον πειραματισμό του Λιντς με την ψηφιακή κάμερα· το παντελώς άγνωστο Funky Forest που εξελίσσεται σε τόσο weird εμπειρία, που της έπεσε το σαγόνι όταν το πρωτοείδε· το La Jetée, που ενέπνευσε μέχρι και τον Εξολοθρευτή· η Jeanne Dielman, που κατόρθωσε να βγάλει κάτι συναρπαστικό μέσα από τη βαρετή καθημερινότητα της πρωταγωνίστριας· ο Χορός των Βρικολάκων, για το «τρανσυλβανικό» camp του Πολάνσκι και την υπέροχη Σάρον Τέιτ.
Όλες οι ταινίες που παρακολουθούσε με τους ομογάλακτους της γενιάς της στα τέλη των ’70s στο Thalia της οδού Μπλίκερ, και σε άλλες μονές αίθουσες στην καρδιά του Μανχάταν που πλέον δεν υφίστανται, κλασικές και περιθωριακές αμερικανικές, βωβές ρωσικές, η γαλλική nouvelle vague και τα ορμητικά horror της εποχής που οι τίτλοι τους και μόνο την κρατούσαν σε απόσταση ασφαλείας, για να διαπιστώσει αργότερα πως η αντίθεση της έλξης με την αποστροφή θα έτρεφε τις δικές της εικόνες.
Απ’ όλες τις ταινίες που ενέπνευσαν τη Σέρμαν, το Naked Kiss ίσως είναι η πιο αντιπροσωπευτική όχι μόνο γιατί δυσκολεύει τον θεατή στα συμπεράσματά του –ζητούμενο σε κάθε δουλειά της άλλωστε– αλλά και για τον δυναμισμό της ηρωίδας.
Όπως, για παράδειγμα, η εμβληματική σειρά της με τα 69 ασπρόμαυρα «Untitled Film Stills» (1977-1980), με αποκορύφωμα το νούμερο 21 με τη λοξά καδραρισμένη κυρία από τα ’50s και φόντο τους ουρανοξύστες. Επρόκειτο για μια θεατρικού ύφους αναπαράσταση ανεξάρτητων, ασυμβίβαστων ηρωίδων, σαν βγαλμένων μέσα από τις διαφημιστικές φωτογραφίες και τα πλατό ταινιών από την b-movie και film noir περίοδο του αμερικανικού σινεμά, με το δικό τους μικρό story πίσω από κάθε πόζα αλλά και με μια συνολικά κριτική στάση απέναντι στα στερεότυπα που εμπεριέχουν, αλλά δεν αναπαραγάγουν ακριβώς.
Μία από τις ταινίες που η Σέρμαν σταθερά ξεχωρίζει και συχνά περιλαμβάνει στα κινηματογραφικά προγράμματα που επιμελείται, από τον σινε-μαραθώνιο που φιλοξένησε παλιότερα το MoMa μέχρι τις φετινές 30ές Νύχτες Πρεμιέρας σε συνεργασία με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, είναι το Naked Kiss του Σάμιουελ Φούλερ, γυρισμένο το 1964.
Ήδη από την πρώτη σεκάνς είναι εμφανές το γιατί: μια όμορφη γυναίκα ξυλοφορτώνει άγρια έναν άνδρα σε ένα διαμέρισμα. Η αλλόφρων Κέλι είναι σεξεργάτρια και ο μεθυσμένος «κύριος» είναι ο πρώην προαγωγός της. Του πετάει τα χρήματα και ό,τι άλλο βρίσκει πρόχειρο στη μούρη και πάνω στην πάλη τής φεύγει η περούκα. Ετοιμάζεται να φύγει, διορθώνει το μακιγιάζ της και φτιάχνεται μπροστά στον καθρέφτη την ίδια στιγμή που η ξέφρενη τζαζ υπόκρουση παραχωρεί τη θέση της στους τίτλους αρχής και σε ένα μουσικό ιντερλούδιο με έγχορδα που παραπέμπει σε κλασικό χολιγουντιανό μελόδραμα.
