Πριν από λίγους μήνες το Whitney Museum of American Art απέκτησε το έργο του Τεό Τριανταφυλλίδη «BugSim (Pheromone Spa)» ως μέρος του «Shifting Landscapes», μιας έκθεσης που δίνει μια εκτεταμένη ερμηνεία του τοπίου. Τα έργα απεικονίζουν τις επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης στο περιβάλλον, εξετάζουν τα όρια και τις επιπτώσεις της γεωπολιτικής και δίνουν σχήμα σε φανταστικούς χώρους ως τρόπους αποσταθεροποίησης της έννοιας του «φυσικού» κόσμου.
Το «τοπίο» αυτό του Τεό, ένα τεράριουμ που οργώνει τη φαντασία με τη συναρπαστική συμπλοκή του ψηφιακού και του φυσικού κόσμου, είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα. Όταν φτάνω στο στούντιό του τού ζητώ να το δούμε, και καθόμαστε στον ειδικά σχεδιασμένο καναπέ, μέρος του έργου του, «Ork Haus», που δείχνει μια οικογένεια παγιδευμένη σε ένα σπίτι να εκτελεί τελετουργικά της καθημερινότητας, ενώ γύρω υπάρχουν ταπισερί που δημιούργησε ο αλγόριθμος και μια τετραπλή τραμπάλα –αν μπορώ να την αποκαλέσω έτσι– με οθόνες. Οι χρήστες είναι μεν αφοσιωμένοι στη δική τους οθόνη και πραγματικότητα, αλλά βρίσκονται σε επαφή με τους γύρω τους. Όλα αυτά, όπως και τα καλώδια, τα γλυπτά, τα έπιπλα, ο ειδικά σχεδιασμένος ηλεκτρονικός εξοπλισμός και ένας χειροποίητος υπολογιστής, τοποθετημένος σε ένα τεράστιο διαφημιστικό παπούτσι Crocs, με τα καλώδια και τις συνδέσεις στο πάτωμα, δημιουργούν ένα παράδοξα γαλήνιο περιβάλλον. Στον Τεό αρέσει να αφήνει ανοιχτό τον εξοπλισμό του για να μπορεί το κοινό να βλέπει όλο το σύστημα και να καταλαβαίνει πώς λειτουργεί.
«Καμιά φορά ζηλεύω αυτούς που ξεκινούν ένα έργο και δεν έχουν ιδέα πού θα τους οδηγήσει. Είναι καλό να βρεις μια ισορροπία, να αφουγκραστείς τη διαδικασία, ειδικά όταν δουλεύεις με υπολογιστές. Αυτή η συνθήκη από μόνη της σε βάζει σε μια πολύ δομημένη λογική, σου επιτρέπει όμως να αυτοσχεδιάσεις και να νιώσεις αυτό το απελευθερωτικό συναίσθημα», λέει.
Παρόλο που τα εξπρεσιονιστικά και τερατώδη πλάσματά του μοιάζουν να έρχονται στις οθόνες από ταινίες φαντασίας, σαν σύμβολα της ανθρώπινης κατάστασης και μιας παράξενης λογικής, το στούντιο μοιάζει με καταφύγιο· και τα έργα του θα μπορούσαν να αποτελούν ένα σχόλιο για την παντός είδους βία την οποία συναντάμε αδιαλείπτως μόλις πατήσουμε στο πεζοδρόμιο.
