Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται Facebook Twitter
Η σκηνοθεσία, αυτή που φαινόταν αρχικά ψυχρή και επιθετικά διακείμενη απέναντι σε κάθε νοσταλγική προδιάθεση, οδηγεί τώρα ηθοποιούς και θεατές σε μια απρόσμενη συναισθηματική έκρηξη. Φωτ.: Μαριλένα Αναστασιάδου
0

Ογδόντα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα του έργου, όλα πλέον κρίνονται από τον τρόπο που στεκόμαστε απέναντι στη Λόρα. Τι βλέπουμε όταν την κοιτάζουμε; Πώς διαβάζουμε σήμερα τη «γυάλινη» ηρωίδα του Τένεσι Oυίλιαμς; Πώς ερμηνεύουμε το ανάπηρο σώμα, την καταπιεσμένη επιθυμία, τη σχέση της με τη ζωή;

Βλέπουμε ένα ευαίσθητο, ντροπαλό κορίτσι με σπασμένες φτερούγες που τιτιβίζει τρυφερά λόγια στα ζωάκια του γυάλινου θηριοτροφείου της; Μια εύθραυστη, ψυχικά τραυματισμένη ύπαρξη που μοιάζει ανήμπορη να επιβιώσει σε αληθινό χρόνο και τόπο, «σωματικά ακατάλληλη ή αταίριαστη στις απαιτήσεις της κανονικής ζωής», όπως έγραψε κάποτε ένας κριτικός; Μια νεαρή γυναίκα που προτιμά να καλπάζει αμέριμνη στον κόσμο των καλοκάγαθων μυθικών μονόκερων, αποφεύγοντας συστηματικά την έξοδο από τη μητρική εστία; Εστιάζουμε, με άλλα λόγια, ακόμα στην αδυναμία της ή μήπως έχουμε αρχίσει να διακρίνουμε το λαμπίρισμα της ασυνήθιστης δύναμής της;

Σίγουρα, το ίδιο το έργο τοποθετεί τη Λόρα σε θέση ακραίας ευαλωτότητας. Μαθαίνουμε αρχικά ότι μια παιδική ασθένεια την άφησε ανάπηρη, με το ένα πόδι κοντύτερο από το άλλο και σε νάρθηκα. Ο συγγραφέας την οραματίζεται με ένα βιολετί κιμονό, καθισμένη σε μια λεπτεπίλεπτη φιλντισένια καρέκλα, ν’ ακούει δίσκους στο Victrola πικάπ της. «Το φως που πέφτει πάνω στη Λόρα πρέπει να είναι αλλιώτικο από των υπολοίπων, να έχει μια παράξενη, άσπιλη καθαρότητα, όπως αυτή που χαρακτηρίζει το φως στα πρώιμα θρησκευτικά πορτρέτα γυναικών αγίων», σημειώνουν οι σκηνικές οδηγίες. Η αγία Λόρα είναι τρομερά ντροπαλή, λέει ο αδελφός της: ζει σ’ έναν δικό της κόσμο, κι αυτό την κάνει να φαίνεται «κάπως αλλόκοτη» στους ξένους. Όχι μόνο δεν τελείωσε ποτέ το γυμνάσιο αλλά η θητεία της στη σχολή δεξιοτήτων που την έγραψε η μητέρα της διεκόπη απότομα, όταν η μαθητευόμενη κατέρρευσε πανικόβλητη, αρνούμενη να υποβληθεί στο τεστ ταχείας πληκτρολόγησης.

Επίμονα και συστηματικά, ο σκηνοθέτης ξεφλουδίζει από πάνω της δεκαετίες μουχλιασμένων αντιλήψεων. Σκάβοντας στα θεμέλια, την απελευθερώνει, της ανοίγει τη σκηνή –κυριολεκτικά και μεταφορικά–για να ξεδιπλώσει τη μοναδικότητά της· ακόμα περισσότερο, να την ανακαλύψει μαζί μας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αδελφή του Τομ, του αφηγητή του Γυάλινου κόσμου» και άλτερ έγκο του Ουίλιαμς, είναι μια ρομαντική ψυχή. Το χαϊδευτικό παρατσούκλι που τη συνόδευε στο γυμνάσιο ήταν, άλλωστε, «Μπλε Ρόδο» («Blue Rose»), ένα λουλούδι ανύπαρκτο, εξωτικό, καρπός φαντασιακών υβριδικών επιμειξιών, το «γαλάζιο άνθος» του Νοβάλις, το «ιερό σύμβολο του ρομαντικού κινήματος» (H.H. Boyesen) που συμβόλιζε τη βαθιά λαχτάρα της ποιητικής ψυχής για το άπειρο, το άπιαστο, το ανεξάντλητο. Η λέξη «ρόδο» («rose»), συνειρμικά μας οδηγεί, φυσικά, στην ίδια την αδελφή του Ουίλιαμς, τη Ρόουζ, με τα σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας –από τις πρώτες ασθενείς που υπέστησαν λοβοτομή στην Αμερική–, η βασανιστική ανάμνηση της οποίας έμελλε να στοιχειώσει τον αδερφό της, σύμφωνα με τους βιογράφους του, μέχρι τον θάνατό του.

Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται Facebook Twitter
Η ψηλάφιση των ομοερωτικών κραδασμών μεταξύ των δυο φίλων συνιστά μια ακόμη σκηνοθετική απόπειρα διερεύνησης των εναλλακτικών και ευρύτερα queer διαδρομών που διανοίγονται μυστικά από το κείμενο του Ουίλιαμς. Φωτ.: Μαριλένα Αναστασιάδου

Θα ήταν, όμως, λάθος ή, αν μη τι άλλο παραπλανητικό, να ταυτίσουμε τη Λόρα με την άτυχη Ρόουζ, όσο κι αν η αυτοβιογραφική διάσταση του Γυάλινου κόσμου μάς καλεί να κάνουμε ακριβώς αυτό. Γιατί τότε θα έπρεπε να ξεχάσουμε ότι κάθε σπουδαίο έργο πάντοτε αφήνει –μικρότερα ή μεγαλύτερα– περιθώρια απόδρασης, ακόμη και στις φαινομενικά καταδικασμένες ηρωίδες του. Το διακύβευμα διαγράφεται υψηλό: θα ακολουθήσουμε τις γραμμές φυγής ή θα συνεχίσουμε να θεωρούμε τη Λόρα ένα γυάλινο ζωάκι, καρφωμένο στο ράφι του; Θα εντοπίσουμε, πίσω από τη μάλλον απαισιόδοξη ατμόσφαιρα του κειμένου, εκείνες τις κρυφές δυνάμεις που αντιστέκονται στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας, δηλαδή το αφήγημα που ασπάζονται η Αμάντα, ο Τζιμ και η Αμερική ολόκληρη ή θα παραδώσουμε τη Λόρα στο σκοτάδι των σβησμένων κεριών της, με το οποίο κλείνει, τόσο μελαγχολικά, η τελευταία σκηνή;  

Ο Antonio Latella έρχεται για να μας προσφέρει αυτό ακριβώς το πολύτιμο δώρο: την «άλλη» Λόρα, αυτή που μόνο σήμερα, με το εξασκημένο βλέμμα μας, είμαστε ίσως σε θέση να αντιληφθούμε. Επίμονα και συστηματικά, ο σκηνοθέτης ξεφλουδίζει από πάνω της δεκαετίες μουχλιασμένων αντιλήψεων. Σκάβοντας στα θεμέλια, την απελευθερώνει, της ανοίγει τη σκηνή –κυριολεκτικά και μεταφορικά–για να ξεδιπλώσει τη μοναδικότητά της· ακόμα περισσότερο, να την ανακαλύψει μαζί μας.

Μπορεί η πρώτη επαφή με την παράσταση να ξενίζει τον θεατή, να τον κάνει να αισθάνεται ελαφρώς άβολα: τα φώτα της πλατείας είναι ακόμη αναμμένα (και θα παραμείνουν το μεγαλύτερο διάστημα), όταν ο Τομ-Αφηγητής πετάγεται ξαφνικά σαν ελατήριο, ουρλιάζοντας δίπλα στ’ αυτιά μας (ο ηθοποιός κάθεται ήδη πριν από την έναρξη ανάμεσά μας). Αφού ηρεμήσει, και η τρομάρα μας καταλαγιάσει, θ’ αρχίσει να καλεί τους υπόλοιπους ήρωες να εμφανιστούν: αυτό, δε, το κάνει χωρίς ίχνος τρυφερότητας στη φωνή του, σκληρά, επιτακτικά, σχεδόν ειρωνικά. Κι έτσι όπως τους βλέπουμε να παίρνουν ένας ένας τις θέσεις τους στην ολόγυμνη σκηνή, χωρίς να μπορούν να πιαστούν από πουθενά –μονάχα μια τεράστια ασπρόμαυρη φωτογραφία του συγγραφέα καλύπτει τον τοίχο στο βάθος, κι ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι τζάμι μετακινείται πέρα δώθε πάνω σε τροχήλατη βάση–, νιώθουμε ολοένα περισσότερο μετέωροι, άχαρα εκτεθειμένοι: λες και ο σκηνοθέτης αποφάσισε να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να γκρεμίσει κάθε καταφύγιο, κάθε πηγή ζεστού φωτός, να πλάσει την πλέον αντι-ρομαντική εκδοχή του Γυάλινου κόσμου που έχουμε δει ποτέ.

Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται Facebook Twitter
Η Λόρα της Λήδας Κουτσοδασκάλου μας εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη έκπληξη σε τούτη εδώ την παράσταση. Φωτ.: Μαριλένα Αναστασιάδου

Η στάση αυτή αρχικά μάς βάζει σε υποψίες: μήπως έχουμε να κάνουμε με μια... επίδειξη πρωτοτυπίας; Σιγά σιγά, οι επιφυλάξεις κάμπτονται: η δράση, οι ηθοποιοί, το πάθος τους, η προσήλωσή τους μας συνεπαίρνουν.