Το ξεκίνημα είναι σοκαριστικό, κι έτσι ακριβώς το σχεδίασε ο Φούλερ. Η κοινωνικά ανήθικη πρωταγωνίστρια αποφασίζει να αλλάξει ζωή, επάγγελμα και περιβάλλον, μετακομίζοντας αμέσως μετά σε μια μικρή κοινότητα που την αντιμετωπίζει με δυσπιστία και δόλο – σαν να πηδάει στο βαγόνι μιας διαφορετικής ταινίας. Νοσοκόμα πλέον, και αρραβωνιασμένη με έναν ευυπόληπτο ντόπιο, νομίζει πως επειδή του αποκαλύπτει την αλήθεια θα μεταστρέψει υπέρ της την αρνητική κοινή γνώμη αλλά και τη σταθερά εχθρική στάση ενός φίλου του, που την κοιτάζει καχύποπτα από την αρχή.
Μόνο όταν τσακώνει επ’ αυτοφώρω τον αγαπημένο της σε μια πράξη απεχθή θα αντιληφθεί πού ξεκινούν τα πραγματικά της βάσανα. Σκάνδαλο, δίκη, ψέματα, συγκάλυψη, μια λυτρωτική παρέμβαση και το φινάλε πικρό και (πολύ) αόριστα αισιόδοξο, ανάλογα με τη ματιά του θεατή, τον οποίο ο Φούλερ έσπευσε να αρπάξει από τα μαλλιά, για να τον εγκαταλείψει στη διφορούμενη μοίρα της Κέλι.
Απ’ όλες τις ταινίες που ενέπνευσαν τη Σέρμαν, το Naked Kiss ίσως είναι η πιο αντιπροσωπευτική όχι μόνο γιατί δυσκολεύει τον θεατή στα συμπεράσματά του –ζητούμενο σε κάθε δουλειά της άλλωστε– αλλά και για τον δυναμισμό της ηρωίδας (την υποδύεται καταπληκτικά η Κονστάνς Τάουερς, που είχε παίξει ήδη έναν δευτερεύοντα ρόλο στην πιο γνωστή, μαζί με το Pickup on South Street, ταινία του Φούλερ, το Shock Corridor, έναν χρόνο νωρίτερα) καθώς και για το φωτογραφικό της στυλ μπροστά στην κάμερα, από την απωθημένη οργή ως την κοινωνική μετάνοια, την απελπισία και την αξιοπρέπεια, σε μια σειρά από ρόλους που καλείται να υποδυθεί, συχνά αντίθετους με τη διάθεσή της.
Η ειρωνεία είναι πως ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης, ο οποίος είχε ξεκινήσει γυρίζοντας πολλά γουέστερν προτού καθιερωθεί με τη δική του εκδοχή των κοινωνικο-αστυνομικών δραμάτων, είχε κάθετη άποψη για το τι συνιστά κίβδηλο νουάρ: «Όταν γίνεται για να συμμορφωθεί με αυτό που λέμε mood. Είναι εύκολο να σετάρουμε μια εικονογραφική ατμόσφαιρα, να γεμίσουμε ένα σοκάκι με σκιές, σκουπιδοτενεκέδες και μαύρες γάτες. Προτιμώ να εστιάσω σε κάτι απειλητικό στη γωνιά μιας όμορφης παιδικής χαράς ή να βάλω παιδάκια να παίζουν σε παγόδες – να χρησιμοποιήσω κοντράστ».
Για τον Φούλερ, ο όρος του νουάρ ήταν ακαταλαβίστικος και όταν τον πίεζαν να υποδείξει ένα δείγμα του είδους ανέφερε το Oxbow Incident του Γουέλμαν, που είναι γουέστερν! Τα ψέματα, η προδοσία, το συναίσθημα, μετρούσαν πάνω απ’ όλα και τα απέδιδε ανεξάρτητα από το αν αφηγούνταν μια πρωτότυπη ιστορία ή διασκεύαζε τον Ιούλιο Καίσαρα. Ένα δικαιολογημένο έγκλημα και η απρόβλεπτη τιμωρία του είναι το ουσιαστικό θέμα του Naked Kiss, που δεν είναι τόσο αγνό νουάρ όσο το Underworld U.S.A. του 1961, που ο σκηνοθέτης θεωρούσε ρομάντσο εκδίκησης, αλλά βρίσκει τον Φούλερ να ακονίζει τις δημοσιογραφικές του λεπίδες (ήταν αστυνομικός ρεπόρτερ στα νιάτα του), αναδεικνύοντας ταυτόχρονα έναν αξέχαστο γυναικείο χαρακτήρα, μοντέρνο και αποφασιστικό, φυλακισμένο στην προκατάληψη και σε μια πουριτανική υποκρισία δύσκολα αναστρέψιμη.
