Αγέρωχη περιφέρεται τα βράδια από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Η ουρά της βελούδινης ρόμπας της κυματίζει ανάλαφρα, συλλέγοντας λαίμαργα τη σκόνη που συσσωρεύεται στο ξύλινο πάτωμα. Δεν την απασχολούν, όμως, ούτε οι ρύποι ούτε η φθορά των αντικειμένων γύρω της: γνώριζε πάντοτε πώς να υπερνικά την ποταπότητα, ακτινοβολώντας κομψότητα και πυγμή.
Τα σκυλιά γαβγίζουν στην πύλη. Θαμμένοι στους πρόποδες του λόφου, απέναντι από το ξενοδοχείο της, οι νεκροί βασιλείς αδιαφορούν για την αναρχία της βλάστησης. Εκείνη, αποφασισμένη να μην ξεθωριάσει ποτέ, κοιτάζει τα ερείπια από το παράθυρό της και περιμένει... Κανένας δεν θα καταλάβει τι κρύβεται πίσω από το υπέροχο πείσμα της. Πόσο ετοιμόρροπη στέκεται πίσω από το λαμπερό προσωπείο της. Τα έχει σχεδιάσει όλα έτσι ώστε να παραμένει ανεξιχνίαστη.
Καθημερινά ξεσκονίζει τ’ αναμνηστικά που κράτησε από τους μνηστήρες της. Κάποτε είχε πολλούς. Άνδρες όλων των ειδών και των ηλικιών παρατάσσονταν σε κύκλο, ενώ εκείνη κατέβαινε νωχελικά τη σκάλα πετώντας ένα ένα τα ρούχα της. Λυσίμαχος Βουρέν - ενεχυροδανειστής, Μάριο Μολίνα - μάγειρας, Ξαβιέ Χερνάντεζ - δάσκαλος, Τιμόθεος Τιμοθέου - αστυνομικός, Ευτύχιος - δόκιμος μοναχός, η λίστα ατελείωτη. Έδιναν μάχη για ένα βλέμμα της, εκείνη, όμως, βράχος – αθεράπευτα αφοσιωμένη στον μοναδικό άνδρα που τη συγκλόνισε ποτέ συθέμελα. «Θα έρθει κι όλα θα φανερωθούν», λέει στον αδελφό της. «Τον έχω ονειρευτεί τόσα βράδια που αποκλείεται να μη γυρίσει».
Κωμωδία, ποίηση και ψυχανάλυση σπάνια συνευρίσκονται τόσο γόνιμα εναγκαλισμένες όσο εδώ, σε τούτο το συγκινητικά «λοξό», ευρηματικά πολυσήμαντο κείμενο του Άκη Δήμου που συναντά αποθεωτική μεταχείριση στα χέρια του Γιάννη Σκουρλέτη και των ηθοποιών του.
Τι κι αν δεν έμαθε ποτέ τ’ όνομά του; Τι κι αν πέρασαν μαζί μονάχα μία νύχτα; «Υπάρχουν νύχτες που μετράνε σαν χρόνια», επιμένει η Αγνή ανακαλώντας τον αποχωρισμό τους. Έκτοτε, σταμάτησαν τα ρολόγια, έφυγαν οι επισκέπτες, άδειασαν οι σάλες. Γέμισαν οι τοίχοι γρατζουνιές.
Αιχμάλωτοι του παρελθόντος, η Αγνή και ο Ίων, τα δυο τέκνα ενός άστοργου στρατιωτικού και μιας αυτόχειρος μητέρας, διάγουν εν αναμονή. Ο καθένας επινοεί τις δικές του τελετουργίες για να αντεπεξέλθει. Όσο δριμύτερη η ματαίωση τόσο σφοδρότερη η επανάληψη: ένα τραύμα βασιλικών διαστάσεων αξιώνει βασιλικές αναπαραστάσεις. Η Αγνή θα συνεχίσει να υποδύεται την πιο πιστή σύζυγο όλων των εποχών («παραλίγο να με βάφτιζαν Πηνελόπη») με την ίδια ζέση, διεκδικώντας τον δικό της θρόνο στο παλάτι των ψευδαισθήσεων. Κι ας γνωρίζει κατά βάθος πως είναι πολύ αργά για να ξανασμίξει με τον Οδυσσέα της.
Γιατί παρόλο που επιστρέφει, ετούτος ο Οδυσσέας δεν έχει πλέον όρεξη για φιλιά. Τον ενδιαφέρει η νεκρή βασίλισσα και όχι η σύγχρονη εκδοχή της. Ο τάφος και όχι το κρεβάτι της. Ο πολυμήχανος ομηρικός τυχοδιώκτης κατάντησε ένας μυωπικός ιστοριοδίφης που προτιμά να γράφει ταξιδιωτικούς οδηγούς αντί να ταξιδεύει.
Κυκλικές διαδρομές, φθίνοντες αντικατοπτρισμοί, η επανάληψη ως οδύνη και ως ηδονή. Το ήδη και το όχι ακόμη. Αστραφτερές λεκτικές μονομαχίες, παραληρηματικοί μονόλογοι, αντικείμενα-φετίχ, ρομαντικές ολισθήσεις, ραγίσματα που απειλούν την ευφρόσυνη επιφάνεια, ένα δωμάτιο αλλεπάλληλων αντηχήσεων: κωμωδία, ποίηση και ψυχανάλυση σπάνια συνευρίσκονται τόσο γόνιμα εναγκαλισμένες όσο εδώ, σε τούτο το συγκινητικά «λοξό», ευρηματικά πολυσήμαντο κείμενο του Άκη Δήμου που συναντά αποθεωτική μεταχείριση στα χέρια του Γιάννη Σκουρλέτη και των ηθοποιών του.
Ο σκηνοθέτης επινοεί ένα ακραίο παιχνίδι μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, φύσης και κατασκευής. Αν όλα τα σημαντικά συμβαίνουν στα σύνορα, εδώ βρισκόμαστε διαρκώς «ανάμεσα» (στο Υψηλό και στο Χαμηλό, στον μύθο και στην παρωδία, στο ευγενές και στο μπανάλ, στο παλιό και στο καινούργιο, στο θήλυ και στο άρρεν), σε κατάσταση μεθυστικού μετεωρισμού.
Το ρεαλιστικό σκηνικό μιας vintage τραπεζαρίας (με εταζέρες, μπιμπλό, καθρέφτες, κορνίζες, βάζα και σεμεδάκια) φιλοξενεί τις πλέον αντινατουραλιστικές, παρανοϊκές φιγούρες. Η ξέφρενη σπινθηροβόλα αίσθηση του boulevard και της φάρσας αναδύεται μέσα από τους αλλεπάλληλους παφλασμούς μιας γλυκόπικρης ερωτικής νοσταλγίας. Το σοβαρό είναι φαιδρό και το φαιδρό σοβαρό, ταυτόχρονα.
Οι τρεις ήρωες παρουσιάζονται, από τους ηθοποιούς και από τον σκηνοθέτη, ως ριζικές εκφράσεις επιτήδευσης και υπερβολής. Απεχθάνονται καθετί φυσικό, κομψό, «όμορφο», καλοταιριασμένο. Έχουν παραπανίσιες τρίχες, κιλά και πόζες. Επιλέγουν τρανς ταυτότητες, τη δημιουργική επανα-σκηνοθεσία του σώματός τους, υιοθετημένες φωνές, χειρονομίες, βλέμματα. Συνενώνουν τα θραύσματα του παρελθόντος, του οικογενειακού και συλλογικού μύθου με τα είδη, τα ύφη και τις τονικότητες της θεατρικής τέχνης. Αγοραίοι διάλογοι και ποιητικές εξάρσεις. Kωμωδία μυστηρίου και μελοδραματικές εκλάμψεις. Ένας φανφαρόνος ντετέκτιβ στο μπουντουάρ της Κυρίας με τις καμέλιες. «Φιγούρες της τράπουλας, δίχως πάχος»*. Θέατρο μέσα στο θέατρο και ρόλος μέσα στον ρόλο: ποιος υποδύεται ποια και πότε σταματά η «ερμηνεία»; Βολβός κρεμμυδιού με ατελείωτες στρώσεις.
Όσο κι αν ονειρεύεται την Έντα Γκάμπλερ, όσο κι αν κραδαίνει τα πιστόλια της πέρα δώθε, η εξαίσια Αγνή του Χάρη Χαραλάμπους-Καζέπη δεν είναι παρά μια femme fatale της κακιάς ώρας: με μισάνοιχτη ρόμπα και παντόφλες, θορυβώδεις στοματικές συνήθειες και λευκό μέικ απ που λιώνει υπό το φως των προβολέων, επιδεικνύει την αξιαγάπητη μεγαλομανία της την ίδια στιγμή που αδυνατεί παταγωδώς να σταθεί στο ύψος των μυθικών φαντασιώσεών της. Όμως δεν το βάζει κάτω, αντιστέκεται. «Παίζει» την Πηνελόπη, «παίζει» το φύλο της, επιδεικτικά, αψήφιστα, με απαράμιλλο κωμικό νάζι, ξορκίζοντας έτσι, μέσα από αυτή την απολαυστικά κωμική επιτέλεση της θηλυκότητας, όχι μόνο τον φόβο αντιποίνων από τη σπάθη της κανονικότητας αλλά και το ασήκωτο βάρος της οικογενειακής ιστορίας της.
Ο Ίωνας του Στέλιου Δημόπουλου, με τα καρτουνίστικα ροζ μάγουλα, το στενό τζιν και το ακόμα πιο στενό μπλουζάκι, είναι ο νεότερος, ποδοπατημένος από τον πατέρα, αδελφός που ξεχειλίζει κωμικό παράπονο σε κάθε του βήμα, σε κάθε του λέξη. Μια θαυμαστή ενορχήστρωση κίνησης, φωνής και φράντζας, η εξαιρετική ερμηνεία του ηθοποιού προσφέρει το αναγκαίο –sporty και ποπ– αντίβαρο στην παλιομοδίτικη αισθητική της Αγνής.
Στον Άνδρα του Θανάση Δήμου όλα είναι «μεγάλα»: η πληθωρική αύρα του, η επιτηδευμένα βροντερή φωνή του, ο τρόπος που χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι, οι οργισμένες «κορόνες» του, το μουστάκι του. Διεγείρει το ενδιαφέρον με την είσοδό του αλλά και με την οπερατικά σκηνοθετημένη αρρενωπότητά του, τόσο υπερβολική στη σατιρική ανάπτυξη των σημείων της ώστε σπέρνει σταδιακά την πιο σοβαρή υποψία: δεν είναι μόνο η θηλυκότητα μεταμφίεση (Joan Riviere, Jacques Lacan) αλλά και η αρρενωπότητα. Aπλά υπέροχος.
«Μάθε με να φεύγω», εκλιπαρεί η Αγνή τον Άνδρα, σωριασμένη στο πάτωμα. Η συγκίνηση ξεπηδά ακαριαία, σε μια στιγμή κατάρρευσης, άκρως αιφνιδιαστικής στην έντασή της. Προφανώς, η απόγνωση ξέρει να κρύβεται πολύ καλά μέσα σε τούτο το αριστοτεχνικά γραμμένο και σκηνοθετημένο κυνηγητό των εραστών και των ταυτοτήτων.
* Gilles Deleuze, Η λογική του νοήματος
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO