Μόλις μία μέρα πριν από την αναχώρησή μας για τη Νέα Υόρκη, όπου θα παρακολουθούσαμε μερικές από τις φετινές συμμετοχές του Ιδρύματος Ωνάση στο φημισμένο underground ετήσιο νεοϋορκέζικο φεστιβάλ θεάτρου «Under the radar», ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ ανακοίνωσε το τέλος του fact-checking στα social media της Meta και η Καλιφόρνια ήδη βίωνε μερικές από τις πιο καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών, και μάλιστα μέσα στο καταχείμωνο.
Ενώ απέχουμε μόλις λίγες μέρες από την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ και την επίσημη έναρξη της δεύτερης θητείας του στην προεδρία των ΗΠΑ και ενώ, διαβάζοντας την καθημερινή ειδησεογραφία γύρω από την ατζέντα του Έλον Μασκ διαισθανόμαστε ποια κατεύθυνση θα πάρουν οι ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια, η Νέα Υόρκη στέκεται ως ακλόνητος φάρος αισιοδοξίας, η πόλη των ευκαιριών και της απρόσκοπτης καλλιτεχνικής έκφρασης, ένα τελευταίο προπύργιο ελευθερίας και δημοκρατίας απέναντι στην alt-right / ακροδεξιά / πολλαπλά φοβική προελαύνουσα ρητορική.
Το φεστιβάλ «Under the radar» ξεκίνησε το 2005 και διοργανώνεται κάθε χρόνο έκτοτε τον Ιανουάριο σε διαφορετικά εμβληματικά venues της πόλης, εστιάζοντας στο πειραματικό θέατρο και στις παραστατικές τέχνες. Η βιωσιμότητά του απειλήθηκε σοβαρά πέρσι, όμως φέτος, χάρη στη συνδρομή ιδιωτών και ιδρυμάτων, επέστρεψε για την επετειακή βερσιόν των 20 ετών που σηματοδοτεί και τον δεύτερο χρόνο συνεργασίας του με το Onassis USA. Μακριά από τα φώτα και τις πανάκριβες mainstream παραγωγές του Broadway, το «Under the radar» προκρίνει μικρές παραγωγές μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας που ανάμεσα στα τεράστια μεγέθη της Νέας Υόρκης μπορεί να φαντάζουν ακόμα «μικρότερες», όμως αυτή η σύγκριση τους δίνει σαφώς προστιθέμενη αξία.
Η πλατφόρμα που εγκαινιάστηκε έναν μόλις μήνα πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας έχει καταφέρει να αποτελεί ευσεβή πόθο για όλους τους Αμερικανούς καλλιτέχνες που ασχολούνται με τα νέα μέσα, την ψηφιακή τεχνολογία και κουλτούρα, καθώς οι «Greeks» προσφέρουν στους residents απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία και όλα τα μέσα για την ανάπτυξη και υλοποίηση νέων ιδεών ψηφιακής πρωτοπορίας.
Η πρώτη μέρα της αποστολής μάς βρήκε να περνάμε τη γέφυρα και να κατευθυνόμαστε προς το Brooklyn Academy of Music (ΒΑΜ), το ίδρυμα που εδώ και πάνω από 150 χρόνια αποτελεί, εκτός από ιστορικό ορόσημο, και σπίτι της νεοϋορκέζικης καλλιτεχνικής αβανγκάρντ. Κι ενώ παράλληλα εκτυλισσόταν η γιορτή των εγκαινίων του ολοκαίνουργιου κτιρίου BAM KBH –ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της Karen Brook Hopkins, επί σειρά ετών προέδρου του θεσμού, συνεργάτιδας και συμβούλου του Onassis USA– με καλεσμένη όλη την εγχώρια ιντελιγκέντσια, ακριβώς απέναντι, στο BAM Fisher, οι ταξιθέτες μάς προέτρεπαν με ζέση να «αφηγηθούμε τη δική μας ιστορία» καθώς μπαίναμε για να δούμε το Golden Key των Marc da Costa και Matthew Niederhauser.