Όπως σημειώνει η κόρη του από τον δεύτερο γάμο του με τη Γερμανίδα ηθοποιό Κρίστα Λανγκ, Σαμάνθα Φούλερ, στο ντοκιμαντέρ A Fuller Life, έναν σχεδόν επιστολικό φόρο τιμής στο έργο του από συνεργάτες και διάσημους θαυμαστές του και ουσιαστικά οπτικοακουστική υποσημείωση στη μεστότατη αυτοβιογραφία του, οι τρεις σημαντικές φάσεις της ζωής του ήταν η νεανική εκπαίδευσή του στους δρόμους της Νέας Υόρκης, η θητεία του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που θεωρούσε το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, και η καριέρα του στον κινηματογράφο.
Ενώ δεν του έλειψε η απασχόληση, οι Γάλλοι θεωρητικοί, από τους σκηνοθέτες της nouvelle vague (ίσως τον θυμάστε από το cameo του στον Τρελό Πιερό) μέχρι τη Cinémathèque, τον Λικ Μουλέ και τον Πιέρ Ρισιάν, ανακάλυψαν την ενέργεια της γραφής του, το γρήγορο τέμπο και τα δυνατά χτυπήματα στις στροφές των σκληρών ιστοριών του, προτείνοντάς τον, δικαίως, ως ξεχωριστό δημιουργό σε πολλές γενιές σκηνοθετών, από τον Βιμ Βέντερς και τον Τζάρμους ως τον Ταραντίνο και τον Κέρτις Χάνσον, που επηρεάστηκαν από το έργο του. Έβλεπε με συμπάθεια τα τραύματα των περιθωριακών και των καταφρονεμένων, ήταν πάντα με το μέρος του προφανούς αουτσάιντερ και του δαχτυλοδειχτούμενου από τον όχλο της φτηνής ηθικολογίας.
Οι πρωταγωνιστές του, ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ ή ο Κλιφ Ρόμπερτσον, μοιάζουν φορτισμένοι από το άχθος του πολέμου ή της δημοσιογραφικής αναλγησίας και όποιος κοροϊδεύει τις ηρωίδες του, την Τζιν Πίτερς ή την Μπάρμπαρα Στάνγουικ, πληρώνει βαρύ αντίτιμο. Ως οπαδός του ρεαλιστικού διαλόγου και του αυθεντικού περιβάλλοντος, αν και με την τεχνική αίσθηση του χολιγουντιανού σινεμά των ’30s και ’40s χαραγμένη στο ανεξάρτητο πνεύμα του, σιχαινόταν τα τεχνητά διλήμματα και τις ψεύτικες δραματικές συνθήκες, την αυτοθυσία της Stella Dallas που τα έδωσε όλα για το παιδί της και την πούλησε ο έρωτας, αλλά και τα κλισέ τύπου η πόρνη με τη χρυσή καρδιά – γι’ αυτό η Κέλι της Τάουερς βλέπει το επάγγελμά της μόνο κάτω από το οικονομικό πρίσμα, ενώ είναι απολύτως φυσικό να αγαπά τα παιδιά και να είναι αυθεντικά καλός άνθρωπος.
Έκανε το σινεμά που ήθελε εκτός στούντιο, επιθετικό και αν χρειαζόταν trashy, όπως στην περίπτωση του Naked Kiss (ποιος θα περίμενε μια τόσο φεμινιστική ταινία από έναν σκηνοθέτη ανδρών;), και συμβιβαζόταν μόνο όταν τον πίεζαν να αφαιρέσει απαγορευμένες λέξεις, για να μην καταδικάσει τις ταινίες του στο περιθώριο της διανομής.
Απέφευγε την πολυκοσμία στο κάδρο του και για να πετύχει την ψυχική απομόνωση, επικεντρωνόταν σε κοντινά πλάνα, αν και με μια χαλαρότητα στην κίνηση της κάμερας που τον διαφοροποιούσε από τους κλασικούς μάστορες του αστυνομικού και προκαλούσε τον θαυμασμό του Μάρτιν Σκορσέζε. «Η κίνηση είναι μετρητής, είτε μιλάμε για δράση ή πρόκειται για διάλογο», είχε πει στο «Images Journal». «Σταθμίζει το σημείο όπου οδηγείται το βλέμμα του θεατή. Αυτό το πράγμα που αποκαλείται στυλ προσαρμόζεται αποκλειστικά στη δράση, στο σενάριο και στους χαρακτήρες».
Το «Naked Kiss» θα προβληθεί στις 3 και στις 5 Οκτωβρίου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στο πλαίσιο του 30oύ Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, σε curation της Σίντι Σέρμαν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.