Η Μαρία Καλλιμάνη αποφεύγει όλες τις γνώριμες παγίδες του ρόλου της: δεν διαθέτει τίποτα γραφικό ετούτη εδώ η Αμάντα, έχει κόψει κάθε δεσμό με τις οικείες αναπαραστάσεις της υστερικής, ασφυκτικής μάνας με τη στριγγή φωνή και την αύρα της ξεπεσμένης καλλονής του Νότου. Είναι μοντέρνα, είναι σύνθετη, είναι πολύπλοκη: αγαπά και αγωνιά, πασχίζει και καταδυναστεύει, λικνίζεται και παλιμπαιδίζει, υπερασπίζεται και θυμώνει. Λιτά, άμεσα, χωρίς φιοριτούρες.    

Ο θυμός είναι μάλλον το πιο έντονο χαρακτηριστικό γνώρισμα ετούτου του Τομ, έτσι όπως τον υποδύεται, με κρυστάλλινη συνέπεια, ο Βαγγέλης Αμπατζής, ενώ ο Τζιμ του Νίκου Μήλια φαντάζει ελαφρώς «φευγάτος», ο λιγότερο βεβαρυμένος από το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούν οι αναμνήσεις του Τομ. Η ψηλάφιση των ομοερωτικών κραδασμών μεταξύ των δυο φίλων συνιστά μια ακόμη σκηνοθετική απόπειρα διερεύνησης των εναλλακτικών και ευρύτερα queer διαδρομών που διανοίγονται μυστικά από το κείμενο του Ουίλιαμς. 

Είναι, όμως, όπως προανέφερα, η Λόρα της Λήδας Κουτσοδασκάλου που μας εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη έκπληξη σε τούτη εδώ την παράσταση. Χτυπώντας επιδεικτικά, αψήφιστα το «ανάπηρο» πόδι της στο πάτωμα, παράγοντας έναν ήχο ενοχλητικό, ανενδοίαστο, η ηθοποιός αρνείται να συνθηκολογήσει με όσους τη φαντάζονται ως πληγωμένο ζωάκι, αξιολύπητο κοριτσάκι δίχως προοπτική και πιθανότητα επιβίωσης. Φέρει τη διαφορετικότητά της με φυσικότητα, με γλυκύτητα, αλλά ποτέ με ηττοπάθεια ή αυτολύπηση.

Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται Facebook Twitter
Η σκηνή του άγριου χορευτικού σόλο αναδεικνύεται όχι μόνο μια σαρωτική πράξη αντίστασης στις ρυθμιστικές αρχές της ζωής αλλά και μια μαγική στιγμή διατράνωσης του «επιθυμείν αλλιώς» Φωτ.: Μαριλένα Αναστασιάδου

Στη σκηνή του ξέφρενου χορού της –που προκύπτει κατά τη συνεύρεσή της με το ενθαρρυντικό βλέμμα του Τζιμ– το αναστατωμένο, πυρπολημένο, ρυθμικά δονούμενο σώμα της ανακαλύπτει στην τέχνη της κίνησης όλη την ορμή και την ένταση που λαθροβιούσε εντός του. Εδώ συναντάμε την αληθινή Λόρα σε όλο το μεγαλείο της: τη Λόρα που λατρεύει να περιπλανιέται στο πάρκο, να συνομιλεί με τους πιγκουίνους και τα τροπικά φυτά, απεχθάνεται τη δουλειά γραφείου και τα τεστ ταχύτητας, παθιάζεται με τον κόσμο της φαντασίας και της τέχνης, προτείνει έναν άλλον τρόπο θέασης των πραγμάτων και εμπλοκής μαζί τους.

Η σκηνοθεσία, αυτή που φαινόταν αρχικά ψυχρή και επιθετικά διακείμενη απέναντι σε κάθε νοσταλγική προδιάθεση, οδηγεί τώρα ηθοποιούς και θεατές σε μια απρόσμενη συναισθηματική έκρηξη. Ως εκ τούτου, η σκηνή του άγριου χορευτικού σόλο αναδεικνύεται όχι μόνο μια σαρωτική πράξη αντίστασης στις ρυθμιστικές αρχές της ζωής αλλά και μια μαγική στιγμή διατράνωσης του «επιθυμείν αλλιώς»: μια εορταστική επιβεβαίωση της δυνατότητας του υπάρχειν πέρα από κάθε ισοπεδωτικά στενόμυαλο πρότυπο αρτιμέλειας και ομορφιάς.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Οικονομίδου

Θέατρο / Ράνια Οικονομίδου: «Τον Βογιατζή δεν τον θαύμαζα σαν θεό, τον εκτιμούσα ως συνάδελφο»

«Στο θέατρο δεν κρύβεσαι από πουθενά» σχολιάζει η σπουδαία ηθοποιός μας, μιλώντας για το τότε και το τώρα της ζωής στο σανίδι και στα παρασκήνια, ενώ ετοιμάζεται για την «Προξενήτρα» του Θόρντον Ουάιλντερ.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