Παλιοί μας γνώριμοι από τη συμμετοχή τους στο προπέρσινο φεστιβάλ Καβάφη που διοργάνωσε το Ίδρυμα Ωνάση στη Νέα Υόρκη, το καλλιτεχνικό ντούο ανέπτυξε ένα διαδραστικό XR (εκτεταμένης πραγματικότητας) θέαμα, στο πλαίσιο του οποίου το κοινό μπορούσε να πληκτρολογεί σε δύο διαθέσιμα τάμπλετ μια δική του συνθήκη / σκέψη / προβληματισμό / απάντηση σε διαθέσιμες ερωτήσεις υπαρξιακής και συνάμα χιουμοριστικής χροιάς. Στη συνέχεια, με τη συνδρομή της τεχνητής νοημοσύνης, αυτή θα έπαιρνε σάρκα και οστά στις οθόνες υπό τη μορφή animation ενταγμένου σε μια αέναη κινηματογραφική αφήγηση. Ακούγεται σύνθετο –και είναι, μέχρι να καταλάβουμε κι εμείς ακριβώς πώς λειτουργεί το παιχνίδι πέρασε αρκετή ώρα–, όμως ο τρόπος με τον οποίο παρέλασαν, μέσα σε περίπου 45 λεπτά, από τις τρεις συνδεδεμένες οθόνες που συνέθεταν ένα μεγάλο κατοπτρικό σινεμασκόπ ο Πούτιν, οι φωτιές στο Λος Άντζελες, η κλιματική κρίση, το αμερικανικό φολκλόρ, ένας γάτος ονόματι Dr. Whiskas και ο Πίκατσου ήταν εντυπωσιακός. Και όλα αυτά, κι άλλα πολλά, χωρίς παύσεις, με την ψευδαίσθηση ενός σουρεαλιστικού μεν, ενιαίου δραματουργικά δε, αφηγήματος που θα μπορούσε να συνεχίζεται εσαεί.
Το Golden Key ήταν το ένα από τα τέσσερα έργα του Onassis ONX που παρουσιάστηκαν στο BAM υπό τον ενιαίο θεματικό υπέρτιτλο «Techne». Το δεύτερο που απολαύσαμε, στον ίδιο χώρο, ήταν το Voices της Μαργαρίτας Αθανασίου (τα άλλα δύο, που δυστυχώς δεν προλάβαμε να δούμε, ήταν το The Vivid Unknown των John Fitzgerald και Godfrey Reggio και το Secret Garden της Stephanie Dinkins). Η Ελληνίδα καλλιτέχνις και ποιήτρια καταπιάνεται με το ερεθιστικό, αμφιλεγόμενο και πολύπλευρο ζήτημα του πνευματισμού μέσα από την οικογενειακή της ιστορία που διατρέχει τρεις γενιές γυναικών οι οποίες εξασκούν το «χάρισμα». Το εντυπωσιακό στην ταινία της Αθανασίου, που είδαμε στον ίδιο χώρο του BAM μαζί με τον Γουίλεμ Νταφόε, που βρισκόταν επίσης στο κοινό, είναι ότι παρουσιάζει ένα τόσο παλιό και παρεξηγημένο θέμα με αγάπη και φρεσκάδα, με animation και ψηφιακή τεχνολογία να πλαισιώνουν ρετρό αφηγήσεις της γιαγιάς της καλλιτέχνιδας σε μια VCR κάμερα και να συνδέουν αναπάντεχα την ιστορία των πνευματιστριών της βικτοριανής εποχής με το σύγχρονο new age αφήγημα.
Στην απέναντι πλευρά της πόλης, στην καρδιά του Μανχάταν, είδαμε επίσης ως double bill στην υποενότητα «Under Construction» του φεστιβάλ δύο ακόμα παραστάσεις που παρουσιάστηκαν στο υπόγειο του εντυπωσιακού Olympic Tower της 5ης Λεωφόρου και της 51ης Οδού, εκεί όπου στεγάζονται τα γραφεία του Onassis USA και λειτουργεί, εδώ και πέντε χρόνια, το Onassis ONX. Η πλατφόρμα που εγκαινιάστηκε έναν μόλις μήνα πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας έχει καταφέρει να αποτελεί ευσεβή πόθο για όλους τους Αμερικανούς καλλιτέχνες που ασχολούνται με τα νέα μέσα, την ψηφιακή τεχνολογία και κουλτούρα, καθώς οι «Greeks» προσφέρουν στους residents απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία και όλα τα μέσα για την ανάπτυξη και υλοποίηση νέων ιδεών ψηφιακής πρωτοπορίας, ενώ οι δράσεις και οι πρωτοβουλίες της περιλαμβάνουν συνεργασίες με κορυφαίους αμερικανικούς θεσμούς όπως το Lincoln Center, το New Museum και το MIT.