Αναζητώντας υβριδικά εικαστικά μέσα και αντιμετωπίζοντας την τεχνολογία σαν παιχνίδι, ο Τεό Τριανταφυλίδης έχει συγκροτήσει μια καλλιτεχνική ταυτότητα που αποφεύγει τα κλισέ του διδακτισμού και του μηνύματος και εκφράζει την ανησυχία ενός ανθρώπου της γενιάς του, ενός καλλιτέχνη που τον απασχολεί τόσο αυτό που χάνεται όσο και το άδηλο μέλλον.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988. Λόγω του οικογενειακού του περιβάλλοντος οι σπουδές στο Πολυτεχνείο ήταν σχεδόν αυτονόητες. Έτσι βρέθηκε στην Αρχιτεκτονική, σε μια σχολή της οποίας το δημιουργικό κομμάτι τού άρεσε εξίσου με το φαντασιακό. Αποφοίτησε στην καρδιά της κρίσης, το 2012. Βγαίνοντας στο επάγγελμα στο πλαίσιο μιας κακής οικονομικής κατάσταση, συνειδητοποίησε πως όσα φανταζόταν κατά τη διάρκεια των σπουδών του, σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας, χωρίς πελάτες ή την αίσθηση ότι αυτό που φτιάχνεται απευθύνεται σε κάποιον, και φυσικά με το όνειρο μιας πόλης ωραιότερης, απείχαν πολύ από την πραγματικότητα.
«Ήταν σαν σχολή τέχνης, αλλά πιο δομημένη, με αγαπημένους καθηγητές, τον Κορρέ, τον Τουρνικιώτη. Εκεί έμαθα μια επιστημονική μέθοδο, απέκτησα μια γενικότερη γνώση για την Ιστορία της Τέχνης και το πώς κάνεις μια κριτική ανάγνωση, όλα αυτά τα δημιουργικά εργαλεία που είναι παρεμφερή με τα καλλιτεχνικά. Ωστόσο, προσπαθώ να αφήσω τη σχεδιαστική διαδικασία, τη γραμμική πορεία, επιχειρώ να απελευθερωθώ από αυτά και να εκφράσω μια άλλη ελευθερία. Καμιά φορά ζηλεύω αυτούς που ξεκινούν ένα έργο και δεν έχουν ιδέα πού θα τους οδηγήσει. Είναι καλό να βρεις μια ισορροπία μεταξύ των δύο, να αφουγκραστείς τη διαδικασία, ειδικά όταν δουλεύεις με υπολογιστές, καθώς από μόνη της η συνθήκη σε βάζει σε μια πολύ δομημένη λογική, που ωστόσο σου επιτρέπει να μπορείς να αυτοσχεδιάσεις, να νιώσεις αυτό το απελευθερωτικό συναίσθημα», λέει.
Τελειώνοντας τις σπουδές του, πήγε για δύο χρόνια στην Κίνα για να δουλέψει ως αρχιτέκτονας στο Πεκίνο. Εργάστηκε σε διεθνή γραφεία και σε ένα τοπικό, όπου υπήρχε ένας ενδιαφέρων συνδυασμός παράδοσης και σύγχρονης αρχιτεκτονικής – εκεί συνειδητοποίησε ότι δεν του ταιριάζει πολύ αυτό το επάγγελμα. «Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο νομίζω πως μοιάζουμε ως φιλοσοφία ζωής. Το άλλο που μου έκανε κλικ ήταν πως λόγω έλλειψης γλωσσικής επικοινωνίας –πολύ σπάνια θα βρεις άτομα που μιλάνε αγγλικά στην καθημερινότητα– πέρασα σε ένα σημείο προγλωσσικό που με βοήθησε να σκέφτομαι και να διαβάζω πράγματα πιο διαισθητικά. Εκείνη την εποχή έπαιζε πολύ το Faceboook και το Tumblr κι εγώ, επειδή ήμουν πολύ online, και σε μια προσπάθεια να κοινωνικοποιηθώ, άρχισα να ανακαλύπτω και τελικά ήρθα σε επαφή με μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή κοινότητα με μεγάλη δραστηριότητα γύρω από τη Net Art και την Post-Internet Art, σε μια εποχή που υπήρχε μεγάλη αισιοδοξία για το μέλλον του internet αλλά και για το πώς κοινωνικοποιούμαστε και κάνουμε παρέα. Για παράδειγμα, έβλεπα κάποιους καλλιτέχνες που ήταν ήδη καταξιωμένοι, τους έστελνα στο Facebook και αρχίζαμε να μιλάμε».
