«AU REVOIR, ΑΣΟΕΕ, Πεδίον Άρεως, Πολυτεχνείο. Στρίβεις Στουρνάρη από Εξάρχεια. Λαμαρίνα και μπάτσοι. Νεότευκτες πανσιόν με ψαγμένα ονόματα, gastro-bar και νεο-καφενεία. Όλα στην υπηρεσία σας/τους. Θεματικό πάρκο Αθήνα. Ανθίζουν οι εντεπρενέρς και η νέα αντιπαροχή συλλαβίζεται με τρία γράμματα. Σομελιέ Κόκα-Κόλας προτείνουν το κατάλληλο σεβίτσε για καπνισμένο ουίσκι, μετά το brunch. Στην πόλη αυτή, μόνο τα αδέσποτα σκυλιά είναι ακόμη καθαρά στις προθέσεις».¹
Πράγματα που μας είναι πάνω-κάτω γνωστά. Όλοι έχουμε δει τις αλλαγές στην πόλη. Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει για το gentrification/εξευγενισμό. Τα συμπτώματά του –οι ανακαινισμένες πανσιόν, τα gastro-bars κι οι σομελιέ– είναι παντού τα ίδια. Το βασικό μοτίβο αφορά την «ανάπλαση» του αστικού τοπίου, τη μαζική αγορά και αναβάθμιση ακινήτων που αλλάζει τον χαρακτήρα των γειτονιών. Η εκάστοτε γειτονιά «ομορφαίνει», γίνεται «κουλ», φέρνει τουρίστες και επενδυτές και πάντοτε ακριβαίνει. Το αποτέλεσμα είναι ο εκτοπισμός των ντόπιων (που δεν μπορούν πια να πληρώσουν το νοίκι) και η διάλυση κοινοτήτων.
Η συζήτηση γύρω απ’ τον εξευγενισμό στην Αθήνα έχει υπάρξει ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία χρόνια, κι έτσι ήταν αναμενόμενο ότι η πεζογραφία –η κατεξοχήν αναστοχαστική τέχνη, που απορροφά το σήμερα και το ξερνά ως μύθο– θα ασχολούνταν μ’ αυτήν τη θεματική. Στη νουβέλα Ματαδόρ, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο, ο αφηγητής του Βαγγέλη Μαρινάκη δηλώνει ότι «η πόλη δεν σε ρωτάει καθώς μεταμορφώνεται σε τεμαχισμένο Airbnb».
Η αισθητική του εξευγενισμού βασίζεται σε μια προσομοίωση αυθεντικότητας. Συχνά, αυτή περιλαμβάνει (ακριβείς) απομιμήσεις του λαϊκού, της αντι-κουλτούρας, του «συνοικιακού» και του εργατικού.
Παράλληλα, όμως, σημειώνει πως ο εξευγενισμός δεν είναι τόσο μια καινούργια διαδικασία όσο μια αναβάθμιση της άγριας τουριστικοποίησης της Ελλάδας, η οποία «από το ’60 κι έπειτα, σχεδόν πάντοτε, διαγράφει τους ίδιους φαύλους κύκλους. Μόνη διαφορά μας, σήμερα, ότι έχουν προστεθεί στο παλμαρέ οι mixologists, οι σομελιέ νερού […] και ότι τους μάγειρες τους λέμε σεφ».²
Το μυθιστόρημα Deepfake του Μάκη Μαλαφέκα, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο, εξετάζει μια διαφορετική πτυχή του εξευγενισμού. Συγκεκριμένα, σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο ο εξευγενισμός λειτουργεί μέσα απ’ τις ίδιες τις επιθυμίες των ανθρώπων, μέσα από τη λαχτάρα μικροαστικών και μεσοαστικών υποκειμένων για κάτι το «αυθεντικό». Έτσι, ένα «ανεξερεύνητο» μέρος τραβάει κόσμο που αναζητεί το «ακατέργαστο» και ο οποίος, καθώς έρχεται –ακριβώς επειδή έρχεται– σκοτώνει την αυθεντικότητα κι εξωθεί τον χώρο στην τυποποίηση και τη μαζική παραγωγή.
Ο Μιχάλης Κρόκος, αφηγητής του Deepfake, το αναγνωρίζει αυτό. Αράζει στο self-service του Hondos Center στην Ομόνοια (μια μικρή όαση μέσα στην πόλη του εκσυγχρονισμού), χαζεύοντας τους άλλους θαμώνες, «ζευγαράκια άλλης εποχής» και «παππούδες με σπράιτ», όταν βλέπει «τον έναν κουλ χιπστερά […] με τη βερμούδα και το φαρδύ πουκάμισο και τα κοκάλινα γυαλιά Έλτον Τζον να αγναντεύει μελαγχολικά το υπερπέραν, σημάδι ότι σε τρεις μήνες ο ένας θα ’χει γίνει πέντε και σύντομα θα πέσει κι αυτό το κάστρο».³
Η αισθητική του εξευγενισμού βασίζεται σε μια προσομοίωση αυθεντικότητας. Συχνά, αυτή περιλαμβάνει (ακριβείς) απομιμήσεις του λαϊκού, της αντι-κουλτούρας, του «συνοικιακού» και του εργατικού. Στο διήγημα «Καφέ Κ» από τη συλλογή Δέρμα, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του ’22, η αφηγήτρια της Βίβιαν Στεργίου περιγράφει ένα «κουλ» καφέ στο εξευγενισμένο ανατολικό Βερολίνο. Στέκεται στο ντύσιμο των θαμώνων, το επιτηδευμένο τους στυλ που προσπαθεί να μοιάσει σε χειρωνακτικούς εργάτες.
Σχολιάζει το πέτσινο μπουφάν ενός θαμώνα που της τη δίνει: «Το πέτσινο μπουφάν κοστίζει τουλάχιστον δύο φορές τον κατώτατο μισθό ενός εργάτη πρώην σοβιετικής χώρας, απ’ αυτούς που όλη μέρα διαλύουν το Βερολίνο σε μικρά κομμάτια και ροζ υπέργειους σωλήνες, για να το ξανασυνθέσουν υπομένοντας τον βίαιο ήχο που κάνει το τρυπάνι, εισπνέοντας αυτήν τη σκόνη που θα καθίσει σε κόκκους στα πνευμόνια τους και θα τους εξοντώσει».[4]
Η αγαπημένη μου, όμως, λογοτεχνική αναμέτρηση με τον εξευγενισμό είναι το διήγημα «Ενάντια στη Νύχτα» του Ρένου Μάρτη, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του ’23 στο δεύτερο τεύχος της Βλάβης.[5] Ο αφηγητής του Μάρτη είναι ένα νυχτοπούλι που αγαπά το σκοτάδι και θεωρεί ότι ένας βραδινός περίπατος είναι το «απολαυστικότερο και πιο τζάμπα πράγμα στον κόσμο». Κάποια στιγμή, βγαίνοντας απ’ το σπίτι του, τυφλώνεται απ’ το «λευκό φως ενός προβολέα» και ανακαλύπτει πως «ο Δήμος αποφάσισε ν’ αλλάξει τις λάμπες για λόγους οικονομίας, οικολογίας, αειφορίας».
Η επέλαση των LED φανοστατών –ένα έργο «ανάπλασης»– λούζει τους δρόμους με ασφυκτικό φως, κάνοντας τα πάντα μετρήσιμα και σαφή. Ο απεγνωσμένος αφηγητής δεν αντιδρά, γιατί ελπίζει πως θα επέμβουν οι «ειδικοί» για ν’ αναστρέψουν την κατάσταση και να επαναφέρουν τον θερμό φωτισμό. Όμως, οι ανακριτικοί προβολείς συνεχίζουν ν’ απλώνονται και κατακτούν όλο και περισσότερες περιοχές της Αθήνας. Τελικά, το νυχτοπούλι-αφηγητής αποδέχεται πικρά τον θρίαμβο της Προόδου και αναγνωρίζει, στα φώτα της ανάπλασης, «την όψη του μέλλοντος: άγρυπνο και συνάμα νωχελικό, ανοίκειο και συνάμα διαυγές, προηγμένο μες στην ασχήμια του, καταναγκαστικά ασφαλές∙ η απόχρωσή του ψυχρή, το υλικό του ημιαγώγιμο. Θα ζήσουμε ενάντια στη Νύχτα!».
[1] Βαγγέλης Μαρινάκης, Ματαδόρ, εκδ. Κάππα Εκδοτική, 2024, σ. 57.
[2] Ό.π., σ. 36.
[3] Μάκης Μαλαφέκας, Deepfake, εκδ. Αντίποδες, 2024, σ. 32.
[4] Βίβιαν Στεργίου, Δέρμα, εκδ. Πόλις, 2022, σ. 67.
[5] Ρένος Μάρτης, «Ενάντια στη Νύχτα», στο «Βλάβη 2», εκδ. Αντίποδες, 2023, σ. 98-100.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.