Το δίπτυχο που παρακολουθήσαμε είχε μεγάλο ενδιαφέρον ακριβώς λόγω της παρουσίασής του ως τέτοιου, με το κέντρο βάρους του να μετατοπίζεται από το αναλογικό στο ψηφιακό. Κατά γενική ομολογία, το αδιαφιλονίκητο highlight ολόκληρης της αποστολής ήταν το 40λεπτο Runway της Χριστιάνας Κοσιάρη που είχε κάνει πρεμιέρα στη Στέγη στο πλαίσιο του περσινού Onassis Dance Days. Στον ούτως η άλλως περιορισμένο χώρο του ONX, βρεθήκαμε σε απόσταση αναπνοής από την Κοσιάρη που πάνω σε έναν διάδρομο γυμναστικής μάς παρουσίασε την αγωνία του γυναικείου σώματος για τη φθορά, τον σισύφειο αγώνα εναντίον της, τον τρόπο με τον οποίο μια γυναίκα μάχεται καθημερινά για να προσπεράσει τους περιορισμούς και να ικανοποιήσει τις προσδοκίες της κοινωνίας. Συγκινητική, σε σημεία αποστομωτική, η περφόρμανς της νεαρής χορογράφου και η μεταμόρφωση ενός υγιούς σώματος σε κάτι ψεύτικο –κι όλα αυτά πάνω στον διάδρομο, με το σώμα της να «σπάει» πρακτικά στα δύο, τα πόδια να ακολουθούν τη μηχανική κίνηση του διαδρόμου και το πάνω μέρος να ερμηνεύει κάτι ολότελα διαφορετικό– μας άφησε κάποιες στιγμές κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα. Ήταν απόλυτα ταιριαστή και επιτακτική η παρουσίαση αυτού του έργου σε μια χρονιά που η συζήτηση για τα κυρίαρχα δυτικά γυναικεία πρότυπα ομορφιάς έχει επανέλθει δυναμικά στον δημόσιο διάλογο και χάρη σε ταινίες όπως το Substance με την Ντέμι Μουρ ή το Last Showgirl με την Πάμελα Άντερσον.
Με εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές και προσέγγιση –εξερευνώντας επίσης το ζήτημα των πολλαπλών ταυτοτήτων (σεξουαλική, έμφυλη, εθνοτική)– κινήθηκε το Viola He στην XR περφόρμανς A {room} of one’s own. Συνδυάζοντας visuals, ήχο, ζωντανή περφόρμανς και εξομολογητική διάθεση, το He μίλησε για το προσωπικό βίωμα τού να προσπαθείς να εκφραστείς καλλιτεχνικά ως non binary άτομο στη σημερινή Νέα Υόρκη, φέροντας μάλιστα διαρκώς τον «αστερίσκο» της αμερικανο-ασιατικής εμπειρίας σε μια χρονική συγκυρία που δείχνει πως το ρατσιστικό μένος ολόκληρου του (δυτικού) κόσμου έχει εστιάσει στους Ασιάτες περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μειονοτική ομάδα και κοινότητα. Ζητήματα έκφρασης, αυτοπροσδιορισμού, ψυχικής και σωματικής υγείας, πολιτικού ολοκληρωτισμού και μέθοδοι διαφυγής και συμφιλίωσης τέθηκαν υπό διαπραγμάτευση μέσα από τα mixed media τ@ He σε ένα έργο που φάνηκε πως έχει πολλά να πει, χωρίς να έχει ακόμα βρει τον σαφή προσανατολισμό και τη δραματουργία που θα το κάνει πιο αποτελεσματικό – εξάλλου είναι ακόμα «under construction».