Μέσω αυτής της επικοινωνίας άρχισε να μπαίνει σε μια τέτοια κοινότητα. Στην αρχή έκαναν κάποιες εκθέσεις σε ένα format που λεγόταν «Bring Your Own Beamer, Bring Your Own Projector». Αυτό γινόταν διαδικτυακά, έκαναν ένα show σε μια μέρα, σε διάφορες πόλεις. Αυτό συντέλεσε προφανώς στην απόφαση που πήρε να κάνει ένα μεταπτυχιακό στο UCLA στο Λος Άντζελες, στην άλλη άκρη του πλανήτη, όπου βρήκε μια οικογένεια πολύ κοντινή του, που έκανε Ιnternet Αrt και εξερευνούσε διαρκώς τις νέες τεχνολογίες και τα καινούργια λογισμικά. Θέλει κότσια να αποφασίσεις να κάνεις αυτό το είδος τέχνης που ακόμα και σήμερα προσπαθείς να είσαι στο επόμενο κύμα της, να ανακαλύψεις το επόμενο βήμα, να αντιμετωπίσεις την καχυποψία, την ασάφεια, το αν μπορείς και πού να δείξεις τη δουλειά σου, αν μπορείς να πουλήσεις ή να βιοποριστείς από αυτήν.
«Στην αρχή έφτιαξα πολλά μικρά έργα interactive, μικρά video games ή μικρές, πιο interactive experiences. Ανακάλυψα τη μηχανή παιχνιδιών ως εργαλείο με το οποίο μπορείς να φτιάξεις έναν τόπο ή ένα περιβάλλον ζωντανό, με κίνηση, αλληλεπίδραση και διαδραστικότητα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα και κάπως έκανε και κλικ με την αρχιτεκτονική. Είναι πολύ κοντινά αυτά, σαν να σχεδιάζεις ένα σύστημα ή ένα κτίριο. Και ενώ όλα στην αρχή ήταν στατικά, με τη μηχανή παιχνιδιών πατούσα play και όλα ζωντάνευαν. Είναι μια κίνηση που δεν έχεις προδιαγράψει, μπορεί να σε εκπλήξει εκείνη την ώρα, είναι ο αλγόριθμος που έχεις φτιάξει και λειτουργεί ανεξάρτητα πια.
Μία από τις πρώτες μου δουλειές είναι το «Still life with yum-yums» που βασίζεται σε ένα research paper το οποίο είχε κάνει ο Carl Sims στα '90s και λεγόταν "Evolving Creatures". Είχε γράψει έναν πρωτογενή αλγόριθμο σαν να φτιάχνει μικρά πλασματάκια με μυς και ένα κάποιο υποτυπώδες σώμα, που όταν τα αφήσεις σε ένα περιβάλλον αυτά μαθαίνουν μόνα τους πώς να κινούνται. Ουσιαστικά εξελίσσονται όσο περνάει ο χρόνος και το καθένα από αυτά είναι ξεχωριστό, έχουν ένα DNA με τα βασικά τους χαρακτηριστικά και ο στόχος τους είναι να κινηθούν στον χώρο, να βρουν το άλλο τους μισό, να αναπαραχθούν. Στα παιδιά τους περνάει ένας συνδυασμός των DNA των "γονιών". Πρόκειται για μια κοινότητα που οργιάζει και αναπαράγεται. Φυσικά, αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον όπου δρουν διάφορες δυνάμεις και κάποια στιγμή το πρόγραμμα κρασάρει και ξεκινά από την αρχή. Αυτός είναι ο κύκλος, είναι καθαρή τέχνη με τις προεκτάσεις της».
Αν σταθεί κάποιος μπροστά σε ένα έργο φαντασίας μπορεί να το διαβάσει όπως θέλει. Τα έργα της διπλωματικής του Τεό αποτέλεσαν την πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη στην γκαλερί Meredith Rosen – δίπλα τους ήταν γλυπτά και κάποια πρώτα έργα σε υφάσματα. Μιλώντας για τα έπιπλα και τα υφάσματα που υπάρχουν γύρω μας μου εξηγεί την περίπλοκη διαδικασία δημιουργίας μέσω του ΑΙ, που μπορεί να πάρει και μήνες. Μπορεί το ΑΙ να παραγάγει σε δευτερόλεπτα μια πρόφαση πραγματικής εικόνας που μας πείθει, αλλά αυτή δεν είναι η πραγματική εικόνα, είναι φαντασιακή, που μέσω ενός καλλιτέχνη βρίσκει την πρακτική εφαρμογή της. Αυτή η «μετάφραση» καθιστά τη διαδικασία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
«Έχει ενδιαφέρον ότι κατά κάποιον τρόπο "υποδουλώνομαι" στη μηχανή και προσπαθώ να επιτελέσω το χειρωνακτικό έργο που εκείνη δεν μπορεί τη δεδομένη στιγμή. Και είναι και κάπως μια αντιστροφή του φόβου για τις μηχανές που υπήρχε και του φόβου που έχουμε σήμερα ότι αυτές οι μηχανές θα πάρουν τη θέση του ανθρώπου στα δημιουργικά επαγγέλματα. Υπάρχει μια υπεροψία ότι εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε το ανώτατο ανθρώπινο επίτευγμα και δεν υπάρχει περίπτωση το AI να μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει τέχνη που να συγκριθεί με τη δική μας, αλλά αυτά τα θεμέλια θα αρχίσουν να κλονίζονται, οι βεβαιότητες θα πάψουν. Επίσης πολλοί καλοί καλλιτέχνες χρησιμοποιούν πλέον AI».
Το κοινό σήμερα είναι σαφώς πιο εξοικειωμένο με αυτό το είδος τέχνης, αλλά ακόμα δυσκολεύεται να συνδεθεί με μια οθόνη, με ένα ψηφιακό έργο σε έναν εκθεσιακό χώρο. Ο Τεό Τριανταφυλλίδης παρουσιάζει τα φυσικά έργα του ως ένα περιβάλλον που υποδέχεται το ψηφιακό, ως μια εισαγωγή που μπορεί να μας βάλει πιο εύκολα στο έργο. Για παράδειγμα, για την έκθεση στο Onassis Onx στη Νέα Υόρκη το έργο του «Feral Metaverse», ένα βιντεοπαιχνίδι που παρουσιάστηκε ως εγκατάσταση για οκτώ παίκτες, ήταν σχεδιασμένο γύρω από έναν μεσαιωνικό καταπέλτη.
Τον ίδιο τον ενδιαφέρει τα έργα του να χρησιμεύσουν ως αφορμή για προβληματισμό σχετικά με τα είδη κοινωνικών συμπεριφορών που επιτρέπονται σε υπάρχουσες εικονικές πλατφόρμες ή ως πρόκληση για τον τρόπο με τον οποίο κατοικούμε χώρους και πώς μπορούμε να τους φανταστούμε διαφορετικά και να συνεργαστούμε μέσα σε αυτούς.
Ο Τεό Τριανταφυλλίδης πιστεύει ότι τα είδη της νοημοσύνης, η ανθρώπινη, η τεχνητή και της φύσης, θεμελιωδώς διαφορετικά, μπορούν να κάνουν μόνο καλό το ένα στο άλλο. Στη δουλειά του προσπαθεί κι εκείνος να βρει ποιος είναι ο καλός τρόπος διαλόγου με το AI, πώς μπορεί να ενταχθεί σε ένα συνολικότερο καλλιτεχνικό process και σε ποια σημεία είναι πιο χρήσιμο. Η πρόθεση είναι το βασικό στοιχείο που οδηγεί έναν καλλιτέχνη σε μια ενδιαφέρουσα καινούργια κατεύθυνση. Στη δική του περίπτωση υπάρχει και ένας στόχος,που συνδέει όλες τις προθέσεις και τα είδη νοημοσύνης: η αποκατάσταση του πλανήτη και της ισορροπίας του, μια οδός που να δείχνει τα πιο φωτεινά μονοπάτια της μεταιχμιακής εποχής μας με τους πιο αναπάντεχους τρόπους.