H συνδρομή του Onassis ONX ήταν καθοριστική σε όλα τα παραπάνω έργα, και όπως όλα δείχνουν τα επόμενα χρόνια η λειτουργία του στην καρδιά της Νέας Υόρκης και βέβαια η διασύνδεσή του με την Αθήνα, τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, τον νέο χώρο του Ιδρύματος στην περιοχή του Ρέντη που θα λειτουργήσει σύντομα (με την ονομασία Onassis Ready) και την εγχώρια καλλιτεχνική κοινότητα και παραγωγή, θα είναι από μόνη της μια πολιτική πράξη. Άλλωστε, αυτή η δημιουργία σχέσεων και καλλιτεχνικών συγγενειών και οι γέφυρες που ενώνουν ελεύθερα σκεπτόμενα μυαλά και ταλέντα αποτελούν τον πυρήνα της λειτουργίας του Onassis Culture και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι που διευθύνουν το ONX δεν είναι μόνο γνώστες της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά είναι ταυτόχρονα καλλιτέχνες ή curators, μια διεπιστημονική ομάδα με βασικό μέλημά της την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση, όπως εξηγεί η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση. «Το κοινό είναι συχνά καχύποπτο για το αν σημαντική τέχνη μπορεί να δημιουργηθεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης. Είναι σαν να λες ότι μια κινούμενη εικόνα δεν είναι τέχνη ή μου θυμίζει το παλαιότερο debate για τις ψηφιακές κάμερες που αντικατέστησαν το φιλμ. Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά ότι μπορεί να γίνει πιο δημιουργικός με τη χρήση της, ότι μπορεί να κάνει πράγματα που το AI δεν μπορεί, επειδή έχει καταφέρει να κάνει hijack στον αλγόριθμο. Η κοινότητα που έχουμε δημιουργήσει στο ONX αποτελείται από δημιουργικούς ανθρώπους που έχουν την περιέργεια και την παρόρμηση να καταδυθούν σε αυτό τον νέο κόσμο».
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, από τη δομή της ως την επιλογή των καλλιτεχνών και του ρεπερτορίου της και τον τρόπο με τον οποίο σχολιάζει τα δημόσια ζητήματα, κρατά από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρη πολιτική θέση. Με ποιον τρόπο θα είναι αντίστοιχα πολιτική η δουλειά του ONX εν όψει της δεύτερης θητείας του Τραμπ και ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το debate γύρω από τη χρήση των social media και της τεχνητής νοημοσύνης στην καθημερινότητά μας; «Στις ΗΠΑ αυτήν τη στιγμή το να επιμένεις να χτίσεις ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα όταν δεν υπάρχει καμία σχετική επιδότηση είναι μια πολιτική πράξη. Είμαστε εδώ και είναι σημαντικό που είμαστε σε θέση να δίνουμε αυτή την καλλιτεχνική και δημιουργική ελευθερία και τον χρόνο» σχολιάζει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου και ο Πρόδρομος Τσιαβός, διευθυντής Ψηφιακής Ανάπτυξης και Καινοτομίας του Ιδρύματος Ωνάση, συμπληρώνει: «Με τις πρόσφατες εξελίξεις στο tech industry σηματοδοτείται μια πολύ σημαντική στροφή στον τρόπο με τον οποίο ελέγχουμε τις τεχνολογικές συσκευές και τους ανθρώπους που κατασκευάζουν την πραγματικότητα. Εμείς αυτό που λέμε ότι κάνουμε στο ONX είναι ότι χτίζουμε κόσμους για να αλλάξουμε τον κόσμο, και αυτό είναι εξ ορισμού μια πολιτική πράξη. Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζουμε κόσμους και κοινότητες συνιστά την ουσία της δημοκρατίας σήμερα. Το ότι το ONX εδρεύει στη Νέα Υόρκη και όχι, για παράδειγμα, στο Λος Άντζελες είναι επίσης μια πολιτική θέση. Τα κεντρικά ζητήματα που μας απασχολούν είναι η ελευθερία του λόγου, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία και το πώς ορίζεται η αυτονομία του καθενός σε σχέση με την τεχνολογία».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO